Ανθολογία ποιητών που κατάγονται ή διαμένουν στο νομό Καρδίτσας και συμμετέχουν στο 8ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης.
Γεωργία Διάκου | Χρήστος Διαμαντής |Χρήστος Κολτσίδας | Ηλίας Χ. Μπαρτζιώκας |Βαγγέλης Μπριάνας | Βαγγέλης Ντελής | Ράνια Ορφανάκου | Δανάη Σιώζιου |Βίκυ Τριανταφύλλου
Γεωργία Διάκου | Βιογραφικά στοιχεία
Η Γεωργία Διάκου γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1995. Κατοικεί στη Θεσσαλονίκη . Σπούδασε στο τμήμα
Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. και είναι φοιτήτρια του τμήματος Θεάτρου της
Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Έχει μία αδερφή. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε
ηλεκτρονικά περιοδικά. Διατηρεί το ιστιολόγιο: sociallubricant.espivblogs.net.
Άλισον Μπρι
πετιέται / τρέμει/ δαγκώνει την όψη
κρύβεται στο φως
αν ήταν ,της λέει ,θα ήσουν ήδη
κι αυτό συγχύζεται
αγκυλώνεται απ’ τα λόγια
υποτάσσεται στην εμφάνιση
έτσι, υπήρξε το μάτι της Άλισον Μπρι
στην αποβίβαση αερολιμένων
σ’ αυτό που γράφουν για τη φανταστική κοινότητα
και την Αμερική
ο χώρος του θεάματος
είναι μία κάμερα να κοιτά τα ληγμένα δρομολόγια
κι όχι το γάλα κολλημένο στην κατσαρόλα
ένα γκρο πλαν στην τροφή
( διατροφικός πίνακας
και καταγραφή της πέψης)
η Άλισον Μπρι έχει έξι κουμπιά στο παντελόνι της
κουρεύεται μία φορά το τρίμηνο
και διασκεδάζει δένοντας τα πρόσωπα του κοινού
δένει ανεπαίσθητα
καθώς η κάμερα πιάνει τις εκπτώσεις στην βιτρίνα
κι όχι μία μαζική κίνηση
χρησιμοποιεί την ιαπωνική τέχνη του δεσίματος
πρώτα το πρόσωπο με το διπλανό του
ύστερα τα ανοίγματα
αφτιά
μύτη
στόμα
τελευταίο στάδιο
αναποδογυρίζει τα μάτια του κοινού
γιατί τα δικά της
τόσο έξω πια
καλύπτουν το πλάνο και κλαίνε
( η επιφάνεια είναι το γαλάζιο βάθος της ορμής
φαίνεται λιγότερο
ζει μοναδικά)
το πλάνο γοητεύει με κάδρα
ποτέ καμιά δεν ενδιαφέρθηκε για αεροπλάνα
μία ηθοποιός συνοδεύει το σενάριο
μέχρι την έξοδο
το μάτι της ήταν αυτό
που έπαιξε σε τέσσερα δεύτερα όλη τη σεζόν
η Άλισον Μπρι μαθαίνει τα λόγια της
και το κοινό κωδικοποιεί τα σήματα
γαλάζιο πλάνο / ορμή Λας Βέγκας/ τροφή έξι κουμπιών
δέσιμο μύτη/ καταπέλτες μάτια/ αναχωρήσεις θέαμα
Παίζει τόσο ωραία πια
που δεμένες χορεύουμε
κι εγώ αγαπώ
άστα να πάει
από την καρέκλα που είχε στο πεζοδρόμιο για να χαϊδεύει τον σκύλο μέσα από τα κάγκελα
είπε:
κάνω φυσικοθεραπείες εγώ
έχω κάτι
έναν πόνο
ίσως περισσότερους
που κατοικούν μαζί μου στο σπίτι
έχω παρέα εγώ
τους πόνους
τους ετοιμάζω αποβραδίς στο σώμα μου
τους δίνω χάπια και ζάχαρη με το κουτάλι
και συνέχισε:
με τις φυσικοθεραπείες δεν προλαβαίνω
να κατέβω για δουλειά
εσύ έχεις τον κόκκινο κουβά και την σκούπα σου
και ο δήμος σού δίνει μάσκα για να καθαρίζεις τα πεζοδρόμια
«η καθεμιά βγάζει την ζώνη από τη μέση της
έχει τον δικό της όγκο να μαζέψει. Ο όγκος που είναι το σπίτι μαζί.
Το σπίτι μαζί με εσένα.»
το σπίτι είναι τα χαρτιά, οι κάλτσες, η κουρτίνα του μπάνιου
θλιβερό να το αφήνεις πίσω
θλιβερό να επιστρέφεις σε αυτό
ξέρεις πως θα σε βρίσκει όπου κι αν πας
ξέρεις πως τα αντικείμενα θα αναπαράγουν τις ποιότητες
στον κύκλο της δικιάς τους ζωής
ακόμα μία θεϊκή μέρα
«πώς είσαι έτσι; αν σε δουν τα παιδιά σου αλίμονο.
Χτένισε λίγο τα μαλλιά σου και βάλε μία μάσκαρα. Τα μάτια σου είναι κλειστά.
Πού πήγαν τα γυαλιά και οι φακοί σου; Τα λεφτά που σου έδωσα για βαφή;
Μάζεψε τον εαυτό σου, χαρά είναι.
Κανείς δεν θέλει μία γριά για μάνα »
και αυτή με την μάσκα που της έδωσε ο δήμος και τον κόκκινο κουβά
περπάτησε τον δρόμο προς τα κάτω
στο λαιμό της είχε μια ελιά
το βάρος την έκανε να γέρνει προς τα δεξιά
ο σκύλος σήκωσε το πίσω πόδι του
και αφέθηκε συνοπτικά
κοιτώντας το σύμπλεγμα- πόδι του σκύλου σε φυσική λειτουργία -μονολόγησε:
άστα να πάει
όμως, έχω τις φυσικοθεραπείες μου εγώ
τους πόνους
τα συμμαζέματα
την ψυχανάλυση που κάνω όταν με βλέπω στους καθρέφτες και τα τζάμια
όταν παίρνω απόφαση να εγκαταλείψω αυτό το σπίτι
όταν παίρνω απόφαση να γυρίσω οριστικά τον χρόνο μου
μπρος και πίσω, ιδανικά.
Διηάνειρα
τα μαλλιά στηρίζονται σε μάλλινο ρούχο
που από μένα χαρίζεται
στις καρδιές που κάηκαν σε λάσπη
κι ήμουν εγώ πνιγμένη
μέσα σου
εξαρτημένη από την κεντρική αρτηρία
το ρόπαλο ήταν το δέρμα
εσύ είσαι αυτό που η δύναμη παράγει
γλείφω ακόμα το πλευρό
ως περίσσια φυλακή της δημιουργίας
και ξεχνούν όσοι το ποτάμι κολυμπούν
πως ό,τι έφτιαξα / έφαγα/ έκλεψα
πέθανε δικό μου για πάντα
Θάνατος πουλιού σε πρωινή βόλτα
Τα φιλιά μου θα έφταναν να σε χειρουργήσουν; Ξαπλωμένο μέσα στο νερό και τα φτερά σου με σταχτιές κηλίδες. Ένα πρόσωπο που δεν αναγνωρίζω, ένα κεφάλι που δεν λέει τίποτα για μένα. Καμιά συμβουλή για το πώς μπορώ να περάσω όμορφα, Σάββατο βράδυ προς Κυριακή ξημέρωμα. Δύο πόδια κοιτάνε τον ουρανό. Τα πόδια σχηματίζουν βέλος προς ένα απαλό σύννεφο. Μοιάζει με παντελόνι, levis του ’86 , μπορείς να το αγοράσεις σε ιστοσελίδα με vintage κομμάτια. Ο λαιμός του σπασμένος και ήσυχος. Ο ήχος που περνούσε γινόταν τραγούδι. Ο ήχος είναι μία πιθανότητα του αφτιού, άλλοτε συμβαίνει και άλλοτε όχι. Ήταν πτώση , αρρώστια , μάχη, γήρας; Μήπως φταίει κάτι που έφαγε από τα σκουπίδια; Η τομή ξεκινάει από το στέρνο και φτάνει στον πάτο της θάλασσας. Οι πιθανότητες επιβίωσης είναι μεγαλύτερες αν αφαιρεθούν τα φτερά. Για αυτό το πουλί οι πιθανότητες εξαντλήθηκαν. Σε λίγο, τα ψάρια και ο ήλιος θα πάρουν τις δικές τους πιθανότητες από το σώμα. Φιλάω το χέρι μου και το ξεπλένω στο νερό -μία προσπάθεια αποχαιρετισμού- . Τα πούπουλα αποκτούν την σκληρότητα ενός ξύλινου κουτιού που καλείται φέρετρο. Τα υπόλοιπα αφήνονται στο νερό και τον χρόνο.
Μεταφορές
Κλάμα
Όροι
Μεταφορές
Το γρασίδι μουσκεύει το μάτι
Η θάλασσα κηδεύει τους αγνώστους της
Ο στίχος συζητά για την θνητότητα
Προβάρω πινακίδες με νοήματα
Στα τρία ψωμιά το τέταρτο δώρο/ στο χαρτί οδηγιών θα βρείτε τα απαραίτητα/ μυοσκελετικοί πόνοι;
Ο Κένταυρος Νέσσος απαγάγει το ποθητό κομμάτι
Κομμάτι τρία από το Roseland NYC
Κομμάτι πέμπτο από τον κύκλο της πίτσας
Κομμάτι όγδοο από την αναδιανομή της γης
Ένας άνδρας λερώνει το παπούτσι του με παγωτό
Ύστερα ταξιδεύει στην Ιταλία. Ο λαιμός του είναι ξερός.
Έχει πυρετό. Το παγωτό περπάτησε προς το σώμα του. Μετέδωσε
Τον ιό. Το χωριό όπου κλείστηκε για τους επόμενους δύο μήνες διέθετε
Ένα αντίγραφο του συμπλέγματος του Λαοκόντα. Οι ντόπιοι αγαπούν τις τραγωδίες.
Μερικά μουσκεμένα πανιά
Α) μαζεύουν τα δάκρυα
Β) ρίχνουν τον πυρετό
Γ) ανταποκρίνονται στον ηλεκτρισμό
Ο κουβάς του Λεοπόλντο ήταν δεμένος στο σακίδιο στην εξωτερική πλευρά του φερμουάρ της δεύτερης θήκης. Από εκεί γεννήθηκαν οι όροι του μοιράσματος της ομορφιάς και ένα μουσείο μοντέρνας τέχνης. Ο κουβάς περιείχε φυσικό μεταλλικό νερό και λίγο χώμα από το ταξίδι επόμενου
ποιήματος.
μουσική-ήχος-αφτιά
Και αυτοί που ακούν μουσική στις στάσεις, στα τραίνα, τα λεωφορεία, τα αστικά. Αυτοί που
ταξιδεύουν για να ακούσουν. Η άλλη πλευρά τους βάζει στους άηχους . Δεν δέχονται ούτε
παράγουν τον ήχο. Ο ήχος είναι η μουσική, η μουσική είναι η ικανότητα να την παίρνεις και
να την βάζεις στα δόντια με το δάχτυλο και να την αφήνεις να φύγει. Όπως εκτελείται η
κίνηση, όπως το σώμα της θα στροβιλιστεί και θα πέσει και ύστερα θα πούμε «ααα η πιο
εξαίσια κίνηση στον κόσμο». Αφού συμβεί θα καταγραφεί, θα σκορπιστεί, θα γίνει ένα
ψηφιακό αρχείο για μετακίνηση σε απομακρυσμένες περιοχές, καρδιά, συκώτι, κοιλιά.
Έπειτα, θα πρηστούν τα όργανα. Έπειτα, θα ενωθούν. Έπειτα , θα φτιάξουν ένα άγαλμα από
μύες, αίμα, αρτηρίες. Έπειτα, θα πεθάνουν μαζί. Έπειτα, το χωριό θα πάρει το όνομά τους.
Αυτοί που ακούν μουσική μόνο όταν τους την προσφέρουν. Όταν υπάρχει για τους
πολλούς, όταν κάποιος λέει βάλτε στερεοφωνικό ή playlist και ενώστε το με τα ηχεία. Τότε
συμβαίνει αυτοί να αποκτούν αφτιά. Δύο γεννημένοι σπόροι σκάνε στο κεφάλι τους και
δένουν ένα περίεργο κοχύλι στα πλαϊνά των ματιών. Είναι ροζ και πονάνε, μα γρήγορα
γίνονται σώμα και ήχος . Aναπαράγουν το ερέθισμα.
Σκηνικές οδηγίες
Η Άννα μπαίνει στο διάδρομο, που είναι ένας ξύλινος πάσσαλος καρφωμένος στο πάτωμα. Άπό εκεί
ξεκινά η σκηνή. Τα καθίσματα των θεατών έχουν κολλημένα στην οπίσθια όψη τους αριθμούς
ακτοπλοϊκών εισιτηρίων, από εκεί ξεκινά η θάλασσα. Η Άννα επιχειρεί ένα ταξίδι ενηλικίωσης στην
Ύδρα. Θα παίξει πόκερ με την Μαργαρίτα Καραπάνου. Άπ’ τη θάλασσα φτάνει κοντά της η άλλη
Μαργαρίτα, η μαμά. Της βάζει το δάχτυλο στο στόμα. “ Πάχυνες” της λέει “και συ, Άννα” συμπληρώνει.
Η Άννα λέει πως δεν είναι η μαμά της και πρέπει να πάρει τα λεφτά της πίσω. Γιατί τα λεφτά δεν είναι
παίξε γέλασε, χρειάζονται για την συνέχεια. Η Μαργαρίτα, η μικρή , παραγγέλνει ένα ταψί
γαλακτομπούρεκο. Η μαμά φεύγει. Στη σκηνή η Άννα φέρνει το ταψί που βρίσκεται πίσω από τον
ξύλινο πάσσαλο. Το ταψί έχει γαλακτομπούρεκο και λεφτά. “ Όλα μέσα”. Η Άννα ποντάρει και
σπρώχνει το σκεύος. Στη θάλασσα τρέχουν τα σάλια των θεατών. Άραγε θα φάνε; Τα στοιχήματα
μπαίνουν. Η ταξιθέτρια που είναι και μηχανικός πλοίων μαζεύει τα λεφτά. Η Μαργαρίτα και η Άννα
κοιτάζονται για ώρα. Καθεμιά παρατηρεί τις ελάχιστες κινήσεις. Τα χαρτιά μοιράζονται. Το παιχνίδι
είναι στο τέλος του. Ο προβολέας μετακινείται σα φάρος. Η θάλασσα βγάζει το πλοίο στα ανοιχτά, στην
έξοδο κινδύνου.
στο σπίτι της πεθαμένης
όταν ένας μαθητής του Γκουρτζίεφ
την πήρε παράμερα
εκείνη έδειξε τη φούστα της
σαν αποδεικτικό στοιχείο
η βλέννα απ’ το σώμα της
γαλάζια και πηχτή ανάβλυζε
κάτω από τις πιέτες
τα δαντελωτά της καλτσάκια
πέτρωσαν
με το υγρό
να γίνεται μάρμαρο
καθώς φτάνει στις πατούσες
είπε τότε ο μαθητής
να βρει έναν τόπο στην καρδιά της
που κινείται
έναν τόπο που
ούτε οι άνθρωποι
ούτε άλλο πλάσμα
μένει ίδιο
όταν τον συναντά
έσφιξε τα χέρια
και προσπάθησε
να φτιάξει νερά που σμίλευαν
χώμα που φτερούγιζε
και νεκρούς που μιλούσαν
τις σαράντα γλώσσες των εποχών
ο μαθητής πιασμένος από
την θέληση να κάνει
ό,τι ο δάσκαλος προστάζει για σπουδαίο
έπεσε στα πόδια της
και με την άκρη των νυχιών
κίτρινων και μισαφαγωμένων
σκάλιζε την πέτρα των ποδιών
γυρνώντας η μικρή από
τον τόπο της καρδιάς της
έβγαλε ένα λαδί πουκάμισο
τα μπούτια της γέμισαν
κάτουρο
και το οξύ έλιωσε
την παγωμένη βλέννα
ανήμπορος στην φυσική
ο μαθητής έκλαψε
πήρε το πουκάμισο
και είπε
“ ξέρω πως είναι για τη Λούσυ.
Θα το φυλάξω όλο τον αιώνα.”
Τι είδε ο Τζακ όταν μπήκε σε εκείνο το δωμάτιο που κανείς δε θα ήθελε να νοικιάσει ακόμα
κι αν περνούσε από το Θέα για έναν γρήγορο ύπνο και λίγο ουίσκι των 50 ml από το μίνι
μπαρ.
Ο Τζακ άνοιξε την πόρτα και τα δύο λαμπατέρ ήταν αναμμένα. Είδε ένα σχοινί να τυλίγεται
στα πόδια του και να πέφτει πάνω στο χαλί. Το χαλί ήταν κόκκινο και χρυσό και είδε πως
άνοιγε στην μέση την καρδιά του και ο Τζακ έπεφτε μέσα ολόκληρος. Είδε πως αυτό το
μέσα που έπεφτε ήταν ένας τάφος με σκατά και σπασμένα αυτοκινητάκια και είδε πως εκεί
υπήρχε ένα μπαρ που προσέφερε την αγαπημένη του μάρκα ουίσκι. Είδε πως ένας
υπερήλικας μπάρμαν τού χαμογελούσε, έχοντας ήδη σερβίρει το ποτό του και ψέκαζε
αρωματικό χώρου βανίλια για να μη μυρίζουν τα σκατά και έρθουν οι μύγες και κολλήσουν
πάνω τους και τους φάνε το δέρμα γύρω από το στόμα που ήταν ήδη πεθαμένοι. Είδε ο
Τζακ πως τα αυτοκινητάκια κυλούσαν πάνω κάτω κι όχι μπρος πίσω και δεν είχαν ρόδες,
μόνο κίτρινα φώτα σαν το κίτρινο που είχε το χαλί στην ύφανση και στον Τζακ θύμιζε το
χρώμα που είχαν τα αρρωστημένα λουλούδια της θείας Νέλλυ και τα λεμονοχώραφα που
δούλευε τα καλοκαίρια μέχρι να τελειώσει το σχολείο. Ο Τζακ είδε ένα σκύλο να του γλείφει
το αφτί και όταν ο σκύλος γύρισε από την άλλη είδε πως η κοιλιά του ήταν γεμάτη αίμα και
όργανα που σφύριζαν έναν ήχο βαλς. Ο Τζακ είδε το γραμμόφωνο να ανοίγει και να παίζει
τα βαλς της παλιάς Ευρώπης και όταν το γραμμόφωνο σταμάτησε ,μία οθόνη του έδειξε
σκηνές από τους πολέμους , του έδειξε στρατιωτικές στολές, χαρακώματα, εμβατήρια. Του
έδειξε ξυρισμένα κεφάλια, γδαρμένα μάγουλα, οπλικά συστήματα. Η οθόνη του έδειξε
καπνό, φωτιές, αφίσες, πλήθη, φούρνους για ανθρώπους , ζελέ από διαλυμένα σώματα,
αλλά και κείμενα, ηλιοβασιλέματα, γάμους , δάση, πτήσεις με αλεξίπτωτο , βιενέζικους
λουκουμάδες με γέμιση σοκολάτας. Είδε να αναβλύζει το πάτωμα νερό και αυτός να
περπατά επάνω του έχοντας έναν μικροσκοπικό δεινόσαυρο στην παλάμη του και είδε την
Γουέντι να πνίγεται και να ζητάει βοήθεια , κρατώντας την κοινωνιολογία του Giddens και
είδε πως αυτός έπαιρνε το βιβλίο και διάβαζε πως φτιάχτηκε ο κόσμος και έτσι κατάλαβε
πρώτη φορά πως είναι να ξέρεις κάτι που είναι μεγάλο και ισχυρό. Ο Τζακ είδε πως το
στόρι ήταν στραβό και είδε πως σε αυτό το μικρό άνοιγμα ήταν κρυμμένα τα νεογιλά δόντια
του Ντάνι. Αυτά έπεφταν και φύτρωναν στο πάτωμα καρπούς που σάπιζαν γεννώντας
μακέτες από το ξενοδοχείο Θέα. Ο Τζακ είδε τη γλώσσα του να βγάζει ////////////////////
καθέτους , καλάμια που τα στήριζε στο υπέρδιπλο κρεβάτι και είδε και τα κόκαλα της
πλάτης του να τρίβονται σε γραμμές εργοστασίων μέσα στο πάπλωμα. Είδε μία μύγα να
του μιλά τα μάντρας και να κολυμπάει σε ένα ποτάμι που άνοιξε στον κρόταφό του. Ο Τζακ
είδε πως απ ΄τη ντουλάπα βγήκε η Κίρστεν Ντένε βαστώντας το κρανίο του Ντάνυ
λέγοντας πως τώρα πια αυτό θα είναι ο Γιόρικ και ο Ντάνυ θα κατοικεί για πάντα μες στο
θέατρο , γιατί βασανίστηκε και πέθανε από τον πατέρα του δίπλα στο παστό το κρέας. Είδε
το φως να τεμαχίζει το δωμάτιο και αυτός να πέφτει στα πόδια της Γουέντι , μέσα στο μουνί
της να μπαίνει και να κατασπαράζεται από άλογα με γαλάζια μάτια. Ο Τζακ όταν μπήκε στο
δωμάτιο είδε τον εαυτό του σε καθρέφτη, τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια, την πρησμένη του
κοιλιά, το λυπημένο του πέος και σκέφτηκε πως γέρασε και πως θα ήταν καλύτερα να
επιστρέψει στη μήτρα και είδε πως σκότωνε τον γιο του για να ξεγελάσει τη σειρά και να
φτάσει πριν την ύλη ολομόναχος στο φως και το πυκνό σκοτάδι και την αρχή της πρώτης
μέρας.
Το δικό σου δωμάτιο
“Να σπάει η μέση σε χίλια κομμάτια
προσκυνώντας το κενό
που αφήνει η αγορά
σε σένα να το ξεπεράσεις.”
Το δικό σου δωμάτιο θα μείνει πάντα ένα.
Με θέα έναν ακάλυπτο ελευθέρας βοσκής
και μυρωδιά τους τηγανιτούς γαύρους
του γείτονα . Αυτόν με τα ζάναξ
και την ελεφαντίαση που χάρηκε το σώμα
μέσα από εικονογραφημένους ιατρικούς οδηγούς
και τις διαφημίσεις της Βικτώρια Σίκρετ
και καμιά φορά σκουπίζει τις μύξες του
σ’ ένα μαντήλι με μονόγραμμα.
“Η πύλη , η διάβαση, το νερό που δεν σε αφήνει να βουλιάξεις
για να διατηρούνται τα nike σας καθαρά.”
Η διαφήμισή του, η απουσία του στην αντίληψη του όλου.
Η απουσία σου από μέσα, ένα μοναδικό στιγμιότυπο
εξήντα τεσσάρων στιγμών.
Απ’ τις μασχάλες μου στάζει η μεσαιωνική ευτυχία της εργασίας
και ξεχνάω τη δύναμη που θέλει τη θάλασσα πλατιά
και τα κορίτσια αδύνατα.
Ξεχνάω τα γκντουπ, τα κρατς και τα αντικείμενα
που αχρηστεύονται στην υλικότητά τους.
Ξεχνάω τις καουμπόισσες που ζούνε σε γραφεία
και τα λάσα τους δεμένα απ’ το λαιμό στα μισθωτήρια.
Ξεχνάω τα άγρια τοπία με τις ξενοδοχειακές μονάδες
στην άκρη του Κυανοπώγωνα, αινίγματα που λύνονται
από νεαρούς ντεντέκτιβ.
Ξεχνάω την αέναη πληρωμή που εφηύραν τα χέρια
για να ανταλλάσσουν τα μικρόβια,
ο μόνος ύμνος κοινοκτημοσύνης τους ανήκει.
Το δικό σου δωμάτιο. Αυτό.
Το αναλλοίωτο μονωτικό στοιχείο της απόλαυσης.
Ο ροδαλός ιππέας και το γαϊδουράκι του
η άρνηση του ρομαντισμού σε τρία βήματα
Η εκκαθάριση της μνήμης , η επαναφορά
των αρχείων , η πόση σκληρού λογισμικού.
Επιλέγω ανάσκελα να κοιμηθώ
για να αποτυπωθώ στη μνήμη του δωματίου σου.
Οφείλουμε καμιά φορά να εμπιστευόμαστε το χώρο.
https://sociallubricant.espivblogs.net/2018/08/26/to-diko-soy-domatio/
Χρήστος Διαμαντής | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Χρήστος Διαμαντής γεννήθηκε στην Πτολεμαΐδα το 1987. Σπούδασε στο τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), με μεταπτυχιακές σπουδές στον Ακουστικό Σχεδιασμό και Πολυμέσα (ΕΑΠ). Ζει και εργάζεται στην Καρδίτσα, από όπου κατάγεται. Έχει εκδόσει τις ποιητικές συλλογές Ονειρεμένος Πόλεμος (Δήγμα, 2011) και Λευκότητα (Σαιξπηρικόν, 2017). Ταυτόχρονα, γράφει μουσικές για το θέατρο, μελοποιεί ποιήματα και συνθέτει δικά του τραγούδια.
Πρωινό εκτέλεσης
Ατόφια παραδοχή εγκλήματος, άγια
αφροδισιακή ριζοσπαστική μου αγάπη
κι ενοχή ανυπαρξίας
Εγώ, μόνο εγώ θα σε σώσω
σάρκα μου διάφανη
Όπως τελείωσε έτσι θα ξεκινήσει
με αίμα αδερφικό
και με εμένα
Ω ναι με εμένα
τρομακτική αφομοιωτική μου ικανότητα
με εμένα να χαρίζομαι σε όσους επέλεξαν συνειδητά
τις δυνάμεις των άκρων
Ω ναι
με εμένα
κομμουνιστική ευθύτητα
αστυνομική αλληλεγγύη
υγρασία των εδώ και των πέρα σωμάτων
Να τη
Να τη η Ιστορία
καμπυλόγραμμοι θάνατοι σε εποχές κατσαρίδων
Ονειρεμένος πόλεμος (Δήγμα, 2011)
Για την εκείνη πλευρά
Μεσημεριανή ζέστη. Ζάλη.
Πόρτα βιβλιοπωλείου. Βαριά.
Αυστηρή μορφή. Επιβλητική, πίσω από τον πάγκο.
Σαχτούρη, λίγο Σαχτούρη δώστε μου.
Τέτοια δηλητήρια δίνονται μόνο κατόπιν συνταγής, κύριε.
Είμαι ο Ισραήλ Βαραντσιόφσκι
και ασκώ το δικαίωμα μου στην σιωπή.
Ορίστε, κύριε.
Σε μικρές ποσότητες ανά δωδεκάωρο, κύριε.
Κλείσιμο πόρτας. Πτώση αυλαίας.
Ενδοφλέβιος οργασμός
Ολοκληρωτικός
Σε ταχύτητες ακραίες
Κι ύστερα
στα σιντριβάνια
τα κοκόρια ξενύχταγαν
τον ήλιο και τον θάνατο
Ονειρεμένος πόλεμος (Δήγμα, 2011)
Η μνήμη
Η μνήμη μου είναι work in progress
αποδοχή του ετεροπροσδιορισμού ως αντίδραση
αποδοχή του ετεροπροσδιορισμού ως άρνηση
αποδοχή του ετεροπροσδιορισμού ως ανάμνηση
έψαχνα την αρχαία μου φωνή
αυτήν που βγαίνει από τα βάθη
και βρήκα Εμένα
δεν ήμουν
νανούρισμα των γυναικών
ο αριθμός δύο
κοκόρι
Η μνήμη μου όλη νύχτα με τάιζε χιόνι
και εγώ δεν θα φτάσω ποτέ
αποδοχή του ετεροπροσδιορισμού ως ανάγκη
πόσο χιονισμένος είναι ο δρόμος ως την Κόρδοβα
Ονειρεμένος πόλεμος (Δήγμα, 2011)
1.
βαρύτητα
βαρύτητα
δεν ανασαίνω
άλγος
φλεγμονή πάλι
γυμνότητα
μετα-έλληνας
μουνί που δεν squirtαρει
χώρα
ήχος μαγνητικού τομογράφου
8.
σώμα
αρχαίο θέατρο
ελληνικό
βαρβαρότητα/έχω εχθρούς
κι όμως
απλότητα
άγγιξε με
μαστοί φως
Λευκότητα (Σαιξπηρικόν, 2017)
9.
οριστικό
τα πάντα
μόνοι
τέχνη
παιδιά
αποχαιρετισμούς
όπως
ευαισθησία παιδεία εργατικότητα
11.
δεν έχω όρεξη
(πάλι) για βία
δουλειά
και
παιδεία
(και λίγη) ευαισθησία
κι όταν κουράζομαι
να με φιλάς στο στόμα
15.
τελείωνε με τη μουσική
(αναπαριστώ)
μήλο
no paradiso
βάρος/σαπίζω
κι αισθάνομαι καρτ ποστάλ
(είμαι)
so old fashion(ed)
Λευκότητα (Σαιξπηρικόν, 2017)
14.
Στον Κώστα Λαχά, πάλι.
δεν ασχολούμαι με τίποτα σοβαρά
και τους μεγάλους, τούς έχω (πλέον) γραμμένους
μα έρχονται λέξεις δυνατές
και φράσεις δύσκολες
σπούργος/τα ταφία μ’ έχασα
και τότε συναντιόμαστε
κρυφά
στη λάσπη σου
(συνήθως)
ή στη δική μου
Κρυφές σπουδές (υπό έκδοση, Θράκα, 2020)
28.
αν (λέω)
ή/και όταν
ξεχνάς τι σημαίνει
η αγάπη
να σκέφτεσαι
τη μέρα που έπεσες
στο σεντούκι
και ποιο σεντούκι (δηλαδή)
για ένα επιπλάκι από το ικέα μιλάμε
φθηνό
και βρήκες
της μητέρας τα παιδικά τα ρούχα
και βέβαια, τέτοιο στίχο/όμορφο
μόνο ο Λόρκα γράφει
και να θυμάσαι
τα δάκρυά σου πάνω στο ύφασμα
σχεδόν ένας αιώνας
εσύ/δακρυσμένος
Καρδίτσα
σήμερα
κι ο Φεντερικό (ίσως και αυτός)
Νέα Υόρκη
δεκαετία του είκοσι/τριάντα
κι η μάνα/παιδί
γόνατα ματωμένα και καπνά
Πτολεμαΐδα
δεκαετία του εβδομήντα
Κρυφές σπουδές (υπό έκδοση, Θράκα, 2020)
Σημειώσεις
Τα δύο τελευταία ποιήματα βρίσκονται
στην υπό έκδοση ποιητική συλλογή Κρυφές σπουδές (Θράκα, 2020).
«της μητέρας τα παιδικά τα ρούχα», στίχος από το ποίημα του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα «Τα παιδικά σου χρόνια στη Μεντόν» από την ποιητική συλλογή Ποιητής στη Νέα Υόρκη (Αθήνα 2005, σε μετάφραση Χρίστου Γούδη).
Χρήστος Κολτσίδας | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Χρήστος Κολτσίδας γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1991. Σπούδασε στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής τού Α.Π.Θ. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Τα ορεινά (Μελάνι, 2015) και Βροχή περασμένη (Μελάνι, 2020). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ
5.
Φυσάει άνεμος σήμερα
Σίγουρος άνεμος λυγίζει τα δέντρα
Το σπίτι μαύρο απ’ το κρύο
σα να λυγίζει κι αυτό
Εμείς που το κατοικούμε
είμαστε άβουλα ακίνητα πλάσματα
Παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας
και τον γέρο-άνεμο.
6.
από αφήγηση
Μήνα Δεκέμβρη
κ’ ήτανε ξέχιονα τα βουνά
πέρα ως πέρα
Ήρθαν καβάλα με τον ήλιο
αυτοί
και φλόγισαν τα σπίτια
Κι έπεσε νύχτα με σύννεφο κι ομίχλη
κι έσκουζε το μαύρο το σκυλί
σαν το ξεχασμένο το πουλί που χτυπιέται στο πατάρι
Και μέχρι να ’ρθει το πρωί
χιόνισε.
Τα ορεινά (Μελάνι, 2015)
ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ ΑΠ’ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
Άνοιξη
Μπήκε σκυφτή απ’ την παλιά την είσοδο.
Την είδα καθισμένος στο μπαλκόνι.
Και με χαιρέτισε και σα να έκλαιγε
και είπε:
«Θα βάλουμε στον κήπο τριαντάφυλλα
θα βάλουμε λουλούδια.
Πες το στη μάνα σου να ξέρει.
Να μη μου λέει να φεύγω
να μη μου λέει πως δε με θέλει.
Πρέπει και φέτος λίγο σώμα
να δώσουμε στην άνοιξη».
Καλοκαίρι
Έκανε να κοιμηθεί κάτω απ’ την καρυδιά
κι άκουγε τα τζιτζίκια
κι έβλεπε τον ήλιο να σκάει πάνω στο σπίτι.
Δεν ήξερε
δεν ήταν αποδώ.
Κάτω απ’ την καρυδιά δεν πρέπει να κοιμάσαι.
Άλλοι πεθαίνουν
κι άλλοι
‒χειρότερα‒
βλέπουνε πως παθαίνουν θάνατο τρομερό
μες στο κατακαλόκαιρο
Φθινόπωρο
Την περιουσία της την πέταξε
και τα παλιά της τα πλεχτά
τα έκανε κουρέλια
‒ λιπάσματα για τις αυλές του φθινοπώρου.
Έρμαιο είναι
του καιρού.
Χειμώνας
Δεν είν’ ο θάνατος
δεν είναι που ξεχάστηκες απ’ όλους.
Είναι το χιόνι που φουσκώνει στην αυλή
είναι το χιόνι που φουσκώνει μες στο σώμα σου
‒ και σ’ έθαψε.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τελικά ο Θάνατος έχει πολλά ποδάρια.
Αιώνιος πεζοπόρος
και δρομέας μεγάλων αποστάσεων.
Μα κι η Ζωή καραδοκεί.
Έμπειρη κυνηγός
Τον τουφεκάει στους δρόμους.
ΥΓ.
Βέβαια
μπορεί και να ’ναι η Ζωή
μικρό θηλαστικό που κρύβεται στις φτέρες.
Κι ο Θάνατος
εκείνο το πικρό χορτάρι
που βάνει στην πίτα η γιαγιά μου.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑ ΜΙΚΡΑ ΠΑΙΔΙΑ
μνήμη Θωμά Αντωνάκη
Βροχή περασμένη κάπα δε χρειάζεται
– και πόσες κάπες κρέμασα.
Κατέβηκα Βουτσικάκι, Σιατάνη μαχαλά
και Μαναχό Κλαρί.
Δρόμο και μ’ έπιασε βροχή
αντάρα του Θεού.
Δρόμο
κι αντάμωσα το Χάρο.
Με μια μαγκούρα από κρανιά
τον στούμπηξα στα μούτρα.
Βροχή περασμένη (Μελάνι, 2020)
ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ
Αυγουστίνε
τώρα που οι πτώσεις μας πληθύναν
γεμίσαμε σπασμένα κόκαλα
τα νεύρα μας κουρέλια
και χρεωθήκαμε, έτσι για το καλό,
όλοι κι από ένα αμάρτημα.
Αγάπη, Πίστη, Ελπίδα,
τραυματιοφορείς σε Γενικό Νοσοκομείο.
Ωραία θα ήταν, Αυγουστίνε,
να αναρρώναμε σε κήπο στο Μιλάνο
ή φωτογραφίες να τραβούσαμε αναμνηστικές
στις ακτές της Βόρειας Αφρικής.
Έτσι, να ξεσκάγαμε λιγάκι.
Αλλά, πολύ καλά το ξέρεις, θεοφιλέστατε,
το ΙΚΑ δεν προνοεί για τους εξομολογηθέντες
ούτε καλύπτει το βιβλιάριο
ονειροπολήσεις και τα τοιαύτα.
Φρέαρ, 14/05/2019, https://frear.gr/?p=24912
Το ποίημα δημοσιεύθηκε μαζί με ένα μικροδιήγημα της Γιώτας Τεμπρίδου που φέρει κι αυτό τον ίδιο τίτλο.
Ηλίας Χ. Μπαρτζιώκας | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Ηλίας Χ. Μπαρτζιώκας γεννήθηκε το 1962 στον Παλαμά όπου τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε οικονομικές και παιδαγωγικές επιστήμες στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα κατοικεί στον Παλαμά και εργάζεται στο τοπικό ομώνυμο βιβλιοπωλείο. Έχει εκδώσει ώς τώρα τη νουβέλα Η Φλογερή και το αγόρι που μέσα του κατοίκησε ο άνεμος (εκδόσεις Ίδμων) και το… χειροποίητο παιδικό παραμύθι Ιστορίες του βυθού. Έχει συμμετάσχει σε 5 ποιητικές ανθολογίες ενώ διαθέτει πλούσιο ανέκδοτο έργο, κυρίως ποίησης και παιδικής λογοτεχνίας.
Ικεσία 1η
Φεύγεις
σαν τα βλέφαρα τρυφερού ύπνου,
παιδικής ηλικίας.
Ως κι ένα πούπουλο ανεμίζον,
στ’ ανάλαφρο φύσημα
της ανοιχτής παλάμης.
Ως κι η πλανεμένη οσμή του ανθώνα,
στο βιαστικό πέρασμα του λεωφορείου.
ΜΗ ΦΥΓΕΙΣ!
Παραίνεση 3η
Άσπρα παπούτσια να φοράς,
μη βρέχονται τα πόδια σου.
Ναν’ ελαφρά τα βήματά σου
σαν πεταλούδα τα φτερά,
σαν έρχεσαι
για όσους σε θυμούνται.
Άσπρα παπούτσια να φοράς
για να διαβείς το σκότος.
Επίκληση 12η
Δεν περίμενα ποτέ
πως θα ’ναι τόσο δύσκολη η πρώτη φορά.
Η πρώτη φορά που θα μπω
μόνος στο αυτοκίνητο,
η πρώτη φορά που θα φάω
μόνος μου τη σοκολάτα,
που δεν θ’ ακούσω
το ποδοβολητό σου στη σκάλα,
καθώς γυρνάς απ’ τη δουλειά.
Η πρώτη φορά που θα πάω
μόνος στο θέατρο,
μόνος στον κινηματογράφο.
Η πρώτη φορά που θα κοιτάω
μόνος μου την πανσέληνο,
που θα μετράω μόνος τ’ αστέρια.
Που δεν θα ’χω για ποιαν
να κόψω ένα λουλούδι.
Που δεν θα ’χω κάποια,
τρυφερά να με μαλώνει,
που κοτζάμ άντρας
μ’ αρέσει ακόμη να πλατσουρίζω στις λάσπες.
Η πρώτη φορά που όλα
πρέπει να τα σφραγίσει
ο επαναπροσδιορισμός της πρώτης φοράς.
Επίκληση 22η
Απώλεια. Απουσία.
Α κεφαλαίο. Στερητικόν.
Υπάρχουν λέξεις στα λεξικά,
να περιγράψουν,
να εντυπώσουν,
την αναχώρησή σου,
την εκδημία σου;
Επίκληση 23η
Από τι υλικό κατασκευάζονται οι μνήμες,
κι είναι τόσο τραχιές, δύσβατες
κι αποπνικτικές;
Κι ύστερα πάλι πώς γλυκαίνουν
και σγουραίνουν,
σαν τις απαλές μπούκλες των νηπίων!
Πώς τις ανακάτεψες τόσο τις μνήμες;
Και μ’ έχεις αφάνταστα μπερδέψει!
Άλλες τις ακουμπάω
και ματώνει η παλάμη μου
κι άλλες τις φυσώ απαλά
και γλυκαίνουν τα βλέφαρα.
Μου κληροδότησες
έναν βαθύ, απέραντο
ωκεανό μνήμες.
Ωδή 3η
Λευκός ο κρίνος της αυγής,
λευκό το περιστέρι,
λευκό και τ’ όνειρο
που ως να το δεις χλωμιάζει,
λευκό και το σεντόνι σου
τον ύπνο σου σκεπάζει.
Λευκά ειν’ τα λόγια που μου λες
κι αγέρωχες οι μνήμες.
Σ’ είδα στον ύπνο μου εχθές
μεσ’ στα λευκά ντυμένη.
Σαν άνοιξα τα μάτια μου
να γέρνεις μαραμένη.
Στο ‘να σου χέρι βάσταγες
κάτασπρο περιστέρι
κι ως να τ’ αγγίξω πρόφτασε
και χάθηκε στ’ αγέρι.
Ωδή 4η
Όταν το δάκρυ τ’ αντρικό
θα βγει και θα κυλίσει,
είν’ το παράπονο βουβό
σ’ όποιον το αντικρύσει.
Της άνοιξης μοσχοβολιά
που φέρνεις τα καλούδια,
σε μένα πάρε τη μιλιά
τι έχω μέσα μου να πω
λυπητερά τραγούδια.
Ωδή 15η
Έγινες ρούχο που φορώ
και που ποτέ δε βγάζω.
Που είναι πάντα καθαρό
κι ας μην ποτέ τ’ αλλάζω.
Έγινες δρόμος που περνώ
σοκάκι που διαβαίνω,
να λέω μέσα μου φρονώ
κι ας μην καταλαβαίνω.
Έγινες φως τον ουρανό
που στα ψηλά κοιτάζω
σαν έρχεται το δειλινό
και νά ‘βγεις σου φωνάζω.
Επίκληση 35η
Υπέροχο θέαμα,
επιστρέφοντας βράδυ με το αυτοκίνητο,
τ΄ απρόσμενο πρωτανοιξιάτικο χιόνι
των πάλλευκων ανθών,
παρόδιων αγριαμυγδαλιών.
πάλλευκη στροβιλίζουσα ανθοχιών,
εν μέσω λαμπρών φωτοσκιάσεων,
στην άψη συμπαρασύροντος ανέμου.
Πάλλευκη ως και το λανθάνον
μειδίαμα συγκατάνευσης.
Ναι το ξέρω. Κι ας μη μιλούσες
καθόσουν σ’ όλη τη διαδρομή,
ενόσω έπεφτε μαγευτικά τ’ ανθόχιονο,
στη θέση του συνοδηγού.
Σ’ ευχαριστώ
που ακόμα με συντροφεύεις
στις εξόδους μου.
Επίκληση 38η
Ακοίμητη βροχή
συντάσσεται στη μακαριότητα
του ύπνου σου.
Βροχή θάλλουσα.
Χέουσα νέκταρ και δροσοσταλιές
στις νεογέννητες φύτρες.
Βροχή που εν συνεχεία δυναμώνει
απερίσκεπτα.
Δεν είναι πλέον άνοιξη αυτή.
Όλα εν πλήρη συγχύσει.
Όπως κι αυτό το οδυνηρά
αναπάντητο ερώτημα.
Είσαι ακόμα εδώ;
Όλα τα ποιήματα ανήκουν στο αδημοσίευτο έργο με τίτλο: Ριψιμέ
Βαγγέλης Μπριάνας | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Βαγγέλης Μπριάνας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Καρδίτσας. Σπούδασε Μετάφραση και Διερμηνεία (Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων) στην Ηγουμενίτσα. Το 2019 συμμετείχε στο 7ο Πανθεσσαλικό φεστιβάλ ποίησης. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά ανθρώπινο, Θράκα και Τεφλόν. Σήμερα εργάζεται ως ελεύθερος μεταφραστής.
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
μνήμη Φιλαρέτης
Είναι το μέσα
αυτό το στερημένο χώμα
–μόνο στερημένο θα μπορούσε να το πει κανείς–
Με το κιλό τους παίρνει
Πότε γέρνει πότε δε γέρνει η ζυγαριά
Κι άμα πεις πως ανακουφίστηκες και λίγο
–δε το λεν το ντρέπονται–
σε κοιτάν με μισό μάτι
–ή–
με μισή καρδιά με μισή λύπη με μισή χαρά
Όλα χωράν’ σε τέτοιες στιγμές
Όλα μισά κι ανέσωστα.
ΚΑΚΟΗΘΗΣ ΥΙΟΣ
Γόνιμος καρπός που καταπίνω ‒γέννα‒
και είμαι έγκυος στη μάνα μου
Έρχεσαι από μέρος εύφορο
ζητάς χρωστικά κι αγύριστα μα δεν περισσεύουν
Ούτε το γάλα στο βυζί δε φτάνει
Μην περιμένεις πολλά από καλοχαϊδεμένους.
θράκα, 23/09/2019, https://thraca.gr/2019/09/5-2.html
ΜΕΣ ΣΤΗ ΔΡΟΣΟΥΛΑ
Δροσούλα και φθηνή σκιούλα
που γυρεύει νεκροπούλια
Ένα τους θα κάτσει θα ξεχαστεί
θα κοιτάει τα φύλλα θα κοιτάει τη βροχή
Το σκάγι που το παίρνει
το αφήνει στον τόπο.
θράκα, 16/12/2018, https://thraca.gr/2018/12/4-3.html
ΘΗΡΑΜΑ
Τσιροπούλι πτιλωτό και παγωνιά περίσσεια
που σού ’στησε ενέδρα φοβερή
πάνω στην ώρα την κακή και τον μεγάλο σάλο
πετάς
Δε βρίσκεις γνώριμο τόπο να πεθάνεις.
θράκα, 16/12/2018, https://thraca.gr/2018/12/4-3.html
ΚΑΡΚΙΝΙΚΟ CA
Με νεκρό στο μπάκακα
με θώρακα κούφιο
αέρα κοπανιστό κλεισμένο σε μπουκάλι
–και τι κοπάνημα που κάνει–
Σε ανοίγει διάπλατα
απ’ τα πνευμόνια ώς το λάρυγγα.
ΒΟΗΘΟΣ ΑΚΤΙΝΟΛΟΓΟΥ
Δεν είμαι γιατρός
ανίατες ασθένειες δε θεραπεύω
ούτε από καρκίνους γνωρίζω τίποτα
Δεν είμαι γιατρός
Μόνο κόκκαλα μόνο μαύρο χαρτί
Μόνο κόκκαλα τοποθετώ
πάνω σε μαύρο χαρτί.
ΦΘΙΝΟΥΣΑ ΣΕΛΗΝΗ
Κανίβαλη σελήνη
πόσα ζευγάρια μάτια νεκρούς μετράς;
ΟΥΡΟΒΟΡΑ ΝΥΧΤΑ
Δεν έχει ύπνο απόψε
δεν ήρθε νύχτα στο δικό μου σπίτι
Δε θα κλείσει μάτι το σκυλί
θα κυνηγάει όλη νύχτα την ουρά του
Αν είναι απόλυτα στρογγυλό –είναι κύκλος
Αν είναι ωοειδές –είναι μηδέν.
ΠΡΩΤΟΓΟΝΟ ΠΡΩΙΝΟ
Πρωτόγονο πρωινό
σα να ξημέρωσε πρώτη μέρα ο ήλιος
Σίγουρα θα είχαν ανθίσει όλα στον κήπο
και δέντρα και λουλούδια
θα φούσκωναν τα φρούτα απ’ τους χυμούς
Μια ελιά θα ευδοκιμούσε –θα ήταν η χρονιά της–
Και μια μηλιά τα μήλα φορτωμένη
Τι σου ’ρθε κι έκοψες να φας
Και Αδάμ και Ηρακλής και Χιονάτη
όλοι στον ίδιο κήπο
θα μεγάλωσαν.
ΧΙΟΝΑΤΗ
Καθρέφτη καθρεφτάκι
με διαστάσεις συνεχούς διαστολής
με αντανάκλαση γυναίκα ταραντούλα
Μα η φωνή σου
Μαμά η φωνή σου
διάτρηση πολεμικού τυμπάνου
Δε σε γνώρισα ποτέ
μα έστω έμαθα το μίσος σου
για το χιόνι
για τα μήλα.
Βαγγέλης Ντελής | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Βαγγέλης Ντελής γεννήθηκε το 1969 στο χωριό Ορφανά του Νομού Καρδίτσας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, στο τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορίας Τέχνης. Συμμετείχε σε ανασκαφές στη Δυτική Θεσσαλία. Εργάζεται ως φιλόλογος στο 5ο Γενικό Λύκειο Καρδίτσας.
Διακρίθηκε σε δεκάδες πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς ποίησης και λογοτεχνίας.
Οι σημαντικότερες διακρίσεις του είναι οι εξής:
Από τον Φιλολογικό Σύλλογο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ βραβεύτηκε έξι φορές στις κατηγορίες Ποιητική Συλλογή, Δοκίμιο, Θεατρικό Έργο και Διήγημα.
Από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών έχει βραβευτεί με το πρώτο βραβείο Μυθιστορήματος για τα έργο του «Το νησί της Αριάδνης», πρώτο βραβείο Νουβέλας με το έργο του «Αναζήτηση στο Άγιον Όρος», δεύτερο βραβείο θεατρικού έργου, δεύτερο βραβείο δοκιμίου, τρίτο βραβείο Ποίησης, Θεατρικού Έργου και παραμυθιού.
Έχει κερδίσει το Τρίτο Βραβείο στους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης.
Κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο ΚΕΔΡΟΣ το μυθιστόρημά του «Ο καλλιτέχνης», το οποίο τιμήθηκε από την Εταιρεία Συγγραφέων ως ένα από τα 8 καλύτερα μυθιστορήματα της χρονιάς και ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα «Μένης Κουμανταρέας».
Από τις εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ κυκλοφορεί ένα βιβλίο με δύο ποιητικές συνθέσεις με τίτλο: «Προφήτες – Μοσχάκανθος». Ως αυτοέκδοση κυκλοφορεί το βιβλίο του «Πού πας χωρίς ουρανό;», το οποίο περιέχει διηγήματα, νουβέλες και παραμύθια και η βραβευμένη από τον ΠΑΡΝΑΣΣΟ θεατρική ποιητική σύνθεση «Αίας και Τέκμησσα».
Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και της Αμφικτυονίας Ελληνισμού και υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της Λέσχης Ανάγνωσης και Φιλαναγνωσίας του Μορφωτικού Συλλόγου Σοφάδων.
Κυκλαδονήσια
Ξαπλωμένες στο πέλαγος οι ράχες των νησιών πίνουν τον ήλιο.
Τα σπίτια λευκά
Λευκά και τα όνειρα
Μες στη γαλήνη ετούτη της πλήρωσης.
Ο ίσκιος απ’ τα σύννεφα διαβάτης στο δρόμο των ρευμάτων.
Ατέλειωτες λάμψεις στη γραμμή τού ήλιου.
Ξέχωρα η κάθε μια και μια ζωή
Μια ανέλπιστη ζωή για τα δικά μου μάτια.
Εδώ ο χρόνος παύει να περπατά με τα βαριά ξυλοπάπουτσα.
Εδώ ξυπόλυτος βαδίζει στην άμμο.
Σταματά που και που και μαζεύει κοχύλια
Λευκά σαν βεντάλιες, καφετιά, γκριζωπά
Τα ξεπλένει στο κύμα και τους ψάχνει το ταίρι.
Τα καΐκια αργά ανοίγονται στο μέτωπο της θάλασσας.
Λίγος αφρός στην πλώρη
Ένας δρόμος που πλαταίνει και μακραίνει στην πρύμνη.
Μα το νερό κλείνει αμέσως τις δικές του πληγές.
Η ομοιομορφία κάνει το βλέμμα να γλιστρά
Χαϊδεύει το λείο
Ξεχνά και ξεχνιέται.
Εδώ όλα μακρινά κι ανύπαρκτα.
Οι γλάροι σαν σπαθιά από φως στους δρόμους τού ανέμου.
Σ’ ένα κρυφό ακρογιάλι το κύμα θηλάζει
Και σβήνει σ’ ένα τόξο λευκό.
Η γη σκληρή
Ψημένη στον ήλιο και το αλάτι.
Μες τα πέτρινα στήθη αρκεί μια όμορφη σκέψη ν’ απλώσει τις ρίζες
Κι αμέσως ανθίζει.
Γεμίζουν οι πλαγιές με χρώματα την Άνοιξη
Θάλασσες τα χαμομήλια
Παρέες τα κυκλάμινα χαμογελούν στον ήλιο.
Οι ασπαρθιές στολισμένες μ’ ένα κίτρινο βγαλμένο απ’ την ψυχή τους.
Οι ελιές με τα πράσινα μάτια ψιθυρίζουν στον άνεμο ιστορίες τού Χειμώνα
Κι είναι οι κορμοί τους χορευτές αγκαλιασμένοι
Χέρια και πόδια σφριγηλά
Λαιμοί όλο δύναμη και χάρη
Πρόσωπα ταμένα να κρατήσουν τους όρκους τής νύχτας.
Λίγο χώμα η γη των νησιών.
Ο ιδρώτας πολύς
Το χέρι σκληρό.
Τα αμπέλια ικετεύουν τον ήλιο
Μα το κρασί με μια ψυχή, που τη μεθά η αγάπη.
Σε κάθε ψηλή κορυφή και μια ολόλευκη ευχή.
Αστράφτει ο ασβέστης
Το βλέμμα προσκυνά.
Γαλάζιος ο τρούλος σκεπάζει τις προσευχές.
Το θυμάρι
Το θυμίαμα
Το αγνό κερί
Το μαρμάρινο τέμπλο…
Ακούς τη φωνή τού Θεού όπως ο αγέρας ψηλαφίζει την καμπάνα.
Κι όταν η μέρα τελειώσει
Ένας ήλιος ξεχειλίζει τα βλέφαρα του ουρανού.
Βαθυκόκκινη η δύση
Χρυσέρυθρη η θάλασσα
Κι εκείνη η γραμμή με τις ατέλειωτες λάμψεις
Τώρα μάτια που κλαίνε σε σκέψεις πορφυρές
Αφημένες στη γωνιά τής καρδιάς της
Που πονά κι ανασαίνει
Και ξαπλώνει στο κρεβάτι της νύχτας
Κρατώντας τον έρωτα τρυφερά στο ζεστό της στήθος.
Προφήτες – Μοσχάκανθος (Γκοβόστης, 2019)
Προφήτης Ωσηέ
«Ήλιος αληθινός φωτίζει δυνατά τη μέρα
Μαζεύει τα χρυσάνθεμα της ροδαυγής
Και τα σκορπάει απαλά στο κρεβάτι σου.
Μια ροδιά στολισμένη στην πρώτη της άνοιξη τα χείλη σου
Τα βλέφαρά σου δυο μικρές χτένες τού χρόνου.
Το γέλιο σημαίνει αγάπη προς όλους
Αν δυο χέρια σ’ αγκαλιάσουν στοργικά
Θα δώσεις ό,τι κουβαλάς μες την αγνή ψυχή σου.
Γρήγορα το κλάμα θα ξεχνιέται
Παιχνίδι η ζωή, τη φτιάχνεις, τη χαλάς
Διαλέγεις για σένα τον καλύτερο ρόλο.
Η δύναμή σου ανίκητη στα καθαρά σου μάτια
Ο ύπνος μυστικό ταξίδι στις άγνωστες χώρες τού ήλιου
Τα όνειρα μικρά πουλιά που ξεδιψούν στη στέρνα
Φίλοι στον κόσμο που δεν ζει
Μα υπάρχει μόνο να γελάς
Υπάρχει μόνο να νικάς με σύντροφο πιστό σου την Αγάπη.
Οι άνθρωποι προστάτες σου και δούλοι σου τη μέρα
Οι άγγελοι που βγαίνουν απ’ τις προσευχές
Θα διώχνουν τους ονειροφάγους απ’ τη νύχτα.
Τα παραμύθια θα ‘ναι αλήθεια
Κι εσύ μέσα σ’ αυτά θα είσαι πάντα ο νικητής.
Καθαρό το νερό, ροζακί το σταφύλι
Το νανούρισμα γλυκό θα σου βρέχει τα χείλη
Με αρώματα θεσπέσια που λύνουν τις αισθήσεις
Λεβάντα, κίτρο, γιασεμί, αγιόκλημα…
Στον ουρανό σου θα πετούν χιλιάδες περιστέρια
Σαν σμήνη ολόλευκες ευχές που φεύγουν προς τη δύση.
Θα σου μάθουν τη γλώσσα, τη μαγεία των ήχων
Θα σου διδάξουν πώς να βαδίζεις στα μονοπάτια τής σκέψης
Θα υψώσουν τα τείχη στους δρόμους μην βγεις απ’ την πορεία
Δεν θα βλέπεις το άπειρο που τρομάζει
Μα και το άπειρο που καλεί για ξέχωρα ταξίδια.
Τα βήματά σου θα σε οδηγούν σε κύκλους.
Δίπλα σου θα λάμπουν χίλιοι κόσμοι!
Μα όταν θελήσεις ν’ αγγίξεις την αλήθεια
Ένα αόρατο και παγωμένο τζάμι
Θα σου θυμίζει ότι η ζωή σου είναι λίγη
Ότι ένας θίασος είναι ο κόσμος σου
Κι αλίμονο σ’ όποιον το καταλάβει
Αλίμονο σε μας που ψεύτικα γελάμε!
Όλα θα είναι τυλιγμένα μ’ ένα τζάμι
Μέχρι να καταλάβεις
Ότι μια σφαίρα γυάλινη είναι ο κόσμος σου
Κι η φωνή σου, η δύναμή σου, οι στόχοι σου
Χάνονται, πνίγονται σ’ αυτή.
Ένα παιχνίδι τού Τίποτα θα ‘ναι η αρχή!»
Προφήτες – Μοσχάκανθος (Γκοβόστης, 2019)
Προφήτης Αμώς
«Ο ήλιος γεμίζει ασήμι τη νύχτα
Η Σελήνη βαδίζει αργά στο σκοτάδι
Πιάνει απ’ το χέρι τον ξάγρυπνο φόβο
Ένας λάγνος νοτιάς τώρα πια θα σ’ αγγίζει
Θα ξεχύνεται κύμα καυτό στην ψυχή που διψάει.
Ένας κόσμος μικρός – ένας Κόσμος Μεγάλος – τώρα πια θα σου ανήκει.
Οι αγκαλιές θα μικραίνουν, το κορμί θα πονάει
Τα ταξίδια θα καλούν σαν Σειρήνες
Τους ίσκιους θ’ αφήνεις να κρέμονται στους τοίχους,
Και με τις λέξεις θα λάμνεις σαν κουπιά από φως
Σε μια θάλασσα γεμάτη σκοτάδι.
Στους Ελαιώνες θα ζητάς τις αιώνιες λύσεις
Στο πράο βλέμμα θα ψάχνεις τη συγχώρεση της νάρκης
Μα ο ήλιος θ’ αγκυλώνει το μάτι στη δύση
Το πορφυρό του χρώμα θα μαυλίζει τη δύναμή σου.
Ο σπασμένος καθρέφτης τής νύχτας μια πύλη για άλλες ζωές…
Τα σημάδια θα δείχνουν το δρόμο
Το θάρρος θα σκορπάει το φόβο πίσω απ’ τη σκέψη.
Μα πάντα κάτι άγνωστο θα σου καρφώνει την καρδιά
Κάτι που κρύβει μέσα του την ευτυχία
Το πορφυρό του έπαθλο κρυμμένο μονάχα για σένα.
Το Αιγαίο ντυμένο στο μπλε προσκυνά του ανέμου την ήρεμη δύναμη
Λευκές ευχές οι προσευχές σου
Τα ψηλά βουνά τυλιγμένα στα σύννεφα
Οι πιο απάτητες κορφές στις παλάμες και τα μπράτσα σου.
Στο γείσο των φρυδιών σου ο ορίζοντας.
Στα μαύρα σου μάτια η φωτιά των αιώνων.
Μα σαν θα ‘ρθει η Άνοιξη κι ανθίσουνε τα μάτια σου
Σαν θα ριζώσουν τα φτερά γερά πάνω στην πλάτη σου
Πνιγμένος μες στα αρώματα θ’ απλώνεσαι στη γη
Εσύ που μέχρι τώρα την πατούσες
Εσύ θα γίνεις ο Εραστής της.
Και η δύναμη που σού ‘λεγα
Και τα άνθη σου και τα φτερά
Τίποτε δεν θα ‘ναι πια δικό σου
Γιατί όλα γίνονται από μόνα τους
Μια μαριονέτα θέλουνε, ένα κομμάτι ξύλο
Κι ένα χαμόγελο από ηδονή
Ένα χαμόγελο που κι αν πεθαίνεις μένει…
Σε ποτάμια θα λουστείς
Σε λίμνες θα καθρεφτιστείς
Σε ροδώνες θα φυτέψεις τα όνειρά σου
Στα μεγάλα κοχύλια του Ωκεανού θ’ ακούσεις το ρυθμό των κυμάτων
Στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας θα ψάξεις τη δική σου λαμπηδόνα
Στη γλυκιά ρέμβη της θάλασσας θα δεις το μονοπάτι που λογχίζει τον ήλιο.
Η βροχή θα ψιθυρίζει τα δικά της παραμύθια
Όταν θα ραίνει το σκοτάδι με το μύρο του ουρανού
Ο ίσκιος απ’ τα σύννεφα θα δρασκελάει γοργά το δρόμο των ρευμάτων.
Το χιόνι τις γαλάζιες νύχτες θ’ απαλύνει τους ήχους στους λειμώνες
Η ψυχή σου θα κόβει το σκληρό σχοινί τού χρόνου
Και θ’ αρμενίζει μακριά παρέα με τα όνειρα που ‘χουν λευκά πανιά.
Χωρίς φεγγάρι ο ουρανός παύει να τραγουδάει…
Τις μεγάλες νύχτες θα κρέμεσαι απ’ τα αστέρια
Το άπειρο θα σου τραβάει το βλέμμα
Σαν φάρος οι λάμψεις θα σ’ ενώνουν με το τώρα
Ένα τώρα αθώο που θα ποθεί να αμαρτήσει…»
Προφήτες – Μοσχάκανθος (Γκοβόστης, 2019)
Το Μονοπάτι
«Σκοτάδι αγωνία αναμονή
Γέννηση κλάματα λυγμοί
ελπίδες θαύματα όνειρα
Αγάπη αστέρια χρώματα
χαμόγελο χαρά φτερά
πορφύρα αγνότητα φιλιά
σκέψεις τραγούδια λέξεις
έρωτες παιχνίδια υποσχέσεις
χάραμα δειλινό δουλειά
γνώση δημιουργία τέχνη
κουράγιο μάσκες υποκρισία
χτίσιμο γκρέμισμα αποτυχία
αρώματα γυναίκες χείλια
υποσχέσεις στεναγμός κακία
εγωισμός φθόνος προδοσία
φαντάσματα αντίο πληγές
χρόνος παραίτηση στιγμές
χρήμα ευτυχία έπαρση
πίστη λατρεία θεός
ξενύχτι λύσεις πανικός
γνώση μελτέμι κάλλος
ματαιότητα κενό φυγή
βιβλία νούφαρα σιωπή
Ποίηση μαγεία χάδι
νύχτα δροσιά φεγγάρι
παραλία κύμα καράβι
πόλεμος φόβος φρίκη
δάκρυ καπνός φωτιά
στάχτη πένθος λησμονιά
ίσκιοι αγέρας θρόισμα
άνοιξη γιορτή χορός
μεθύσι νίκη στεναγμός
γέλιο σώμα καθρέφτης
αισθήσεις θαλπωρή ηδονή
δίλημμα δάσος μυστικά
Επιθυμίες ξαγρύπνια μοναξιά
καμπάνες αγρυπνία μυστήρια
αποφάσεις φωτιές απειλές
μονοπάτια αγκάθια γκρεμός
φύλλα βροχή φθινόπωρο
αρρώστια ξενύχτια θλίψη
φθορά επίγνωση ελπίδα
πόνος λύπη προσευχή
ρομφαία θάνατος σκοτάδι».
Προφήτες – Μοσχάκανθος (Γκοβόστης, 2019)
Η Πρώτη Αρχή
«Πώς να πιάσεις
Πώς να δέσεις
Πώς να σφίξεις την ψυχή μου;
Είναι έρημος
Κάθε κόκκος και μια σκέψη
Είναι θάλασσα
Κάθε κύμα κι ένα όνειρο
Είναι βροχή
Κάθε στάλα κι ένα δάκρυ
Είναι άνεμος
Κάθε ανάσα και μια αγκαλιά
Κάθε φύσημα και μια φυγή…»
Ήμουν παράξενο παιδί…
Όταν όλοι κοιτούσαν ανυπόμονα το μέλλον
Εγώ έστρεφα πίσω το βλέμμα μου
Ξερίζωνα το χρόνο
Μετρούσα τους κρίκους τής αλυσίδας
Που με κρατούσε δεμένο στη ζωή.
Γύρω μου τοπία ιδωμένα από μάτια που πια είχαν σβήσει.
Το ποτάμι με τις κλαίουσες, που θρηνούσαν χαμένες αγάπες.
Πουλιά τού σκοταδιού κελαηδούσαν τον έρωτα.
Το βουνό πιο μακριά στολισμένο με φευγαλέες πινελιές λουλουδιών.
Το βράδυ κοίταζα ψηλά την Πρώτη Αρχή.
Τα δυνατά αστέρια έρχονταν πρώτα
Κι άναβαν πειθήνια στη θέση του το καθένα.
Ύστερα πλησίαζαν κι άλλα βλέμματα
Πιο δειλά στο χρόνο.
Μερικά τρεμόπαιζαν
Άλλα δάκρυζαν ήδη.
Γέμιζε το μονοπάτι τού γαλαξία
Ένα τόξο γεμάτο αστερόσκονη και όνειρα.
Αν τύχαινε να ΄χει φεγγάρι
Εκείνο κουβαλούσε το βλέμμα μου
Με κρατούσε απ’ το χέρι σαν παιδί
Και μου έλεγε ιστορίες
Που είδε τόσες και τόσες νύχτες στον ουρανό μου.
Η νύχτα με μαγνήτιζε.
Το σύμπαν
Το σκοτάδι
Το άγνωστο!
Πάλευε το φως με το σκοτάδι σε μιαν άνιση μάχη.
Το φως πεθαίνοντας ζούσε
Έστελνε μια λάμψη
Μια λέξη καθαρή:
«Υπάρχω!»
Γεννημένη βαθιά μες το χρόνο.
Αυτή η φωνή με διαπερνούσε
Συνέχιζε το ταξίδι ως τα έσχατα βάθη τού κύκλου.
Αισθανόμουν μικρός, μα τυχερός
Γιατί έβλεπα, ένιωθα, σκεφτόμουν
Δάκρυζα και γελούσα
Ήμουν τυχερός που ζούσα.
Με τη μικρότητά μου για ασπίδα
Μπόρεσα να κοιτάξω στα μάτια το χρόνο
Ν’ αφουγκραστώ τους αρχέγονους ήχους των κρυφών μηνυμάτων
Να κάνω κι εγώ τη δική μου βόλτα στο σύμπαν
Σαν ένα φως που ζει απ’ τη φθορά,
Που φωτίζει ό,τι αγγίζει
Ταξιδεύει ραγίζοντας το σκοτάδι
Και φωνάζει:
«Υπάρχω!»
Προφήτες – Μοσχάκανθος (Γκοβόστης, 2019)
Αργόσυρτη ομίχλη
«Τα δάκρυά μας είναι τόσο πολύτιμα!
Πρέπει να τα χαρίζουμε σ’ όσους μας αγαπούν
Σαν δάκρυα ευτυχίας
Όχι σαν λάφυρα στα χέρια ληστών
Όχι σαν δάκρυα λύπης…»
Ταξίδεψα σε μέρη που απλώνεις το χέρι και πιάνεις τον ήλιο
Ο Νοτιάς ζεσταίνει τις νύχτες κι απλώνει την αύρα.
Πολύχρωμες θάλασσες ψέλνουν το φως.
Τα ζεστά μεσημέρια αφηνόμουν στην άμμο
Βυθιζόμουν στο ραγισμένο σκοτάδι.
Τα βράδια χυνόταν το φως στον σπασμένο καθρέφτη.
Οι γκρίζοι βράχοι κρύβουν στο στήθος το μάρμαρο.
Μα πίσω απ’ το άγριο βλέμμα κρύβεται μια λίμνη
Που εύκολα ξεχειλίζει.
Τα σκληρά τους χέρια πληγωμένα απ’ τη βροχή
Πιάνουν τα νεαρά πουλιά που πέφτουν κουρασμένα.
Εδώ ο αέρας μιλάει με τις βελανιδιές
Που στέκουν στις απόκρημνες χαράδρες
Ατενίζουν με αγωνία το πέλαγος
Να δουν ένα σημάδι πολύτιμου νόστου.
Τα μαλλιά τους σκουροπράσινα,
Με λίγο χαλκό χυμένο πάνω τους
Απ’ το τόσο αίμα που άγγιξαν στη ζωή τους.
Εδώ η αγάπη δεν θέλει πολλά.
Φυτρώνει και σε μια χούφτα χώμα
Ζει κι από μια στάλα βροχή
Κι από μια ανάσα ήλιο.
Ορθώνει το κορμί της στον άνεμο.
Ανεβαίνει πιο ψηλά απ’ τους βράχους
Απλώνει τα χέρια κι αγγίζει τα σύννεφα
Κι εκεί ανθίζει τις νύχτες στην κοιλάδα τού γαλαξία.
Πιανόμαστε χέρι – χέρι κι ανεβαίναμε τα πρωινά
Να χαθούμε μες την αργόσυρτη ομίχλη
Σαν έμμονη σκέψη, που πνίγει τις αισθήσεις.
Η σιωπή μεστή μάς κοιτούσε ακίνητη.
Το πέλαγος γκριζογάλανο έστρωνε το δρόμο τού ήλιου.
Λευκά στολίδια στα μαλλιά του τα κύματα.
Πιο μακριά αχνοφαίνονταν άλλα νησιά
Άλλες πατρίδες
Χαμένες στα μονοπάτια τής Ιστορίας.
Πόσο μικροί αισθανόμαστε!
Βλέπαμε έναν κόσμο να υποτάσσεται
Να γεννιέται και να πεθαίνει
Να γεμίζει φως και σκοτάδι
Να κολυμπάει στα πιο απόκρυφα χρώματα
Έναν κόσμο ερημίτη σε μια γωνιά τόσο όμορφη
Που θα βοηθούσε την ψυχή μας να καρπίσει
Να πει τα δικά της αιώνια λόγια
Να δει καλύτερα τη ζωή ως τώρα
Να καταστρώσει πιο συνετά τη ζωή στο μετά
Γιατί είδε κι έζησε το απόλυτο
Ανάσανε το πρώτο φως
Κοίταξε ίσια στα μάτια και φίλησε με πάθος τα χείλη τού πόθου.
Εδώ οι μάσκες δεν κρύβουν τη γύμνια.
Το ψέμα σκορπάει.
Η ανάγκη δεν μπορεί να νικήσει την αλήθεια.
Αν αγαπήσεις, θα το πεις.
Αν πονέσεις, θα κλάψεις.
Προφήτες – Μοσχάκανθος (Γκοβόστης, 2019)
Το πληγωμένο φεγγάρι
Το πληγωμένο φεγγάρι
Ακούμπησε στη θάλασσα και μισόκλεισε τα μάτια.
Το άλλο πρωί το βρήκε ένας ψαράς
Νεκρό να επιπλέει
Χωρίς αίμα, κίτρινο
Με μαβιά τα τοξωτά του χείλη…
Το χέρι
Της άπλωσα το χέρι
Ένα χέρι κέρινο, σβηστό
Με σύρματα για φλέβες
Ξερό κλωνάρι
Ίχνος στην άμμο από μια ζωή που έφυγε
Πέτρινο χέρι
Μα τρεμάμενο
Το χέρι της ψυχής μου
Πουλί αιχμάλωτο που θέλει να πετάξει
Και χτυπάει δυνατά τις φτερούγες του
Κι ο κρότος με το βλέμμα του πετάει
Μα αυτό δεμένο κοιτάει τον ουρανό στα μάτια
Δυο μεγάλα γαλάζια μάτια
Και ψιθυρίζει τρέμοντας «περίμενέ με»
Και κουράζεται
Και δακρύζει
Και πέφτει.
Το χέρι της ψυχής μου
Μόλις που άγγιζε το πρόσωπό σου
Αισθανόταν τη ζεστή σου ανάσα
Και το χάδι απ’ το βλέμμα σου
Κι ύστερα τις σκέψεις σου
Κι ύστερα τη σιωπή.
(απ’ τα ανοιχτά παράθυρα μπορούν να μπουν
τα ορφανά πουλιά και να κουρνιάσουν).
Η σιωπή σου
Μιλούσες με τη σιωπή σου
Ένα ποτάμι που κυλά πάνω από λείες πέτρες
Ίδιο μα πάντα διαφορετικό
Μονότονο σαν ρυθμός που γύρω του χτίζεται ολόκληρη η ζωή
Διάφανη σιωπή που όμως καθρέφτιζε ό,τι στεκόταν με θάρρος κι υπομονή πάνω του
Ό,τι αφαιρούσε το βάρος της ύλης
Κι άφηνε τη φαντασία να βγει για λίγο στο μπαλκόνι των ματιών του.
Ακόμη κι όταν ήμουν δίπλα σου
Άκουγα τη σιωπή σου πίσω απ’ τα λόγια σου
Αυτά τα στρατιωτάκια που θυσιάζονταν για να γεμίσουν το χρόνο
Εγώ άκουγα τη σιωπή σου κοιτώντας τους λιτούς τοίχους
Αφημένους στα τυχαία φώτα της πόλης το βράδυ
Παρατηρώντας γαντζωμένες στις κουρτίνες όσες σκέψεις δεν βρήκαν λύση
Και περιμένουν πάλι το σκοτάδι για να ξυπνήσουν
Και να πετάξουν τυφλά γύρω σου
Ρωτώντας, απαιτώντας τη δικιά σου ξαγρύπνια.
Έβλεπα κρυμμένους στους ίσκιους τους φόβους σου
Με τα μακριά δάχτυλα και το κόκκινο βλέμμα
Αυτούς, που ένιωθες τις νύχτες την κρύα ανάσα τους
Και το τραχύ τους χάδι να πληγώνει το δέρμα της ψυχής σου.
Εγώ άκουγα τη σιωπή σου
Τόσα χρόνια ζούσα μ’ αυτήν
Με τη σιωπή σου μιλούσες στο νου μου
Με τη σιωπή σου ερχόσουν αργά στα όνειρά μου
Και ξενυχτούσαμε καθισμένοι αντικριστά στο κρεβάτι μου
Και κοιτιόμασταν με το φεγγαρόφωτο συντροφιά
Να δένει με το φως του πιο σφιχτά τα αγκαλιασμένα μας χέρια
Κοιτιόμασταν και μιλούσε η σιωπή στις καρδιές μας
Και το πρωί έβλεπα τα ίχνη σου στο σεντόνι
Τίναζα τη φεγγαρόσκονη απ’ τα χέρια μου και ξεκινούσα τη μέρα μου
Ελπίζοντας να τελειώσει γρήγορα αυτός ο ψεύτικος χρόνος
Και να βυθιστώ ξανά στη σιωπή, στη σιωπή σου.
Να χαιρετήσουμε άραγε το φεγγάρι;
Το φεγγάρι έμπαινε στο κελί
Απ’ το μοναδικό παραθυράκι
Ψηλά στο μαύρο, τραχύ τοίχο.
Ζωντάνευαν μαζί του πιο πικρά, πιο πονεμένα,
Χαρακωμένα απ’ τον πόνο, και τα όνειρα
Τα πρόσωπα με τα μάτια που γυάλιζαν κρατώντας σφιχτά μια τελευταία κίτρινη σπίθα
Που έβλεπαν αέρινες εικόνες στο σκοτάδι
Τα μάτια που βούρκωναν απ’ τα δάκρυα
Που κρατιόνταν στην άκρη τους, έτοιμα να ξεσπάσουν.
Τα τριζόνια πήραν το φως και το ‘καναν τραγούδι
Κι έτσι η σιωπή έγινε πιο απάνθρωπη
Οι σκέψεις πιο βαριές.
Να χαιρετήσουμε άραγε το φεγγάρι;
Θα το ξαναδούμε άραγε;
Ράνια Ορφανάκου | Βιογραφικά στοιχεία
Η Ράνια Ορφανάκου είναι απόφοιτος του Μουσικού Σχολείου Καρδίτσας. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Δημοτικής εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και εργάζεται ως δασκάλα. Το 2015 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οσελότος το βιβλίο της Ο πρίγκιπας του φεγγαριού και άλλα παραμύθια με δική της εικονογράφηση. Η συλλογή η αθωότητα της ανυπαρξίας είναι το πρώτο υπό έκδοση ποιητικό της εγχείρημα.
[νοικοκυρές]
αφού σιδερώσουν
επιμελώς
τη ζωή τους
τη διπλώνουν
προσεκτικά
στο συρτάρι
λίγο πριν οι δείκτες
αγγίξουν δώδεκα
συνειδητοποιούν
πως κάποιοι λεκέδες
δεν βγαίνουν με τίποτα
τα βράδια αφήνουν
το τσόφλι τους στο κρεβάτι
ενώ ο καρπός τους
ταξιδεύει στον κήπο της Εδέμ
σαπισμένο μήλο
μη θορυβείτε
όταν οι στιγμές γίνονται κρεμμύδι
σκουπίζετε τα πόδια σας
και εξέρχεστε
ησύχως
[πορσελάνινα κοριτσάκια]
τα πορσελάνινα κοριτσάκια δεν μιλάνε
έχουν το στόμα τους κλειστό
μη φύγει η μπογιά απ’ τα χείλη
κρατάνε την ανάμνηση απ’ το χάδι
κάτω από το φόρεμά τους
μαζί με τη σκόνη
που βαραίνει τα μαλλιά τους
στέκουν ακίνητα
σε αναμονή παρελθόντος
τα πορσελάνινα κοριτσάκια
μάθαν να δείχνουν την ομορφιά
και τους καλούς τους τρόπους
μόνο στα μάτια τους καμιά φορά
προβάλλει μια λάμψη
δάκρυ που απορροφήθηκε
καλύπτοντας τη στάχτη
[η μητέρα της κορνίζας]
η μητέρα κρεμόταν ψηλά
σε νυφική κορνίζα
να μην τη φτάνω
και γεμίζω με δαχτυλιές το τζάμι
να μην τη σπάσω
χαϊδεύοντάς την
η γιαγιά την τάιζε κάθε βράδυ
με τούφες από τα μαλλιά της
και νοτισμένο χώμα
με φώναζε με το όνομά της
μα εγώ δεν ήμούν εκείνη
είχα ένα σύννεφο για πρόσωπο
που του άλλαζε το χρώμα
κι όταν έβρεχε
ζωγράφιζε αχινούς στο τζάμι
στη μητέρα της κορνίζας
ήθελα να της πω
πως τώρα παίρνω τις βιταμίνες μου
να μην είμαι αδύναμη
στύβω κάθε πρωί
τις απώλειες στον αποχυμωτή
και τις πίνω γρήγορα
μόνο κάτι μικρά συναισθήματα
σφηνώνουμε στα δόντια
τα βράδια παρατηρώ
τις στιγμές που στριμώχτηκαν
σε έναν ουρανοξύστη που γέρνει
περιμένω να καταρρεύσει
να τις μαζέψω
να φτιάξω ένα στεφάνι για κείνη
και τώρα που φτάνω πια την κορνίζα
και την βλέπω καλύτερα
θα ήθελα να της πω
ότι το γκρι δεν ήταν
καθόλου καλή επιλογή νυφικού
(μεταφρασμένο στα ιταλικά
υπάρχει στην Antologia dei poeti contemporanei del Parnaso,
ed.META –gennaio 2019,
Menzione d’ Onore del Premio “Angelo La Vecchia” – “La madre nella cornice”
(v. pag. 205) di Rania Orfanakou)
[πιστοί]
η γιαγιά ανέβαζε
τις μαύρες κάλτσες ως το γόνατο
Αύγουστο μήνα
έδενε σφιχτά τη μαντίλα
να εναρμονίζεται το μαύρο μέσα κι έξω
σκυμμένη μου κράταγε το χέρι
να μπούμε στην εκκλησία
έκανε κόκκινους σταυρούς
μπροστά από τις εικόνες
όσο τοποθετούσα παιδικά ερωτηματικά
μαζί με τα λουλούδια
οι ευσεβείς κυρίες παραταγμένες
αρέσκονταν να ρίχνουν χώμα
στις πλάτες που περνούσαν
υψώνοντας γυάλινους σταυρούς
από τα θεμέλια μέχρι τον πολυέλαιο
στόλιζαν ύμνους με επιφωνήματα
και χαρακτηρισμούς
που εγείρουν την ύπαρξη
«η καημένη»
«το κακόμοιρο»
η γιαγιά έσφιγγε το χέρι
χαμήλωνε
χαμήλωνε
κι εγώ σκεφτόμουν τις κοτσίδες της
να λύνονται κάτω από τη μαντίλα
να δένουνε τα στόματα
ξέρω
δεν ταίριαζα στον ενάρετο κόσμο τους
[ορθοστάτης]
θα ήθελα να μου φορέσω ξανά
τα παιδικά μου γόνατα
από γδαρσίματα και χώματα γεμάτα
ο πόνος να διαρκεί όσο ένα παγωτό χωνάκι
να λιώνουν οι απορίες στα μάτια
είναι παρήγορο να μετράς εκείνα τα δάκρυα
[illusion]
κι όταν μετά από καιρό
αναλογιστούμε
τι ήταν ο ένας για τον άλλον
θα πούμε «σταγόνα βροχής
που κάθισε για λίγο
στο βλέφαρο
προτού αναμειχθεί με τα δάκρυα
δημιουργώντας ψευδαίσθηση ειδώλου»
τα είδωλα όμως έχουν πάψει
εδώ και καιρό να λατρεύονται
από τους ανθρώπους
κουβαλούν πάνω τους
την ανάμνηση της αμαρτίας
μαζί με το βάρος του υλικού
απ’ το οποίο είναι φτιαγμένα
τώρα πια
απέμεινε η αίσθηση
του ουράνιου τόξου
που σβήνει
καλώντας τη λιακάδα
εξιτήριον,22-6-2019,
https://exitirion.wordpress.com/2019/06/22/rania-orfanakou-1poem/#more-7568
[ψαρεύοντας]
προσπαθώ κάθε βράδυ να αδειάζω
το σώμα μου γέφυρα
να κόβεται στα δύο
δεν υπάρχουν πια ταξιδιώτες
ο τελευταίος
τάισε τις σκέψεις του στα χρυσόψαρα
και αφέθηκε να φαγωθεί κι ο ίδιος
μόνο ένα νεκρό παιδί
βγαίνει να ψαρέψει
πάντα με φουρτούνα
όλοι κοιτούν την κόκκινη μπλούζα του
το κόκκινο στα μάτια του
είναι που διαφεύγει
αγκαλιά με αναμνήσεις
από τα δίχτυα
κάθε ψαριά κι απώλεια
[ημιτελής κύκλος]
είναι κάποια βιβλία
που στέκουν σκονισμένα στα ράφια
με τα κιτρινισμένα φύλλα τους
μαραμένα
οι ζωές των ηρώων τους
έχουν ξεχαστεί στον χρόνο
αγκαλιά με το πρώτο γράμμα
το καλλιγραφικό
μόνο κάποιες νύχτες
ξεπηδάνε από μέσα οι πιο γενναίοι
πάντα μόνοι
γλείφουν τις άκρες
και επιστρέφουν τραυματισμένοι
κάποιες σελίδες
ματώνουν ακόμα τα δάχτυλα
αφήνοντας ένα αποτύπωμα
σαν ημιτελή κύκλο
[χαϊκού της γης]
αυτά τα μάτια
ρίζωσαν στα χώματα
δεν καρποφορούν
[χαϊκού της γέννησης]
με μάτια κλειστά
εν δυνάμει άνθρωποι
φυτρώνουν κρυφά
[χαϊκού της αναζήτησης]
ψάχνω το παιδί
αγέννητο όνειρο
χωρίς αγκάθι
[χαϊκού της τροφής]
μασάει καρφιά
γι’ αυτά που δεν υπάρχουν
τα βράδια πεινά
[χαϊκού εσωτερικό]
ένα λιβάδι
σκεπασμένο με χιόνι
να ζει μέσα μου
Τα παραπάνω ποιήματα υπάρχουν στην υπό έκδοση συλλογή
η αθωότητα της ανυπαρξίας, εκδόσεις Πνοή
Δανάη Σιώζιου | Βιογραφικά στοιχεία
H Δανάη Σιώζιου γεννήθηκε το 1987. Μεγάλωσε στην Καρλσρούη και στην Καρδίτσα. Σπούδασε αγγλική φιλολογία, ευρωπαϊκή ιστορία και πολιτιστική διαχείριση. H πρώτη της ποιητική συλλογή Χρήσιμα παιδικά παιχνίδια (Αντίποδες, 2016), τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Ποιητή “Γιάννης Βαρβέρης” της Εταιρείας Συγγραφέων και με Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα και εκδόθηκε σε γερμανική μετάφραση από τον εκδοτικό οίκο Parasittenpresse στη Γερμανία. Υπήρξε συνεκδότρια και μέλος της ομάδας του περιοδικού Τεφλόν. Ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά, έχουν μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες και συμπεριληφθεί σε πολλές ανθολογίες. Είναι μέλος του δικτύου ευρωπαϊκών ποιητικών φεστιβάλ Versopolis και του ινστιτούτου για την ιστορία του βιβλίου στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών και της πλατφόρμας. Εργάζεται στους τομείς της εκπαίδευσης και της πολιτιστικής διαχείρισης. Η δεύτερη ποιητική της συλλογή Ενδεχόμενα Τοπία θα κυκλοφορήσει το 2021 από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Διάρρηξη
Καθώς ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου,
σκέφτομαι ότι η ποίηση είναι ένα προνόμιο
όπως τα πολύ ακριβά παιχνίδια της παιδικής ηλικίας
ή η εκατοστή ακρόαση του αγαπημένου σου τραγουδιού
σε ιδανικές ακουστικές συνθήκες
σαν φιλί με τον έρωτα της ζωής σου
σαν εκατομμύρια λαμπερά πόνυ
σαν τη ζωή σε άλλους πλανήτες
σαν το μέλι που διαλύεται εντελώς μέσα στο τσάι
σαν κοπάδια κεραυνών από απόσταση
κι εμένα μου αρέσει να γράφω ποιήματα
όπως μου αρέσει να ξαπλώνω στο γρασίδι
να τρώω κρέμα με βερίκοκα, να χαϊδεύω σκύλους
κι αν στους ανθρώπους δεν αρέσει ν’ ακούνε ποιήματα
εμένα μου αρέσει αυτός ο ήχος
ο τρόπος να βάζεις τις λέξεις στη σειρά
ο τρόπος ν’ ανοίγεις την πόρτα κρατώντας κλειδιά
για ένα απαραβίαστο σπίτι
μου αρέσει να γράφω ποιήματα
όπως στα γατιά αρέσει να γλείφονται στον ήλιο
και θέλω να γίνω καλή στη δουλειά
θέλω να γίνω καλή στη δουλειά.
Ενδεχόμενα Τοπία, Αντίποδες, υπό έκδοση 2020-2021
Τις μέρες που δεν είμαι ο εαυτός μου ευτυχώ
Κάποιες μέρες είμαι σκληρή με τον εαυτό μου
συμβαίνει πού και πού και είναι θείο δώρο.
Ξέρεις τι είναι απελπισία; Είναι να αποκτά νόημα
ο χειμώνας μέσα σου. Να λες, να
αυτό το χιόνι που βγάζω απολεπίζοντας
τον εαυτό μου, το χιόνι που πέφτει καθώς
τρίβονται τα οστά μου και το χέρι μου ξύνει
το αγύριστο κεφάλι μου
αυτό το χιόνι φοβάμαι θα με καλύψει
από τα νύχια ώς την κορφή, και δεν θα σταματήσει
ούτε θα λιώσει, εδώ θα σβήσει η ζωή.
Ύστερα γλυκά σε γλείφεις
ώσπου να φύγουν και οι τελευταίοι πάγοι από πάνω σου.
Κάποιες μέρες είμαι καλή με τον εαυτό μου.
Δώρο άδωρο. Καμία εποχή δεν διαρκεί.
Ενδεχόμενα Τοπία, Αντίποδες, υπό έκδοση 2020-2021
Ο ωραιότερος άντρας στη γη
Αν ο παππούς δεν ήταν ο ωραιότερος άντρας στη γη
ίσως να μην τον είχα ερωτευτεί με την πρώτη ματιά
και αν δεν τον είχα ερωτευτεί ίσως το κακό να μην είχε γίνει.
Αν δεν πίστευε πως έχω το βλέμμα του
όπως περήφανα είχε διακηρύξει τη μέρα της γεννήσεώς μου
μπορεί να μην είχα κληρονομήσει τα μάτια και τη δυνατή του καρδιά
το γούστο του στα καπέλα και στις γυναίκες
κι εκείνος να μην είχε αναβάλει για πέντε χρόνια το θάνατό του
αν ήμουν αγόρι ίσως να με έβαζε κι εμένα να λύνω μαθηματικά
αντί να μου μαθαίνει καλούς τρόπους, πώς να σκαρφαλώνω, γιατί αγαπάμε το πιάνο
και αν ήξερε πως καταλαβαίνω δεν θα μου είχε πει ποτέ
όλες εκείνες τις πικρές ιστορίες που πίστευε πως θα ξεχάσω
αν ο παππούς μου δεν ήταν αυτός ο γενναίος και όμορφος άντρας
με τα δυνατά πόδια που σκαρφαλώνει και επιδιορθώνει
πάνω κάτω στη γη ως την τελευταία του πνοή
ίσως να είχε και αυτός μουστάκι από άποψη
ίσως να διπλοπαντρευόταν, να έκανε κι άλλα παιδιά
να χάναμε τελείως το λογαριασμό
αν είχε τραχιά καρδιά και μαλακά χέρια δηλαδή ανάποδα
ίσως να μη με άφηνε να χοροπηδάω στο κρεβάτι του
να του χαϊδεύω την κοιλιά
ίσως να μην είχε φόβο χειρουργείου
και να ζούσαμε εμείς καλά
αν ο παππούς δεν ήταν ένας από αυτούς
που πέρασαν τα σύνορα
οι δικοί μας τάφοι τώρα ρημαγμένοι αλλού
αν δεν χόρευε, δεν έφτιαχνε σαντιγί για επιδόρπιο,
τσιγκουνευόταν το λούνα παρκ ή το ποδήλατο
δεν θα ήταν ο πρώτος μου έρωτας
και ο πρώτος μου θάνατος
δεν θα ήταν ο ωραιότερος άντρας στη γη
θα είχα τώρα μια ελπίδα.
Χρήσιμα Παιδικά Παιχνίδια, Αντίποδες, 2016
Χωρίς μεγάλη προσπάθεια
Υπάρχουν μέρες που μας πλημμυρίζει
αισιοδοξία σχεδόν
χωρίς κανένα λόγο
έτσι που να νομίζεις ότι
τα ελάχιστα δέντρα
έξω
γέρνουν σαν τρυφερό δίχτυ
πάνω από όλο τον υπόλοιπο καιρό
και τον συγκρατούν
σαν να κατοικούσαμε όλοι σε δεντρόσπιτα
στο βυθό μιας λίμνης
έτσι που
ό,τι έρχεται από έξω αναγκαστικά
να ελαφραίνει πολύ ώσπου να μας βρει.
Η ζωή γίνεται τότε ξανά
ζωή από νερό
με σώματα μαλακά, ελαφριά
και φιλικά πλάσματα τριγύρω.
Τέτοιες μέρες είναι φτιαγμένες από σούπες
και γλυκά πράγματα
κανένα έλλειμμα γενναιοδωρίας δεν κάμπτει τότε
το θάρρος που χρειάζεται για μια ευγενική λέξη
ή ένα ενθαρρυντικό νεύμα
είναι οι μέρες που η αγάπη με πείθει
ότι δεν τα χάσαμε ακόμα όλα
ότι τα φύλλα είναι καλά στερεωμένα
κι ό,τι έφυγε
πέρα ακόμα κι από το πένθος
δεν ήταν αυτό που νόμιζα πως
πάλι ολόιδια
θα με ξανατρομάξει.
Χρήσιμα Παιδικά Παιχνίδια, Αντίποδες, 2016
H αράχνη
Αγαπητέ Κύριε,
σας παρακολουθώ από το ταβάνι
ο καφές ζητάει ολοένα περισσότερη ζάχαρη
κάτι με τα ρούχα και τα παπούτσια πάει λάθος
δεν έπρεπε να μπαλώσετε τις τρύπες
αρπάξτε τη μέρα σαν μαχαίρι
το βάρος τη ζωής σας αυξάνεται
η συμφωνία με τον καθρέφτη ακυρώθηκε
κι εσείς παχαίνετε
αύριο θα κρεμαστώ μπροστά στη μύτη σας
θα μπορούσατε ίσως να με ταΐσετε;
Φιλικά,
η Αράχνη
Αγαπητή Αράχνη,
μόλις εχθές η νυχτερίδα γέννησε σε μία γωνιά της σοφίτας,
τα λαχταριστά αυγά της αιωρούνται σχεδόν στον αέρα.
Δεν έμαθα να οδηγώ, να ξεκοκαλίζω ψάρια, εφημερίδες.
Έχω δύο άχρηστους κυνόδοντες κι ένα φλόμπερ.
Έχω κάνει συμφωνία με τον πρωινό καφέ, σέβομαι την απόφαση του καθρέφτη.
Δεν στήνω πια παγίδες για πουλιά, όρθιος στην όχθη πυροβολώ το ποτάμι.
Δικός σας,
Κ.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ilanot Review, 2019
Του οριζόντιου κλάματος
εμφανίζονται όλες τους όταν βρέχει δυνατά
Πρώτη έρχεται εκείνη που κρατάει τα βαφτιστικά και τα παπούτσια που με χτυπήσανε παρανυφάκι τα σέρνει μ’ ένα λουράκι πάνω στην άσφαλτο να υποφέρουνε.
Ακολουθεί αυτή που γνωρίζει τα πρόσωπα απ’ όλες μου τις ηλικίες και αποφεύγει να με κοιτά στα μάτια, κουβαλάει όλα τα άλμπουμ με τα ψέματα που λένε οι φωτογραφίες.
Υπάρχει εκείνη που κουρεύεται μαζί μου στον καθρέφτη κι εκείνη που εξαγοράστηκε μ’ ένα μήλο.
Σταδιακά θα εμφανιστούν
η δυνατοπόδαρη
η λειποπρόσωπη,
η χωματοσκεπασμένη,
η απαλοματούσα,
η χλωρόκαρδη,
η πικροφέρουσα,
η φωτοκόπτουσα,
η σκοταδοφρονεμένη.
Τελευταία που δεν προλαβαίνει ποτέ φαίνεται από μακριά η αδερφή μου η δακρυολάμπουσα, με το περιδέραιο από τις πέτρες των ματιών της στο λαιμό.
Όμορφες γυναίκες, αγέρωχες, γδικητικά υποταγμένες και όλες
βρεφοκρατούσες.
Φοράω το βραχιόλι μου και μπαίνω στο κάδρο.
Οικιακά
Δεν πρόσεξε
ίσως και να μην το κατάλαβε
απλά συνέχισε να κόβει.
Το αίμα κύλησε ήσυχα
απ’ τις γραμμές της τύχης
στο νεροχύτη.
Η γάτα της ανήσυχη
έτρεξε κοντά της
ενώ εκείνη
για μία σύντομη
μια ακαριαία στιγμή
είδε τον εαυτό της
μέσα απ’ τα γυάλινα γατίσια μάτια,
ξένο,
μες σε βρώμικο κλουβί φυλακισμένο
οροφή δίχως ανατολή
στο πάτωμα μικρά σκαθάρια
στο νεροχύτη η σκοτεινή λίμνη
που μέσα μουλιάζουνε τα χέρια της
και τώρα αστράφτει πια στεφανωμένη
από πάχνη λευκή, απολυμαντική:
σκέφτεται να τελειώνει σήμερα
τουλάχιστον με τα πιάτα.
Χρήσιμα Παιδικά Παιχνίδια, Αντίποδες, 2016
Τραγούδι
Τραγουδώ, γιατί το τραγούδι είναι ελεύθερο
κι η ελπίδα είναι ένα κόκαλο που θάβω και ξεθάβω
πιάνομαι από ένα χαμηλό σύννεφο
πιάνομαι από ένα τσιμεντένιο καρφί
απ’ το τυφλό άλογο που με οδηγεί
από ένα στήθος που σε δάσος αλλάζει
όπως αλλάζει το τραγούδι σε προσευχή
μέσα στο δάσος είναι ένα ξέφωτο χρυσό
και μες στο ξέφωτο το πρόσωπό μου
τραγουδώ, γιατί το τραγούδι είναι ελεύθερο
κι η ελπίδα είναι ένα κόκαλο που θάβω και ξεθάβω.
Ενδεχόμενα Τοπία, Αντίποδες, υπό έκδοση 2020-2021
Μέρες Αθηνών
Μέρες Αθηνών: ερωτοτροπίες
κατσαρίδων, ύποπτων χαρακτήρων
αυγά μάτια, τοτέμ και εντροπίες
καλειδοσκοπικές, τσόφλια ονείρων.
Απ’ ανατέλλοντες εγώ δεν ξέρω
αστέρες, το μάτι διατηρεί την ώρα
μία, είμαι της πόλεως το κέντρο
η κίνηση, λες, του εδώ και τώρα.
Κι αν σ’ είδα χθες, μικρέ μου φωτοβόρε
εφιάλτη, μπούμερανγκ, απ’ το τίποτα
φερμένο, λαμπρέ αγγελιοφόρε,
εσύ, φεγγάρι, νεκρό παραμένω
ανάβει μόνο βαθιά μέσα μου
της ζωής δέντρο πνιγμένο.
Ενδεχόμενα Τοπία, Αντίποδες, υπό έκδοση 2020-2021
Μοντέρνα Βαβυλώνα
Η Αραβία σκαλώνει στις ραφές του φορέματός σου
σε βλέπω μέσα σ’ αυτό το λαβύρινθο
όπου οι γεωμετρίες των αιώνων
αναπαύονται σαν χαμαιλέοντες στον ήλιο
διασταυρώνονται με βλέμματα
ανάμεσα στην επιβίωση και την παραίτηση
έχεις αφήσει πίσω το νησί
και τα χρυσά κοσμήματα της βάφτισης,
το βήμα σου είναι ελαφρύτερο από φτερό
ισορροπείς ανάμεσα στη σταθερότητα και την αλλαγή
ελπίζεις σε μια ολική έκλειψη
η παρουσία σου προμηνύει την ιστορία.
Ενδεχόμενα Τοπία, Αντίποδες, υπό έκδοση 2020-2021
Βίκυ Τριανταφύλλου | Βιογραφικά στοιχεία
Η Βίκυ Τριανταφύλλου γεννήθηκε στους Σοφάδες Καρδίτσας. Σπούδασε στην Σ.Δ.Ο. τμήματος Λογιστικής και χρηματοοικονομικής στο ΤΕΙ Ηρακλείου Κρήτης, παρακολούθησε τη σχολή ζωγραφικής «Πετρά» και σεμινάρια δημοσιογραφίας και ραδιοφωνίας. Ασχολήθηκε με θεατρικές ομάδες στην κατασκευή σκηνικών, έκανε ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και πήρε μέρος σε πολλές ομαδικές. Δίδαξε ελεύθερο σχέδιο και αρθρογράφησε στην εφημερίδα «Θεσσαλική Ηχώ» και στο μηνιαίο περιοδικό της Καρδίτσας «Γνώμη». Αυτήν την εποχή ασχολείται με την ζωγραφική και τη γραφή. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Έρρωσο εκδόθηκε τον Μάιο του 2019 από την Άνεμος Εκδοτική.
Συγκρίσεις
Του Αχιλλέως λέει,
του φασκιώσανε το σώμα με αθανασία
και μόνο στην φτέρνα του έστησε ο Αθάνατος καρτέρι.
Χα! Τι λές εκεί:
Κι εμείς προβάρουμε ολόσωμοι,
τον απροσμέτρητο Αθάνατο στον καιρό μας,
δίχως μιας πνοής στιγμή ξετσίπωτης αθανασίας:
Δες πως μας περιγελούν οι αρίφνητες διαφορές!
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Συνήθεις ύποπτοι
Στους αιώνες των στιγμών μας,
απαλειφόμαστε αδιάντροπα με αμετροέπεια.
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Απαλλαγές
Ξετυλίγομαι στην ανεμοδούρα της στιγμής,
με τέρψη,
άρα υπάρχω.
Εγκρίνεται να συμβάλω στην επόμενη με ασάφεια
λεύτερη.
Συναίνεσα να παραμερίσω το χθες,
μαδώντας το πείσμα.
Προπορεύομαι της ανησυχίας .
Με αθωώνει η ανεμελιά!
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Εναλλακτική συμβίωση
Κουμπώθηκα την καρδιά μου.
Έβαλα και παραμάνες να την στερεώσω καλύτερα.
κι ας μην με θέλει.
Μία με κλωτσάει δυνατά,
κακομαθημένο παιδί που δεν του κάνεις το χατίρι
και μια χηνοπατάει αγανά στις μύτες των ποδιών της,
γάτα που αθόρυβα το σκάει μετά απ΄ την ζημιά.
Δεν την ακούω τότενες,
βαρέθηκε και θέλει ν΄ αλλάξει παραστάσεις
ή να τις φτιάξει μόνη της.
Μούσκεμα είναι απ΄ τα ψευτοδάκρυα.
Την άπλωσα στην τέμπλα,
την κρέμασα με μανταλάκια να στεγνώσει.
Ο συνεταιρισμός της με την λογική δεν αποδίδει πάντα.
Με το σώμα μου δέθηκε, όχι μ΄ εμένα φαίνεται.
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Επαναλήψεις
Ο λίβας κατακαίει το φυτώριο της ομορφάδας.
Αποξηραίνει την δροσιά από τα γιούλια,
η μυρουδιά ζαλίστηκε,
την χτύπησε το λιοπύρι κατακούτελα
και διαλύθηκε.
Ο έσπερος πάλι θα γεννήσει μυρωδιές
κι ομορφάδα,
με αναστημένη την δροσούλα,
φουρνέλο στην ανημπόρια της
και πάλι απ΄ την αρχή τα ίδια.
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Αισιοδοξία
Διαφανίζομαι και μπλέκομαι
τις ακτίνες του ουράνιου τόξου,
απομακρύνοντας το ντρέτο
άκαυστο μαύρο!
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Εξομολόγηση
Στο εκτυφλωτικό λευκό
τοποθετώ την προσευχή,
μ΄ ευλάβεια.
Εγκρίνεται η ευλάβεια στην καθυστερημένη πρόθεση;
Κι εκεί στο αποτυχημένο γίνομαι,
καίω τα δύσκολα και την ανυπαρξία που λιμνάζει,
με του κεριού την φλόγα την τρεμουλιαστή,
με στυλοβάτη δίπλα μου υακίνθινη ευλογία!
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Επίγνωση
Δύναμη θέλει να φτύσεις την βρώμικη στιγμή,
να μεταλάβεις την καθάρια,
να αγαλλιάσεις,
στο διάφανο το φώς το ελπιδοφόρο!
Συμπαρίσταμαι στην μεταποίηση!
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Δημοκρατία
Ήρθες;
Η ζωή και οι αποδέκτες της,
Απουσιάζουν μέσα από την παρουσία τους,
δεν είναι εδώ.
Βολτάρουν την ανάγκη τους,
σ΄ αυτά που δεν γνωρίσαμε στο τώρα,
ν΄ αποκτήσουν εμπειρίες στο γέγονε.
Βουτάνε στο απύθμενο,
κολυμπώντας πίσω απ΄ τους δρόμους
και τα σοκάκια των λέξεων.
Τις στολίζουν,
τις αποδομούν,
παρουσιάζονται άλλοτε σαν αφρισμένα κύματα
κι άλλοτε σαν κρυστάλλινες στάλες,
που ο αέρας τους αποπνέει άλλο μόρφωμα κάθε φορά.
Αδιάλλακτες, συμπαντικές, πεντάμορφες,
γλυκιές, σκληρές, αφύσικες…
Θα ’ρθεις;
Πισωγυρίζοντας στον δρόμο,
χάθηκες στις αλλαγές!
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)
Απαξία
Το ’σκασαν στην ανάγνωση οι λέξεις,
Θύμωσαν που τις έβαλα στα πρόχειρα.
Στο καθαρό,
απαστράπτουσες οι πράξεις.
΄Ερρωσο (Άνεμος εκδοτική, 2019)