Ανθολογία ποιητών που κατάγονται ή διαμένουν στο νομό Λάρισας και συμμετέχουν στο 8ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης.
Marija Dejanović | Δημήτρης Αθανασέλος | Χρύσα Αλεξίου | Ελένη Αναστασοπούλου | Ιωάννα Γιαννακοπούλου | Άννα Γρίβα | Θάνος Γώγος | Γιάννης Ζαραμπούκας | Πηνελόπη Ζαρδούκα | Κατερίνα Ζησάκη | Γιώργος Χ. Θεοχάρης | Σταύρος Καρακωνσταντάκης |
Λίνα Καράμπα
Marija Dejanović | Βιογραφικά στοιχεία
Η Marija Dejanović γεννήθηκε στο Πριγιέντορ της Βοσνίας Ερζεγοβίνης το 1992. Μεγάλωσε στο Σίσακ της Κροατίας και ζει μεταξύ Ζάγκρεμπ και Λάρισας.
Το 2018 κέρδισε τα βραβεία «Goran» και «Kvirin» για νέους ποιητές με το «Etika kruha i konja». Με το «Središnji god» κέρδισε το βραβείο «Zdravko Pucak». Και τα δύο βιβλία εκδόθηκαν την ίδια χρονιά κι εγκωμιάστηκαν από κριτικούς και αναγνώστες. Ποιήματα και κριτικές της έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά, ανθολογίες και ιστότοπους της Κροατίας, της Βοσνίας Ερζεγοβίνης και της Σερβίας. Μεταφρασμένα ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Βόρεια Μακεδονία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Γερμανία. Έχει παρουσιάσει έργα της σε φεστιβάλ στην Κροατία, τη Σλοβενία, τη Σερβία, τη Βόρεια Μακεδονία, την Αυστρία, τη Βουλγαρία, την Ιταλία και την Ελλάδα.
Αυτό το διάστημα ολοκληρώνει τις σπουδές της στη θεωρία λογοτεχνίας και τα παιδαγωγικά.
Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων Κροατίας και της διεθνούς πλατφόρμας φεστιβάλ ποίησης Versopolis. Είναι συντάκτρια του περιοδικού «Tema» και αναπληρώτρια διευθύντρια του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης.
Ορατό Οστό
Εωθινό
Το εωθινό είναι βίσονας.
Ξεδιπλώνει τα κέρατά του σαν λωτός,
και το νερό είναι πάχνη, σκορπισμένη με ελαφριά
στροφή του λαιμού. Αυτή η αχλή συγκεντρώνεται σ’ ένα λεπτό
πυκνό τρίχωμα που ακολουθεί τη ραχοκοκαλιά
σαν λευκό ελάφι που ακολουθεί την κίνηση στους δρόμους
όταν χιονίζει.
Τα λευκά πέταλα του λωτού
ή
λευκά αιμοσφαίρια, σαν μαργαριταρένια περιδέραια,
που κρέμονται απ’ τις στέγες όταν πέφτει παγωνιά.
Η ανάσα του εωθινού ορμάει βολίδα με συνοπτική
σαν βέλος βιασύνη,
σαν τη ζωή λευκού κούνελου
και άλλων λευκών ζώων.
Εωθινό: είναι το μόνο σημείο της εικόνας που είναι καστανό.
Όλα τα άλλα είναι παντού λευκά,
όπου η μικρή καραμπίνα του ματιού
καλυμμένη με λεπτή μεμβράνη δρόσου
μπορεί να ακροβατήσει.
Το καστανό είναι το μόνο δέντρο με τέσσερις ρίζες
και δυο κλαδιά.
Δεν ξέρω γιατί, το εωθινό
μου θύμισε ζογκλέρ
που περιμένει στα φανάρια
το πράσινο για τους πεζούς. Μετά αρχίζει να εκσφενδονίζει
σκονισμένα μπαλάκια του τένις,
ένα ένα
σαν μεγάλα, λεία καρύδια,
ντουπ.
Αν κάποιο έπεφτε στο βρεγμένο δρόμο,
θα κυλούσε κάτω από αυτοκίνητο έτοιμο να ξεκινήσει
και θα κατέστρεφε τη μέρα.
Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο δεν γίνεται λάθος.
Δε μένει λάσπη στα χέρια.
Ο έρωτάς μου είναι
κυνηγός που σημαδεύει
το κενό ανάμεσα σε δυο κέρατα.
Ισλανδία
1.
Θα αποδημήσω στην Ισλανδία
σαν ένα κοπάδι πουλιών,
σαν δυο δεμάτια στάρι,
που πορεύονται κάτω απ’ τον ήλιο
ως την εξάντληση, το δέρμα τους
ζεμένο στον ίλιγγο
με μαλακά χαλινάρια.
Λέω: είναι κάτι φερέγγυο.
Αυτό δε σημαίνει: ασφάλεια,
αυτό σημαίνει:
το σώμα μου είναι ζεμένο
και πλέω
σαν αμοιβάδα
ελεύθερη σαν
σωσίβιο
χωρίς
σώμα πνιγόμενο
προς διάσωση.
Αυτός ο κενός πυρήνας
είναι η Ισλανδία:
η ανάγκη μου
για θέρμη
και ρίψη στο νερό.
H επιθυμία μου
να σε δω
διαμελισμένο από βόμβα
από το στομάχι μου˙
τα χέρια μου
κρατούν κιάλια
και με παρακολουθούν απ’ την ακτή
σε μια έκρηξη
που με καλεί
να ξεχάσω το όνομά μου.
2.
Ισλανδία.
Η επιθυμία του ψύχους,
των στείρων και μόνο σκέψεων,
των απλών και μόνο φράσεων
της ανάβασης σε βράχο από υγρό αλάτι,
και της κατανάλωσης ανόθευτης βρώμης.
H επιθυμία μου να φοράω χοντρές μάλλινες κάλτσες,
να απαρνηθώ το ανθρώπινο άγγιγμα,
και μια φορά το μήνα, να επισκέπτομαι
λευκές αλεπούδες.
Θα ήθελα έναν αιώνιο Χειμώνα,
θα ήθελα η αυλή του δωματίου μου
να γίνει η αυτοκρατορία του.
θα ξάπλωνα στα μαξιλάρια του,
και θα του ζητούσα να μου πει πως στα νιάτα του
καθόταν στο στήθος νέων ανδρών
και έμενε μαζί τους
μέχρι να τους κοπεί
η ανάσα.
3.
Σου στέλνω γράμμα από την Ισλανδία
όλα εδώ είναι λευκά,
σαν σύννεφα που άρπαξα
από το παράθυρο του αεροπλάνου
όταν ήρθα να σε δω.
Τη μέρα ο ουρανός έμοιαζε
με τον Βόρειο Πόλο.
Το έδαφος δε φαινόταν.
Τη νύχτα ο χώρος προσγείωσης
έμοιαζε με αστρικό δίκτυο.
Παραλείπω τις καφετιές λεπτομέρειες.
Ψέματα λέω, χιόνιζε.
Τελικά δε στέλνω το γράμμα,
δεν αρχίζω να μισώ τον κόσμο,
δε χώνομαι στο κρεβάτι γυμνή,
και δεν κλαίω.
4.
Ο πυρήνας σου είναι ελάχιστος,
ξαναμμένος, μαλακός, λείος ιστός,
κάτω από ένα σωρό μαχαίρια.
Ένα λευκό πρωινό,
θα τα τραβήξω ένα ένα,
σαν πασσάλους από σκηνή,
και θα τα βυθίσω στο μέτωπο
όσων σε εξέθεσαν.
Καβουρόψιχα
Απόψε είναι η πανδαισία της γοργόνας.
Τα μαλλιά της φτωχής που αγάπησες
πιάστηκαν
στο αιμοφόρο κύκλωμα του σκάφους
κι εκεί πνίγηκαν.
Τρώνε ό,τι τρώγεται·
το δίχτυ γέμισε
φύκια
και η καρδιά σου είναι χρόνια τώρα καβουρόψιχα.
Μια γοργόνα με πράσινη ουρά
καθαρίζει ένα διαπασών
ενώ ο ήλιος καίει τη θάλασσα στον ώμο της
μέχρι να την πληγώσει.
Οι άλλες περιμένουν
να σε πάνε τα ρεύματα
εκεί που η τραγουδίστρια
σου υποσχέθηκε παχουλά παιδιά.
Κανείς δεν εμφανίστηκε
εκτός από μένα.
Έπιασες καρχαρίες με αγκίστρια.
Καρχαρίες
με αγκίστρια
στις φωλιές και στους τάφους τους˙
τι ανόητο μικρό έγκλημα κι αυτό
όταν έβγαλε το λευκό της φόρεμα
κι έκοψε τη γλώσσα της.
Δεν πώς οι γοφοί μου
τρυπούν το δέρμα της θάλασσας.
Είμαι λέπι
ασημένιο διαπασών
που συνδέει τα δυο του
κεφάλια.
Για να σε κρατήσω μακρυά από την πανδαισία μου,
θα σ’ αγαπήσω και θα σε μισήσω,
θα κόψω τα λουλούδια των ματιών σου
και θα τα φυτέψω στο στόμα σου
Μπετόν
Οι φίλοι μου ζουν σε κενά ανάμεσα στη ντουλάπα και τον τοίχο
που είναι αδύνατον να τα φτάσω.
Καθώς απλώνω τα χέρια μου, ένας ιστός σιωπής
εισβάλλει στο στόμα μου· η σκιερή σιωπή του γύψου.
Της λέω: διάλεξε μια κορνίζα
και εμβόλισε το κούφιο της κορμί με το κρανίο σου,
σπρώξε τις εύπλαστες ρίζες των μαλλιών, ανέγγιχτες απ’ τον ήλιο
πασπαλισμένες με αλεύρι,
βγες αθόρυβα από την κουζίνα του ή πήδα απ’ το παράθυρο
από τον δέκατο όροφο, θα προσγειωθείς στα άτομα των πιθανοτήτων
σαν τα σταχτιά λουλούδια του πάρκου της γειτονιάς.
Τα μάτια σου: σύμβολα ξέχειλων υπέρβαρων μαστών
που κρέμονται από τα μάτια του πατέρα σου, από γάλα αλόγου κι από δώρα
που πέφτουν από το δέρμα σου αντί για τα σκληρά χείλη του άντρα σου.
Τα λόγια του μαζεύονται στον ομφαλό σου,
σέρνονται ως τον αυχένα σου σαν κυπαρίσσια στο κοιμητήριο
και ξαφνικά, αντί για σκόνη, είσαι εσύ που κρέμεσαι απ’ τον πολυέλαιο.
Οι φίλοι μου είναι δικοί μου γιατί δεν είναι κανενός,
ακούν μόνο τον εαυτό τους κι αγγίζουν μόνο τον εαυτό τους,
ο φίλος μου είναι το πόδι του τραπεζιού
με την ακίδα που τρυπάει τον αντίχειρά σου όταν μετακομίζεις.
Η φίλη μου: πλαστικό μπαλάκι
γεμάτο καφέ υγρό.
Η φίλη μου είναι κατσαρό μαλλί
στο φρεάτιο του λαιμού της.
Της λέει: μαζί θέσαμε όρια
για να καθαρίσουμε παρέα Marija τα έπιπλα.
Του λέει: είναι εύκολο να καταρρέεις, δύσκολο είναι
να τρυπήσεις μπιζέλι με το πιρούνι σου.
Οι φίλοι μου είναι οι πρώτες λύπες
που αγάπησα στ’ αλήθεια.
Είναι οι πρώτοι που αποφασίζουν
και οι μόνοι που τηρούν τις αποφάσεις τους.
Οι φίλοι μου είναι κτίρια ψηλά
που κρατούν τα θεμέλια με τα χέρια.
Οι φίλοι μου είναι αεροπλάνο
με πόδια από μπετόν.
Φωτογραφία πάπιας
Φωτογράφισα μια πάπια
όρθια πάνω σε ξύλινη κασέλα
για να σου δείξω την πάπια και την κασέλα
ή για να πω: ήταν μια πάπια.
Την υπόλοιπη μέρα βαφόμουν
και μετά παρακολουθούσα τον εαυτό μου,
με παρατηρούσα από απόσταση, μέχρι να
με αναγνωρίσω και να μου γνέψω γεια.
Όταν τελειώσω λέω: αυτό είναι ένα στόμα
ή αυτό το είδος στόματος:
και βυθίζω τα χείλη μου σ’ ένα μεγάλο ρόδι
και λέω Ρόδι,
ήταν ένα ρόδι,
αυτό το είδος ροδιού.
Και μετά το καταπίνω ολόκληρο.
Εμφανίζομαι μόνο για μένα
κι αυτές οι πράξεις συνεπάγονται θύελλες,
απ’ το χαμηλό ουρανό των δεντροκορφών,
ακρίδες και γρύλους.
Αυτά τα δυο είναι στ’ αλήθεια το ίδιο πλάσμα,
μόνο που το ένα είχε χάσει την κραυγή του από παλιά,
όταν την έθαψε στη γη
για να την προστατέψει,
και μετά την ξέχασε.
Πράσινο στα μάτια, κόκκινο στα χείλη,
το άλλο κράτησε την κραυγή του
και πήρε ρακέτα μπάντμιντον,
ίδια μ’ αυτήν που είχαμε παιδιά
για να χτυπάμε ιπτάμενα σκαθάρια
και κάποιοι είχαν τη συνήθεια, όταν τα ’ριχναν κάτω,
να τα κόβουν στα δυο με την άκρη της ρακέτας
κι έτσι στράβωναν τις άκρες
κι έσκιζαν το δίχτυ,
αλλά όχι εγώ.
Σήμερα το πρωί η πάπια έφαγε το ρόδι
ή χθες επώασε αυτό το ρόδι.
Ήταν κόκκινο,
με κόκκινο ράμφος και κόκκινη ουρά,
ήταν πράσινο,
σαν ακρίδα, σαν γρύλος,
τόσο κόκκινο και τόσο πράσινο σαν κρέας καθισμένο στο γρασίδι.
Η μέρα είναι δεδομένη
σαν τις πληγές σε γόνατα,
αγκώνες,
κνήμες και μηρούς των κοριτσιών
που παίζουν ποδόσφαιρο,
σε ναρκοπέδιο
γεμάτο χόρτα που τους φτάνουν ως τη μέση.
Οβάλ
Για να θαυμάσει μια μέλισσα: ξυπνάει νωρίς και πετάει γύρω γύρω στο σκοτάδι,
κι, αντί για γύρη, μαζεύει τη λάμψη από κοιμισμένο
κάγκελο μπαλκονιού, τόσο λείο που μοιάζει
πλημμυρισμένο με νερό,
κι αυτή η επιφάνεια κολλάει στα πόδια της
σαν να ’χει πατήσει μέλι, και
πέφτει θλιμμένη στο πάτωμα και σταματάει.
Αυτό μου συμβαίνει κάθε πρωί.
Για να θαυμάσει ένα ψάρι: γαντζώνεται από επιλογή,
αγκιστρωμένη εκεί από τα δάχτυλα μεγάλου στρογγυλού ήλιου,
χοντρός δείκτης και αντίχειρας έκαναν το στόμα της μια οβάλ πληγή
κι έριξαν μέσα μια ρητορική ερώτηση.
Είναι η ικανότητα να χρησιμοποιείς το δικό σου σώμα σαν ξένο πτώμα
και να ξεγελάς τις δικές σου προσδοκίες,
χωρίς να απογοητεύεις κανένα.
Αυτή η πληγή δεν πονάει, μ’ αυτήν γεννήθηκες.
Και το να τρέχεις, να θαυμάζεις τα σκοινιά
και την ικανότητά τους να τυλίγουν και να χάνουν
το κέντρο του αυχένα που στραγγαλίζουν,
το να κυνηγάς με το σκοινί σου τον εαυτό σου
σα να πετάς χαρταετό στην άπνοια
να δένεις τα μάτια σου
με χέρια που τα ’χεις κάνει φράχτες,
τσιγκέλια και σκοινιά.
Να γιορτάσεις στο σκοτάδι το σαρκασμό της Δευτέρας,
ένα ημερολόγιο όπου όλα τα ζώα θα μοιάζουν ίδια,
όλα τα στομάχια ίδια,
εκεί που τα ράμφη θα φυτρώνουν στις καμηλοπαρδάλεις,
και οι σφαίρες στις αγορές.
Να γδάρεις το δέρμα σου,
να το σκανάρεις στο πάρκο
και να το ταχυδρομήσεις στον εαυτό σου.
Να κάνεις κάτι καινούργιο, απρόσμενο.
Όπως για παράδειγμα να χύσεις μηλόζουμο.
Πολυτέλεια: γιατί αγαπήσαμε το κλάμα κι όλα όσα σήμαινε για μας
Ενώ το λευκό ήταν το ελάχιστο κι ο βόρειος πόλος,
το πορφυρό ήταν το χρώμα του πλούτου μας.
Από κούνια τρώμε σταφύλια,
φοράμε πορφυρά ενδύματα,
και στα πλαστικά πανηγύρια νοιαζόμαστε μόνο για λεία
συνθετικά αντικείμενα.
Πήγαμε σ’ εστιατόρια στη Ρώμη
και ζητήσαμε σε πλαστικά πιάτα
να μας σερβίρουν κρέμα πορφυρή,
που θα την παίρναμε μαζί μας
και θα την απλώναμε στους τοίχους των δωματίων του ξενοδοχείου.
Ποτέ δεν πληρώσαμε για τα δωμάτια ούτε για την κρέμα.
Γρήγορα συνηθίσαμε τις υπερβάσεις μας,
οι μικρές μας κλοπές και καταχρήσεις
σύντομα έπαψαν να μας ανησυχούν,
όπως μας ανησυχούσαν στην αρχή.
Στη Ρώμη μάθαμε: η μόνη πραγματική πολυτέλεια
είναι σπάνιο ύφασμα
που βρίσκεις στο εξωτερικό
εκεί που μελαγχολικές μοδίστρες
το υφαίνουν από τους δακρυϊκούς αδένες των κοάλα
και των μικρών πάντα.
Βαριόμασταν ακόμα πολύ
τις επιχειρηματικές προσπάθειες
και είπαμε: αν θέλουμε στ’ αλήθεια να καταρρεύσουμε
θα πρέπει να εκθρέψουμε τον δικό μας πόνο.
Κι αρχίσαμε την προσπάθεια στην εφηβεία.
Πιέζοντας τα βλέφαρά μας,
φανταστήκαμε ένα κόσμο φρικτό και βάναυσο
και τους εαυτούς μας μόνους κι ανυπεράσπιστους
και πιαστήκαμε χέρι χέρι. Πού και πού προσπαθούσαμε
να δαγκώσουμε τα χείλη μας.
Κι όταν το κάναμε αυτό σκεφτόμασταν το εωθινό.
Ελπίζοντας πως θα τρέξει πορφυρό αίμα
και θα βάψει λίγο βαμβάκι
με μελαγχολικό φθινοπωρινό κρασί,
χώσαμε τα λεπτά μας νύχια
στο δικό μας ογκώδες κοκκινογούλι
και κλάψαμε κοιτώντας ο ένας την πλάτη του άλλου
όσο πιο πολύ μπορούσαμε.
Δημήτρης Αθανασέλος | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Δημήτρης Αθανασέλος γεννήθηκε στη Λάρισα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται συστηματικά με τη συγγραφή ποιημάτων, αφηγημάτων και δοκιμίων. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά (Apodyoptes, Fractal, Βακχικόν, Στρόβιλος, Διάστιχο, Νόημα, Εξιτήριον, Awaken, Φρέαρ, Θράκα).
Έχει συμμετάσχει στο ανθολόγιο της Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης με τίτλο “Φωτοσκιάσεις” και είναι συντάκτης στο λογοτεχνικό δελτίο της.
Το ποίημα “Σθένος” συμπεριλήφθηκε στη δίγλωσση ποιητική ανθολογία του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ “Ξύπνησα σε μια χώρα/I woke up in a country”. H ποιητική συλλογή ΑΝάΒΑΣΗ (Πνοή, 2019) αποτελεί την πρώτη εκδοτική του απόπειρα.
ΑΚΗΔΙΑ
Κάποιος θεός, θάμπωσε τα παράθυρα στην πόλη.
Η μοναξιά κοντόφθαλμη, αντικρίζει εκστατικά
το είδωλο της παραμιλώντας. Με βλέμμα
προσκυνητή πλέον, περιφέρουμε τη νεοφόρετη
γύμνια μας στα δάση. Οι μεγάλοι εξανθρωπίστηκαν
στο πένθος, άλλοι τρελάθηκαν απ΄το βάρος του μνήματος,
τα παιδιά στα παραμύθια εναπόθεσαν τυφλές τις ελπίδες τους.
Τα νοικοκυριά βυθισμένα στο κεχριμπάρι· πέτρωσαν σε λέξεις
λαμπρές και μηχανιστικές σιωπές ακηδίας. Η θάλασσα
με τα χρόνια έσκαψε τους τοίχους και ξέπλυνε τα χρώματα.
Σε αιώνια σύρραξη οι ένοικοι· απέτυχαν να διαχειριστούν
τις οριζόντιες σιωπές τους.
Να αναζητήσουμε άλλους θεούς ή να ανακαλύψουμε
μια αισθητική που μας υπερβαίνει.
ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟ ΚΕΝΟ
Το παντζούρι της κάμαρας – που για χρόνια οι μεντεσέδες
το κρατούσαν κλειδωμένο στη θέση του –
τους τελευταίους μήνες
ξεκρεμάστηκε κι έπεσε αβοήθητο σ’ ένα ακατανόητο κενό.
Τα επόμενα πρωινά το φως διείσδυε όλο θράσος στο υγρό
δωμάτιο μας.
Σπασμωδικά παραπονιόσουν πως δε σ’αφήνει να κοιμηθείς
το φως της ακόμη άβγαλτης μέρας· με τρόπους αντίθετους
στα ευγενικά χαρακτηριστικά σου, καταφερόσουν σε ‘μένα – στα άδικα πρωινά.
Κάποιο πρωινό του Ιούνη έφυγες.
Έριξα όλο το φταίξιμο στο φως.
Στην αλήθεια που δεν αντέξαμε —
ΥΓ. Τα παράθυρα από τότε τα ‘χω ορθάνοιχτα.
Στα περβάζια των παραθύρων τοποθέτησα γλάστρες με νεογέννητα ηλιοτρόπια· στον καθρέφτη
αντικριστά παρατηρώ τις αυλακιές που έσκαψε στο πρόσωπο μου ο ήλιος
ή εσύ.
(ΔΙΑ)ΦΥΓΗ
Άλλα λόγια, μου ΄πες
θέλω να μου λες
πριν φύγουμε μαζί
προς το λιμάνι.
Τι πήγαμε να κάνουμε εκεί;
Κανείς μας δεν ήθελε να φύγει.
Να σκηνοθετήσουμε
αθέλητα επιδιώκαμε
την άτακτη φυγή μας
τη φανταστική
κι ενώ ήμασταν παρόντες
η απουσία ούρλιαζε
σε άλλη γλώσσα.
Ούτε μια σταγόνα αίμα
δε κύλησε από τα μάτια της
-το σπέρμα ατόφιο
στο κεφάλι μου.
Κανείς μας δεν εγκατέλειψε
εκείνη τη νύχτα.
Είχαμε φύγει καιρό πριν
όταν η ανάγκη
ήταν μεγαλύτερη από τις καρδιές μας.
ΣΥΝ-ΑΙΣΘΗΣΗ
Μύρισε εκτυφλωτικά το φως του
στάχτη και αλμύρα.
Μύρισε μνήμη σε πτυχές εσωτερικών χώρων.
Θάνατος η θάλασσα του
Ανακατεύτηκαν τα χρώματα στην τέφρα
στραβοπάτησαν οι αισθήσεις.
Αυτός, άλλοτε γευόταν σχήματα απρόσιτα
τώρα αναστέλλει την εμπειρία
να ευωδιάσει αλήθεια.
Πάντα θα επιστρέφουμε στο Φως
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΙ
Τώρα οι φίλοι μιλούνε
με αριθμούς
τραυλίζουν δίχως παύσεις.
Τα κενά διαστήματα
ανάμεσα στις λέξεις
εκτοπίστηκαν
-Αναιρέθηκε η σιωπή-
Οι φίλοι μου πλέον δε γελούν
δεν επιτρέπουν να εισχωρήσει
το παράδοξο.
Διαφορετικούς Θεούς διαλέξαμε
σα ξενυχτούσαμε
τους νεκρούς μας
(νεκροί εμείς κλαίγαμε
το θάνατό τους).
Σαν θέλησα να μάθω το γιατί
σε λάσπες και ουρανό
ξεμάκρυνα.
Με άλλους τρόπους
υπολογίζαμε
μεγέθη μιας ζωής
ανέκφραστης.
Ποτέ δεν ήμουν καλός
στα μαθηματικά.
ΣΘΕΝΟΣ
τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον; Εκκλ. 1,3
Άγομαι κανόνων
και χαμερπών θλίψεων.
Είμαι, νομίζω, άνθρωπος.
Φέρω οδύνες
αποτυχημένων ηδονών·
κολάζ αφυδατωμένων φωτογραφιών
που παρήλθαν.
Συντάσσομαι.
Κυνικά εξιλεώνομαι
κι αφουγκράζομαι
τη δίνη ολόγυρα μου.
Υπηρετώ.
Με ιδρώτα φέρομαι
στης κείμενης αιωνιότητας
τη βλέψη.
Σιωπώ.
ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ
Εκεί που κατοικώ
δέντρα ξεφυτρώνουν
σ΄άγονα σπίτια
κι οι κάμαρες
τρέφουν κισσούς
που μας τυλίγουν σαν σάβανα
Εκεί που κατοικώ
χάνεται η ζωή·
που και που
καρφώνω κάτι σταυρούς
πάνω απ’ τα σπίτια των γνωστών
από φόβο
μην είναι νεκροί.
Εκεί που κατοικώ,
η φωνή δε μύρισε
συγγνώμη.
Τα μυαλά ξεθώριασαν
και η ελπίδα
χωρίς ευχή.
Εκεί που κατοικώ
σπόρους κεντώ
περιμένοντας ν’ ανθίσουν
τα λουλούδια της άνοιξής μου.
ΑΕΙΘΑΛΗΣ
Επέμειναν τα φύλλα
στο κόκκινο του ήλιου
και στην ακαμψία.
Αμφιθυμία αρχαίας τραγωδίας
η φωνή σου.
Ψηλώνεις δυο πόντους.
Το λιοπύρι
γίνεται βροχή
τα φύλλα κραυγάζουν
για αποσύνθεση
κι εσύ ομολογείς
αυτάρεσκα
πως θα παραμείνεις δέντρο
αειθαλές.
ΑΝΥΨΩΣΗ
Ψάχνω να βρω
την ανατομία του παρελθόντος·
τα μέλη σε απόσχιση.
Οι χάρτες κρύφτηκαν επιμελώς
κι ο θάνατος
δεν έσφυζε ποτέ άλλοτε
από τόση ζωή.
Μνήμη.
Ως πότε θα κρατήσει
τούτη η εξόρυξη θανάτου;
Δεν υπάρχει χρόνος.
Ζωοποιώ το πένθος
το άλγος αυτό της ηδονικής νοσταλγίας.
Φιλώ τη λάσπη
μαζεύω τον Ήλιο από το χώμα
και τον βάζω στη θέση του.
Στην ανύψωση αυτή
άσπιλο γεννήθηκε το ηλιοτρόπιο.
ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ
Γεννώ δικαιοσύνη
ζωοδοτώ τραγωδία
σβήνω αμφιβολίες
συγκροτώ και οργανώνω πάθη.
Κοσμικός μικρόνοος νους
αποτυχημένοι θεοί ολόγυρα
νεκρός ανάμεσα σε νεκρούς.
Ομοίωμα φιδιού
η ρίζα της έλλειψης·
να την ξεριζώσω
να μην βλαστήσει
ποτέ ξανά
και τους σπόρους
Θεέ, τους σπόρους
πού να τους κρύψω
να μην τους αντικρίσει
ανθρώπινο μάτι.
Χρύσα Αλεξίου | Βιογραφικά στοιχεία
Η Χρύσα Αλεξίου γεννήθηκε στο Συκούριο Λάρισας το 1963.
Εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών.
Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές (Ποιήματα, Αθήνα, 2011, και Δωμάτιο 202, Ενδυμίων, 2013), κι ένα μονόπρακτο (Η μπάρα, Θράκα, 2014). Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά. Έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γερμανικά και Ιταλικά.
Η συλλογή της «Πέντε Ποτήρια» θα εκδοθεί προσεχώς.
δεν θυμάμαι
τα χέρια
κάτι σαξόφωνα βραχνά
περίεργα σονάτα
τρυπούσαν
το κορμί
όλες οι κραυγές
είχαν σχέση
με το φεγγάρι
όλες
άχνιζαν δίπλα
εδώ θα σταθώ
λίγο πιο κάτω
από μένα
κάτω απ’ το γιασεμί
απ’ τη νύχτα
με προσοχή θα βγάλω
τις ακίδες
το σώμα
μια μικρή διαδρομή
στο κατώι της θείας
Σάββατο βράδυ
με ψιλόβροχο
χιονόνερο το λές
μια παρέα
σκυφτή
θα μπορούσαν να είναι
φίλοι
σχημάτιζαν
απόνερα αρραβώνα
η κοπέλα έσφιγγε
τα χείλη
τις γραμμές
το πρωί
ήταν όλοι εκεί
η βέρα το σταφιδόψωμο
ο ξένος
πάλι βρέχει
αιώνες τώρα
στέλνει απουσίες
να γλύψουνε το χώμα
να μοσχομυρίσει
η γυαλάδα τ΄ουρανού
βγήκα στο δρόμο
όρθιος λυγμός
να με προσέξεις
μα εσύ με κέρασες
τις μνήμες
μια σταγόνα ο έρωτας
μια κι ο θάνατος
που μοιάζει αδελφός
μια και η ελπίδα
που ξέχασε να με γυρέψει
μια σταγόνα έγινα κι εγώ
κι έτσι με νίκησες
ήθελα απλώς να σε φιλήσω
να γίνω θέμα
στο νερό
πάρε από πάνω μου αυτά
τα μάτια
έχω κι εγώ
γκρεμό
στον έδωσα με χάδι
τώρα που όλα σίγησαν
να με θυμάσαι θέλω
γυμνή
όπως ζώ
μαχαίρι στον αέρα
στην απομόνωση
στο πάτωμα
άνεμος με παραμιλητό
σκοτάδι στα σεντόνια
μπουνιά και έρωτας
άσε το φεγγάρι να μπει
μου φώναξες
ξέρει από θάλασσα
ξέρει από λόγια
μη με κοιτάς
σκοτώνουμε το θάνατο απόψε
έχω καιρό
να γράψω
βρέχει συνέχεια
τσιγάρα
δεν βάζω στο ποτήρι
τίποτα
το αφήνω άδειο
κλείνω το σκοτάδι έξω
ψάχνω μια άνοιξη
σε βιβλίο της τέταρτης
τάξης ήθελα
να μαθητεύσω
πρόσφυγας
πολλές φορές
μπαίνω στη θέση του άλλου
σαν το ξεχασμένο ποτήρι
στο πάνω ράφι
ούτε ένα στόμα
να το υπερασπιστεί
να το ραγίσει με ξαφνική
προοπτική
ακίνητο
να βλέπει τις χαρές
των άλλων
ούτε κουβέντα
για τον καιρό που φεύγει
ούτε να σπάσει
το διπλανό τον πόνο
χωρίς ένα νεύμα
πώς να γράψεις
το ποίημα
ανταμώναμε συχνά στο καφενείο
εμείς οι πέντε
αλεξάνδρα ιφιγένεια ιωάννα
μαρία
γύρω απο ένα ξύλινο πάγκο
φρέσκιες γαρδένιες
με ένα ελαφρό μειδίαμα
στο στόμα
ούτε που ξέρουμε
γιατί σφίξαμε τα χέρια
γρήγορα και στα κρυφά
μιλήσαμε
για την
μεγάλη τρύπα
η αλεξάνδρα
χόρευε
ένα βαρύ ζεμπέκικο
πάντα στις πέντε το πρωί
δε λες κουβέντα
γιατί το σώμα
γέρνει
στα παλαμάκια
όπως κουνούσες
το μαντήλι
πίσω απ’ το βουνό
έφευγε η θάλασσα
μέσα στα μάτια
πράσινη
φλούδα
η μέρα
της αναχώρησης
Ελένη Αναστασοπούλου | Βιογραφικά στοιχεία
Η Ελένη Αναστασοπούλου κατοικεί στη Λάρισα. Έκανε βασικές και μεταπτυχιακές σπουδές στις παιδαγωγικές επιστήμες, στην διοίκηση της εκπαίδευσης και στο κινηματογραφικό-τηλεοπτικό σενάριο, στην Ελλάδα και στην Ιταλία. Εργάστηκε στην δημόσια εκπαίδευση, σε διδακτικές, συμβουλευτικές και διοικητικές θέσεις. Μιλά τρεις γλώσσες: Ιταλικά, Αγγλικά Ισπανικά. Γράφει κυρίως πεζά λογοτεχνικά κείμενα και παραμύθια. Κείμενά της υπάρχουν σε έντυπα κα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Αρθρογραφεί σε τοπικά και πανελλαδικά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα. Συμμετέχει ενεργά στα κοινά. Αγαπά τα ταξίδια και ιδιαίτερα στην Αφρική.
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Σε λένε πρώτη
σε λέω παντοτινή
αγάπη, βροχή
———————-
Είσαι η βροχή
στο σπαρμένο χώμα
ο σπόρος, εγώ
ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Αυτός ο καιρός
καταργεί τα όρια.
Ομίχλη παντού
———————-
Μια νιφάδα
στα ματοκλαδά σου, να!
Εκει, ας λιώσω.
ΑΝΟΙΞΗ
Ένα πουλάκι
χωρίς πούπουλα, γυμνό·
σαν τον έρωτα
——————————
Περιπλανιέσαι
σ’ ασύρματη εποχή
χελιδονάκι
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Απέραντο μπλε!
Θάλασσα κι ουρανός.
ανάμεσά μας
————————
Ολ’ η θάλασσα
χωράει στα μάτια σου
κι ούτε ένα δάκρυ
ΑΤΙΤΛΟ
Σε μικρή βάρκα
βρίσκουν καταφυγιο
μια «φωλιά νερού»
——————————-
Κρυών’ ο καιρός
Έρχονται οι πρόσφυγες
φεύγουν τα πουλιά
Ιωάννα Γιαννακοπούλου | Βιογραφικά στοιχεία
Η Ιωάννα Γιαννακοπούλου γεννήθηκε στην Κρήνη Φαρσάλων το 1973.
Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Α.Π.Θ. Συνέχισε τις σπουδές της στη Θεωρία Λογοτεχνίας. Στη διδακτορική της διατριβή διερεύνησε τη σχέση της ανάγνωσης με τα βιώματα μέσα από μια αφήγηση ζωής.
Από το 2004 διδάσκει στη Δημόσια Εκπαίδευση. Έχει ασχοληθεί με την εκπαίδευση ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Έχει γράψει δύο παιδικά βιβλία, «Ο σκαντζόχοιρος που ξέχασε να φοβηθεί» (2013), Αθήνα: Αιώρα, και «Η Αλίκη βρήκε το όνομά της» (2019), Θεσσαλονίκη: Ακυβέρνητες Πολιτείες.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Το βράδυ στο σπίτι θα βγάλουμε το σακούλι να μετρήσουμε τα κουκιά
με τα βρώμικα χέρια μας
ποια έκανε τις μεγαλύτερες θυσίες,
ποια πλάγιαζε από επιθυμία για το σώμα
ή για τα κτήματα, το σπίτι κι ένα όνομα
ποια δούλευε απ’ την ανατολή μέχρι τη δύση
γέρνοντας χαμηλά από την κούραση
ποια στράγγιζε τη γη
κι έπιανε στο βαμπάκι το καλύτερο ζύγι
ποια έφτιαχνε λέξεις κι αγόραζε αξιοπρέπεια.
Ποια μέτρησε με σταυροβελονιά,
τόσους θανάτους για τόση ελευθερία,
την προίκα της κόρης της.
Κάποτε εσύ
δε θα χορεύεις όπως φανταστήκαμε,
με μια γεύση κανέλας στο στόμα;
ΠΩΣ ΠΕΘΑΝΕ Η ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ ΝΤΟΛΤΟ
Ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας.
Στα ογδόντα της, με βήματα αργά
η Φρανσουάζ Ντολτό
πήγε να ανοίξει.
Την είδε να στέκεται,
το κεφάλι της κάτω.
«Περάστε», της είπε η Ντολτό.
Εκείνη δε σάλεψε.
Ίσως να ρίγησαν τα μαλλιά της
ανάκατα,
μαύρα σχοινιά
ή φίδια.
Η Ντολτό την τράβηξε μέσα απαλά.
Λέξεις διάσπαρτες
«επιθυμία», «Άλλος», «βλέμμα», «μοναξιά»
ξεχείλιζαν από τους τοίχους, το ντιβάνι και το πάτωμα
(πρόσεχε τόσο πολύ μην τις πατήσει).
«Ήρθα σε σας» ψέλλισε εκείνη,
«νομίζω πως κάτι δεν πάει καλά».
«Για να δούμε τι συμβαίνει» χαμογέλασε η Ντολτό,
προτού τα βλέμματά τους αγγιχτούν
κι η τελευταία λέξη πετρώσει στον αέρα.
ΑΝΕΙΠΩΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Βολοδέρνουν
οι ανείπωτες ιστορίες
ωσότου κατακλύσουν
τον ευάλωτο
που θα τις πει.
Κάποιες φορές
για να διασκεδάσουν
κυριεύουν
τυφλούς
ή τρελούς,
τον Όμηρο
τον Νίτσε
και άλλους.
Άλλοτε
πέφτουν με ορμή
πάνω σ’ εκείνες,
τη Μάγια Αγγέλου
τη Σαπφώ,
από το γένος
που για μουγκό
προορίζεται.
Τότε
με δύναμη
στην αρχή αδέξια
προσκρούει η γλώσσα
στα δόντια
ή τον ουρανίσκο
παλεύοντας να δώσει
σχήμα στους φθόγγους.
Λέγεται πως
οι ιστορίες
που φτιάχνονται
με τόση λαχτάρα
μυρίζουν
ιδρώτα
ταμπάκο
ή γιασεμί.
ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ, ΤΕΛΙΚΑ;
Τόση προσπάθεια ν’ αποστηθίσεις πολέμους, μάχες, στρατηγικές,
ανακωχές και συνθηκολογήσεις
Και φτάνει μια κίνηση, δυο λέξεις
για να επιστρέψεις
μ’ απευθείας πτήση
σ’ εκείνο το βουβό ποτάμι χωρίς όνομα
που αγωνιάς να σβήσεις απ’ τον χάρτη
ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ
έχουμε εμείς
ρούχα καλά και καθημερινά
δωμάτια το ίδιο
έχουμε μια σειρά, δεν είναι όλα ίσιωμα
Αυτή η σκηνή θα γίνει στο σαλόνι, που ανοίγει μόνο στις γιορτές. Τον άλλο χρόνο παραμονεύει σκοτεινό και κρύο. Εκεί όταν μπούμε είμαστε ευγενικοί, πάρτε και κάτι ακόμα, λίγο ουίσκι; πάρτε τουλάχιστον ένα τσιγάρο Όσκαρ
Στο σαλόνι, καθημερινή
τα παντζούρια κλειστά
ξάπλωσα πάνω στο τραπεζάκι από μάρμαρο
γύρω τριγύρω μπορντούρα από ξύλο
βαμμένο σκούρο καφέ σχεδόν μαύρο
Κράτησα την ανάσα
για να μη βγω από το περιθώριο
Μπήκε η μητέρα σου διακριτικά και στάθηκε στο πλάι. Με δάχτυλα επιδέξια εξέτασε ποια η καλή και ποια η ανάποδη, μην κάνει λάθος, κι έστρωσε πάνω μου το σεμεδάκι το κολλαριστό, το άσπρο
Ύστερα το διόρθωσε για να ‘ναι όλο ίσιο,
να υπάρχει τάξη
Κράτησα την ανάσα να ταιριάζω στο ντεκόρ
Μπορώ κι άλλο
ΙΟΥΔΗΘ
Για να στέκεται όρθια
γέρνει πάνω στις λέξεις
τις ξεσκονίζει, τις χαϊδεύει
βάζει το δάχτυλο στα χάσματα
τις τσαλακώνει
«είναι όλες κράματα»
θα πει
«δε βρίσκω τίποτα ατόφιο»
μετά
πιάνει τα γράμματα
τα κοιτάζει στο φως
«αν τους αλλάξεις θέση, αλλάζουν στάση»
παρατηρεί
«ας φανταστούμε το ρευστό του πράγματος»
χώνει τα χέρια της στην ύλη τους
ζυμώνει, πλάθει και ξανά
και απορεί
που αυτός ο κόσμος
παραμένει ίδιος.
PLATONIS TREMOR
χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα
τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῖν.
(Πρέπει χέρι απαλό να βάλεις
για να γιατρέψεις την πληγή)
Πίνδαρος, Πυθιόνικος Δ’, στ. 271
Αυτά τα γιγάντια δέντρα
που θροΐζουν
μες στο δωμάτιο
και ψιθυρίζουν
το σκοτάδι
κάθε νύχτα
αρκεί ένα χέρι
να τα συνθλίψει
τραβώντας απαλά την κουρτίνα
Δεν είναι καν σκιά.
Απλώς μια στάμπα.
ΑΝΟΙΞΗ
Την άνοιξη ο αυλαγάς γέμιζε παπαρούνες.
Το σπίτι μας φυλούσε το σκυλί.
Θηλυκό.
Τότε δεν είχαν όνομα.
Χειμώνα καλοκαίρι κοιμόταν σε ένα βαρέλι κάτω από την ακακία.
Ο λαιμός της δεμένος στον πάσαλο.
Συχνά την επισκέπτονταν τα αδέσποτα.
Μικρά της δεν είδαμε ποτέ.
Γιατί είναι δεμένη η σκύλα γιαγιά;
ρωτούσαμε, άμα τη χαϊδεύαμε.
Μην την χαϊδεύετε μας μάλωνε κι ίσιωνε τη μαύρη μαντήλα.
Από αυτή τη γιαγιά μάθαμε μόνο ιστορίες.
Ούτε ένα παραμύθι.
ΒΕΡΕΣΕ
με martins, punk, garage και 2-3 μπίρες
έπαιρνα διαβατήριο
να μοστράρω
(θυμάσαι
τον τρόμο και τη μέθη απ’ τα βεγγαλικά)
στις συνελεύσεις πήρα τον λόγο μια φορά
τι ώρα αρχίζει η πορεία;
όμως κρυφά
σύμφωνα και φωνήεντα έβαζα σε σειρά
ύστερα
τα εκτόξευα στους νικητές
ύστερα
τα άπλωνα στα κορμιά των ηττημένων
να τα σκεπάσω
τέλος
αργά τα βουτούσα στο νερό να ξεπλυθούν
γι αύριο πάλι
(οι μουτζούρες παρέμεναν)
σε σύγχυση τελούσα πάντα, σύντροφοι
ΟΡΙΖΟΝΤΑΣ
Έξω από το χωριό στήνουν τσαντήρια.
Για τα χωράφια έρχονται.
Γυρνάν κι από πόρτα σε πόρτα
για λίγο στάρι, αυγά, ρούχα, παλιά,
ό,τι μας βρίσκεται.
Δίνει η μάνα μου. Μα δεν το κουνούν.
Τα μάτια τους γρήγορα εξερευνούν το τοπίο.
Τίποτα άλλο;
Δεν έχω, λέει εκείνη
και μανταλώνει την αυλόπορτα δύο φορές.
Στην ανηφόρα, λαχανιάζω.
Νάτος ο κάμπος.
Πώς ξεχωρίζουνε τα σπίτια μας.
Όσο και να φυσήξει,
κανένας λύκος δεν θα μπει.
Τα σπίτια μας είναι γερά
Κανένας θάνατος δε θα μας διαπεράσει.
Άννα Γρίβα | Βιογραφικά στοιχεία
Η Άννα Γρίβα γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Λογοτεχνίας στη Ρώμη.
Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και έχει συμμετάσχει σε πολλούς συλλογικούς τόμους. Στο τέλος του χρόνου αναμένεται η νέα της συλλογή Δαιμόνιοι από τις εκδόσεις Μελάνι.
Ποιήματά της και πεζά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Από τη συλλογή Δαιμόνιοι (θα εκδοθεί στο Μελάνι πολύ σύντομα)
1431
Η ΙΩΑΝΝΑ ΤΗΣ ΛΩΡΑΙΝΗΣ ΣΤΟ ΚΕΛΙ ΤΗΣ
Απ’ τη σχισμή του τοίχου
τρύπωσε μια λιβελούλα
κι όταν εστάθη στα μαλλιά της
εκείνη φώναξε
πως ήρθε ο άγγελός της
κι όλοι οι φρουροί γελάσανε
γιατί φαντάζονταν
έναν μεγάλο άγγελο
με ανοιχτά περήφανα φτερά
τότε το έντομο την πήρε στη ράχη του
κι άρχισαν κι οι δυο ν’ αστράφτουν
και έτσι πιασμένες
φέρνανε γύρους το κελί
πετούσαν αμέριμνες
στο μικρό διάστημα
που τους απέμεινε
να ονομάζουν ουρανό.
1321
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ DANTE ALIGHIERI ΣΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ
Δεν άκουγε πια φωνές
ούτε και βήματα
η αγορά έξω απ’ την πόρτα του
σαν να βουβάθηκε
στ’ αυτιά του μόνο έφτανε
το μέγα κύμα
που απλωνόταν και τον κρήμνιζε
στον σκοτεινό βυθό
τότε ήταν που είδε
μια δίνη πολύχρωμη
τη Φλωρεντία με ανοιξιάτικα χρώματα
παπαρούνες και μέλισσες
να τσιμπάνε τη γύρη
κι εκείνος παιδί
ξαπλωμένος στη χλόη
χωρίς υπόνοια της κόλασης
χωρίς οσμή της Βεατρίκης
μονάχα με μιαν άγραφη
βουβή ανησυχία
για όσα περνούν μέσα απ’ την ύλη
και μένουν πάντα άπιαστα.
1616
H ARTEMISIA GENTILESCHI ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ
στον Παναγιώτη Αρβανίτη
Οι τοίχοι τα τραπέζια τα πατώματα
γεμάτα με το κεφάλι του Ολοφέρνη
κάποτε να το κρατά η Ιουδήθ
κι άλλοτε στα χέρια μίας δούλας
μα εκείνη κοιτά τα κεφάλια
και νιώθει μες στα σπλάχνα της
βαριά τη ματαιότητα:
«Ιουδήθ, πόσες βραδιές
σε συλλογίστηκα
να σκέφτεσαι τον φόνο
κι ύστερα να έρχονται σμήνη αγγέλων
πανάρχαια Χερουβίμ
να σου ακουμπούν στο χέρι το σπαθί
θέλγητρα να ραίνουν στη μορφή σου
κι εσύ να μην μπορείς ν’ αντισταθείς
σ’ αυτό το πάγωμα του χρόνου
όπως δεν μπόρεσα κι εγώ
που τώρα φλέγομαι
μέσα στις λάσπες και τα χρώματα
εγώ που όταν τα χέρια μου
ανήσυχα κινούνται
κρατώ ακίνητη
των γυναικών τη μοίρα
σαν μια πληγή παλιά
που σκίζεται και ρέει
ακόμη κι αν κανείς δεν την αγγίζει».
Και τότε άνοιξαν τα χρώματα
σαν καταρράκτης
και η μορφή της
βιβλική
αρχαία
με τα μαλλιά ολόμαυρα
στάθηκε μπρος της
χωρίς φωνή.
Και το αίμα έρρεε
από τα χέρια της
στο δωμάτιο
κι ύστερα στον δρόμο
κι ανέμιζε η πόλη κατακόκκινη
μέχρι που όλοι πίστεψαν
πως ο θεός τη μέρα εκείνη
πρόσφερε επιτέλους την πορφύρα του
το βασίλειό του στη γη.
1616
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ GALILEO GALILEI
Αγαπημένε μου πατέρα
από σήμερα θα με ονομάζετε Maria Celeste.
Η ηγουμένη λέει πως μου ταιριάζει αυτό το όνομα
γιατί είναι φωτεινό σαν τα μάτια μου.
Μα εσείς το ξέρετε καλύτερα:
αν μια μέρα ατενίσετε στον ουράνιο θόλο
ένα άγνωστο αστέρι
θα είμαι εγώ.
Μετρήστε την ακτίνα μου
τις εκλείψεις των φεγγαριών μου
τις ακριβείς περιστροφές μου
γύρω απ’ τον ήλιο.
Μετρήστε το μερίδιό μου στο φως.
1650
ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ
Άρρωστος για μήνες
στη βόρεια γη
παλίρροιες άνεμοι
πνεύματα μαύρα των δασών.
«Βασίλισσα, πια δεν βαστώ
άδικος κόπος τα μαθήματα:
η γεωμετρία οι αριθμοί
είναι υποθέσεις των θεών
κι εσείς δεν έχετε κοινά
με τον ουράνιο κόσμο».
Αυτά σκεφτόταν να της πει
κι ύστερα θα έφευγε προς νότο.
Ήταν απόγευμα χειμώνα
και οι νιφάδες πάγωναν στα μάτια του.
Μέθη γλυκιά τον έριξε στη γη
και γύρω του τ’ αγρίμια θρηνούσαν ήδη.
Μια αλεπού ψιθύριζε στο αυτί του:
«Καρτέσιε, τώρα θα λύσεις
την τέλεια εξίσωση».
Από τη συλλογή Σκοτεινή κλωστή δεμένη (2017)
Αχιλλέας
Κλαίω το βράδυ
και τα παιδιά με κοροϊδεύουν
Με το σκοτάδι τους
μου γδέρνουνε την πλάτη
και με ντροπιάζουν με το γέλιο τους
οι άντρες σαν με πάρουν στο κατόπι
φτύνουν το τίποτα που έγινα
χλευάζουνε τα όπλα μου
κι ας μην πολέμησαν ποτέ
εδώ που ήρθες μου φωνάζουν
δεν θα σ’ ακούσει η Θέτιδα
αδίκως τρέχεις στα νερά
αδίκως της προσεύχεσαι
Από τα κύματα της Στύγας
μόνο εφιάλτες αναδύονται
και στον βυθό βλέπεις κουπιά
του βυθισμένου χρόνου
μα εγώ δεν ψάχνω τίποτα
οι προσευχές μου έχουν στερέψει
τη μάνα μου την ξέχασα
σαν τον επάνω κόσμο
Μόνο κοιτάζω το νερό
και το ταράζω με το δάκρυ μου
μήπως ανοίξω μια σχισμή
και μέσα του κυλήσω
Ίσως στη λάσπη του βυθού
ο χρόνος πάλι αρχίζει
και οι ψυχές
μωρά που αφήνονται
στην άνωση του ήλιου.
Κλυταιμνήστρα
Πού είναι η Ιφιγένεια;
Μια φήμη έλεγε πως ζει.
Μα εγώ θαρρούσα πάντοτε
πως ήταν λόγια του Αγαμέμνονα
Εκείνος τα έβαζε κρυφά
στο στόμα των ανθρώπων
για να υπνώνει τη μανία μου.
Πού είναι ο Ορέστης;
Κάποιος μου ψιθύρισε
ότι μετά το φονικό
βρήκε γαλήνη στην Αθήνα.
Μα εγώ αυτά δεν τα πιστεύω
εγώ το έζησα το αίμα
και δεν μερώνεται ποτέ.
Πού είναι η Ηλέκτρα;
Πάντοτε με τρόμαζε
σαν μαύρος κύκνος
που αρμενίζει
κι ο θρήνος του ανυπόφορος
πεθαίνει όλο το δάσος.
Ο Αίγισθος πού είναι;
Τουλάχιστον εκείνος
μαζί μου έπρεπε να έμενε
εδώ στο δώμα των φονιάδων.
Μα ίσως να μετανόησε
κι ο Πλούτων τον σπλαχνίστηκε.
Πού είναι ο Αγαμέμνων;
Ακούω το γέλιο του κρουστό
και τα βαριά του βήματα.
Αν έρθει πιο κοντά
πόσοι θα θέλαν να τον σφάξουν;
Κι αν σάρκα δεν του έμεινε
να σφάξουν τη σκιά του.
Λόγος σ’ εμένα πια δεν πέφτει
αλλά τους είπα μια φορά:
λουτρό να ετοιμάσετε
λουτρό αχερούσιο
επί θανάτου θάνατο
για να στεριώσει η τελετή.
Μα εδώ κανείς δεν με ακούει
εδώ γίνονται όλοι
του ήλιου νοσταλγοί.
Ιοκάστη
Ήταν μάτι η θηλιά
και με κοιτούσε από ψηλά
να κόβω την κοτσίδα μου
και να τη ρίχνω στη φωτιά
ήταν μάτι η θηλιά
κι εγώ η όραση της
έμπαινα μέσα της αργά
ώσπου έγινα φως
λευκό και πάναγνο
λεπτό και τρυφερό
και τότε η Θήβα έλαμψε
απ’ το παλάτι
ώς τους αγρούς της
κι όλοι υμνούσαν τους θεούς
και πλένονταν
στο φάος
μονάχα τα κορίτσια μου
μυρίστηκαν τον θάνατο
κι αφήσανε τη μπάλα τους
να πέσει στα χορτάρια
τη φύσηξε ο αγέρας
την πήρε ο ποταμός
κι εκείνες δεν θυμήθηκαν
ποτέ ξανά να τη ζητήσουν
κι έτσι η μπάλα
τριγυρνά
και σκαρφαλώνει τους αιώνες
εάν τη βρείτε αγγίχτε τη
γυρίστε τη στα χέρια
πετάχτε την ψηλά
μέχρι των δέντρων τ’ άνθη
μήπως λυθεί η κατάρα μου
για το παιχνίδι που έκοψα
άγος ακόμη πιο σκληρό
κι από την κλίνη του Οιδίποδα.
Η πνιγμένη
Πατούσα επί υδάτων.
Κύριε, εσύ με κράταγες
να περπατώ στο κύμα;
Ή τα πουλιά με νήματα
μου δέναν τους αγκώνες
και με τραβούσαν απαλά
δίχως τα κόκαλα να σπάζουν;
Πατούσα επί υδάτων.
Κύριε, εσύ με κράταγες
να περπατώ στο κύμα;
Ή ο αφρός της θάλασσας
διαλέγει ακροβάτες;
Κύριε, μήπως ακόμη με κρατάς
σ’ ένα βυθό βαθύτερο
αληθινά δικό σου;
Εδώ αλάτι ο ουρανός
και άμμος κάθε δρόμος
ναυάγια εδώ οι φίλοι μου
και ψάρια τα παιδιά μου.
Κι αν θέλω πάλι να πνιγώ
δεν έχει άλλο πιο κάτω,
της γης το αίμα μόνο μένει,
εσύ αιώνια πληγή, Κύριέ μου.
.
Από τη συλλογή Έτσι είναι τα πουλιά (Γαβριηλίδης, 2015)
ΕΙΣ ΑΤΟΠΟΝ
Ποιο είναι του φόβου το ξεδίψασμα;
Πώς μετριέται το βάρος της ανάσας;
Πώς να γυρίσει μια απουσία
σε χάδι θεοβρεχούμενο;
Ποιο μέρος επί γης
κρατά τον άνθρωπο στο ύψος του
και τη γραφή στην άμμο;
Τι χρώμα έχει ο θάνατος
τι χώμα έχει ο ύπνος;
Από νεράκι σε νερό
το τρυφερό σκορπίζει;
Σκουπίζει η τρέλα το μυαλό
για να γλιστρά αθόρυβα;
Ο χρόνος τέμνει κάθετα
ή σφάζει την ακτίνα μας;
Μήπως το αίμα εφάπτεται
κι αλλάζει καρωτίδες;
Έχει υπόλοιπο η θλίψη
ή τέλεια διαιρείται
πριν μας προσθέσει στο σκοτάδι;
ΕΠΙΜΥΘΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΑΔΙ
Κοιμήσου κοιμήσου στο πέτρινο λίκνο
σου δίνω τα χείλη ενός τρελού λιβαδιού
το εύφορο δάγκωμα του πρώτου ταξιδιού σου
μια πληγή που ανάβλυσε
βατραχάκια κάτω απ’ την πανσέληνο
είσαι η ουσία της φλέβας μου
μια δίνη σαν το λαρύγγι μου στο απόβραδο
μεθυσμένη γεύση δυνατός πυρετός
σε καίω σε πνίγω σε δένω στη ζώνη μου
σπινθήρας το δάσος σου
παλιό κλειδί το αίνιγμά σου
αγριοπούλι στο κάστρο
της κουρσεμένης μου άνοιξης
κοιμήσου κοιμήσου
θα μείνω δίπλα σου ελάχιστη
άυλη κι άφωνη σαν δίψα
γυμνή υποψία σαράκι στο κεφάλι σου
κοιμήσου κοιμήσου
θα γίνω νιφάδες κομματάκια
η αναχώρηση της σκόνης για άλλο δωμάτιο
μια πασχαλίτσα που μετρά τα βήματά της
πάνω σε λεωφόρους
μην παραστήσεις πως με βλέπεις
ή πως με σφίγγεις στα χέρια σου από αγάπη:
τα σώματα σπάνε
δεν την αντέχουν τη σκληρότητα
άθραυστο είναι μόνο το φως.
ΜΕΤΑΞΙ ΟΛΟΜΕΤΑΞΟ
Πιάνω μια μύγα μες στα χέρια μου
με γαργαλάει των φτερών της η αγωνία
αν σφίξω λίγο ξεψυχά
αν χαλαρώσω φεύγει.
Καλύτερα να μείνω ακίνητη
ένα σπιτάκι αθέλητο να της δωρίσω
ένα κλουβί που θα βαφτίσω σπίτι
σιγά σιγά θα μάθει να αγαπά
τις ράγες των δακτύλων μου
θα ξεσκονίζει κάθε χαρακιά
μ’ ένα τσεμπέρι στις κεραίες της
και θα μου πλένει όλες τις φλέβες
θαρρώντας πως έπιασα βρωμιά.
Μα τέτοιο κακό δεν το βαστώ
όταν μετρώ το καρδιοχτύπι της.
Τι θες δορκάδα μου της λέω
τι θες μετάξι ολομέταξο
μέσα στα πράσινα ματάκια σου
τι θες μαινάδα μου και βρύχεσαι
με την ψυχή της λιονταρίνας.
Ανοίγω διάπλατα το χέρι
γδέρνω τον άνεμο γλυκά
καθώς εκείνη φτερουγίζει
προς το αόρατο κλουβί μας
μαζί μας μαζί να στολίσει
το αναπόδραστο της νύχτας ζωνάρι.
Θάνος Γώγος | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Θάνος Γώγος γεννήθηκε το 1985 στη Λάρισα. Είναι εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού και των εκδόσεων «θράκα», ιδρυτής και (μαζί με τον Σωτήρη Παστάκα και τον Αντώνη Ψάλτη) διευθυντής του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης και Project Coordinator του Ευρωπαϊκού λογοτεχνικού προγράμματος λογοτεχνικών διαμονών Ulysses Shelter.
Το 2013 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή Μεταιχμιακή χαρά, εκδ. Φαρφουλάς, και το 2014 η ποιητική σύνθεση Γλασκώβη, εκδ. Θράκα(2019 β έκδοση, εκδόσεις Sandorf, 2020, Κροατία) και το 2020 η ποιητική σύνθεση Ντακάρ από εκδ. Μελάνι, (δίγλωσση έκδωση) και από το πολιτιστικό κέντρο Μάριμπορ, Σλοβενία. Το 2015 συμμετείχε στο 2ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, στο πλαίσιο της 12ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης και στην ανθολογία “New Voices of Greece” που εκδόθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού και παρουσιάστηκε στην 67η Διεθνή έκθεση Βιβλίου Φρανκφούρτης.
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και έχουν μεταφραστεί σε 9 γλώσσες.
Έχει συμμετάσχει σε πολλές ανθολογίες και φεστιβάλ ποίησης στην Ελλάδα και το εξωτερικo. Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών και του Δικτύου Versopolis. Διαμένει στα παράλια Λάρισας.
ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Ο κύριος Γώγος
εχτές βράδυ
πάλι
εθεάθη
αλλόφρων
να πετά
αναγαλλιασμένος
με ρούμι
σφυρίζοντας
αδέσποτους σκύλους
Προσπαθούσε λέει να μάθει
πώς αποχαιρετούν τις γυναίκες.
Μεταιχμιακή Χαρά, Φαρφουλάς 2014
ΙΙΙ
Παραδοχή
Η έκφραση δεσποινίς, θα πρέπει να βελτιωθεί
Το γνωρίζω
Μα δεν θα περάσουν πολλές βδομάδες και σύντομα
θα με δοξάζετε ως ειδητικό
Ο πλατειασμός έθος κακό ξεβρασμένο πια σε
εσωστρεφή παραδοξολογήματα.
Ποτέ να μην έρθουν ξανά τέτοια.
Επιστρέφω λοιπόν ευθύς στην εξιστόρηση των γεγονότων
που έλαβαν μέρος κατά την περιήγησή μου
στα ζείδωρα μονοπάτια της Αίξυσφας
Τρεις ολόκληρες μέρες+ ζωτικές μέρες περιπλανήθηκα
και γνώρισα σχεδόν κάθε λογής επαναστά-
τες και «επαναστάτες».
Γνώρισα εκείνους με το Α ραμμένο
(Τους ρώτησα τι είναι ο Ντουρρούτι και μου ’παν
«κρουασάν»)
Τους άλλους με το Α στο στόμα
(«Σολιντάριος, νοσότρος, ταξιαρχία, οι φίλοι του»
απάντησαν)
Και αυτούς με το Α στο βλέμμα
(«Αξιοπρέπεια+ ελευθερία» λέγαν).
Ο συνδυασμός των δύο τελευταίων προσδίδει κύρος
στους επαναστατικούς κύκλους.
Το πνεύμα της αλληλεγγύης δεσποινίς διάχυτο σ’
αυτά τα μέρη
Νιώθεις να μαλακώνει η καρδούλα σου ‘καρδούλα(
Κρύβουν κάποια από τη χαμένη αίγλη του παρελ-
θόντος.
Κάποτε, σε κάποια μέρη, πάρα πολλά χρόνια πριν, η
ζωή δεν κρυβόταν μόνο σε μονοπάτια
Άνθιζε σ’ ολόκληρα χωριά
Στις μεγάλες λεωφόρους των πόλεων
Στα σκληροτράχηλα βουνά, μέσα στα χιόνια άνθιζε.
Οι σειρήνες των εργοστασίων ―αφύπνιση― ούρλιαζαν
Τα κτήρια μαυροκόκκινες σημαίες ανέμιζαν περήφανα
Ο έρωτας σταματούσε να πουλιέται να δεσμεύεται
με ανούσιους όρκους και να αγοράζεται.
Πως να ξεχαστούν τα οδοφράγματα της ελευθερίας:
Μαχνοβτσίνα, Σικάγο, Βαρκελώνη
Να χαθώ στην ευρυθμία ενός ελευθεριακού εμφυσήματος;
Να παραληρήσω στην άβυσσο του εγωτισμού:
Χαμογελώ σύντροφε
Τι γλυκά ταξίδια είναι αυτά που μου τάζεις
Η διάτρηση του ζωτικού μου χώρου
Στρίβε
Είμαι αλλεργικός στην τρυφερότητα
Τ’ αγρίμι ορμά και ξεσκίζει τη σάρκα του ανθρώπου
Θα σου δείξω πως το Α εγώ το έχω μόνο στο στόμα
Ομοϊδεάτη μου
Γλυκέ μου σύντροφε
Εγώ θα σπιλώσω τις αρχές μας
Της ιστορίας γνώστης
Της τέχνης της παραπλάνησης άρχοντας
Της εξουσίας άνοσος φορέας
Κατέχω μέσω αιτήσεως:
Την ασχήμια του τέρατος
Την ευφυΐα της Αθηνάς
Τα άπαντα του Φρόιντ
Έχω εσένα ακατέργαστο
Εφιαλτικό μ’ αλήθεια
Σε πλάθω ξανά απ’ την αρχή
Γλυκέ μου σύντροφε
Ο πέλεκυς της δικαιοσύνης θα πέσει βαρύς
Η τιμωρία θα επέλθει
δι’ εμού του ιδίου
Μα πώς είναι δυνατόν;
Τα δικά μου λόγια τελείωναν στα άπαντα του Φρόιντ.
Είμαι σίγουρος. Το είχα ετοιμάσει πιο πριν. Το γνωρίζω.
Δεν είναι δικά μου αυτά τα γράμματα
Δεν είναι και άγνωστα όμως.
Το σημάδι από κραγιόν δίπλα στο σημείο υπογραφής
Προκλητικότατο
Τι να κάνω:
Να υπογράψω:
Να το πετάξω, να σκοτώσω τον σύντροφο που το
διάβασε και να μην πω σε κανέναν τίποτα;
Γλασκώβη (2014, Θράκα, Λάρισα)
I
Στο λιμάνι του Ντακάρ
Μακριά από την παλιά πόλη του Μπαριλότσε
ένα λουλούδι , δέκα
μαζί
διαλύουν
ένα πλοίο
και
ίσως
ανοίγει η κοιλάδα τα χρώματα
μα
Είμαι σίγουρος
Οι ναυτικοί τις νύχτες
Πετούν γυναίκες στη θάλασσα
Να καθαρίσει μάλλον η σκέψη τους
Να εμπλουτίσουν αίμα κάθε υδάτινη σπιθαμή.
Άτιτλο
Έχει ένα τρυπημένο οστό
Κι από μέσα του αναβλύζει
το γάλα
Στο οροπέδιο
Την απεχθάνονται:
Αυτό το κοχύλι
Αυτό το κοχύλι λένε που έχω
Αυτό το κοχύλι που έχω
Μέσα μου
Μετρά τους νόμους σαν κωπηλάτης
Ιχνηλατεί
Όλα τα δύει και βρίσκουν τη χαρά τους
II
Στις γιορτές ο πόλεμος σταματούσε.
Ανοίγαμε τότε
Οι
ξένοι
λυρικά
τις ομπρέλες
μας
και τα δόντια έλαμπαν
και το δέρμα που κατοικούσαμε
λογαριαζόταν
εκεί
όπου τα στάχια ψηλότερα των ώμων
όπου η θάλασσα
ευλαβικά
γίνεται
ένα με
τη
γη
η σκέψη το σώμα ο λόγος
στο τέλος
ένα
κι
ένα
σαν
εκκλησιές
έπεφταν χωριστά
ανάλογα με τη φήμη τους.
IV
Κρατούσες το κοριτσάκι από το χέρι
Κι εμένα από το άλλο χέρι
Κι εγώ κρατούσα
τα δέντρα
τη λίμνη
τα ζώα
Όλον εκείνον τον Χειμώνα
Ατιτλο
Πιο πάνω από τον ισημερινό
Η θάλασσα έχει υποχωρήσει
Σε αυτή την έρημη γη
το κορίτσι
το χτυπημένο κορίτσι
με τα γόνατά του
τραγούδι
Έχει στις τσέπες επαναστάσεις
Έχει τον κλήρο της Ρωσίας, της Αγάπης και άλλων χωρών
Κόρη μου
Λίμνη με το όνομα σου πιο καθαρό από λέξεις
Εσένα που ποτέ δε χτύπησα
Η γη σου αφιερώνεται
Άτιτλο
Λευκή
Άννα
Με τις τιράντες των αγρών
Και το χαμόγελό σου στη Νορμανδία
από αυτή θα νοιώθεις τα χείλη σου και το διάστημα που μεσολαβεί και κάθε ειλικρινής μεταμέλεια θα καταγραφεί μέσα σου όπως το παιδί καταγράφει τους καθρέπτες
και
είσαι το σώμα, η νύχτα και τα μοναχικά τοπία στο βεληνεκές τους η πρόφαση, το εξέχον πρόσωπό τους και τίποτα άλλο δεν αναγνωρίζω και αναγνωρίζεις
και ήσουν για εκατό χρόνια και θα είμαι άλλα τόσα τουλάχιστον, μες στο μυαλό σου η λέξη, η μουσική για τη λέξη, το παιδί που μιλά για τη λέξη, μόνο, στην άκρη του σχήματος και ό,τι
θα
αλλάξει πια
θα
αλλάξει
για
πάντα
Άτιτλο
Έχουμε τόσα πια να πούμε
Κρατάμε όλοι μία πέτρα
Και οδηγούμε μες στο πλήθος
Χαμένε δρόμε κάνεις κόλπα
Είσ’ όλα όσα τώρα στέκουν
Κρατάς μιλώ πετώ γελάω
Και συνεχίζω να γελάω
Όσο κι αν φεύγεις σ’ άλλο τόπο
Άτιτλο
Το πιο σκληρό απ’ολα στήθος
φτιάχτηκε από μικρό λουλούδι
Και ότι και αν σπάσεις τώρα πάνω
αυτό θα βγάζει
μόνο
χιόνι
Γιάννης Ζαραμπούκας | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γιάννης Ζαραμπούκας γεννήθηκε το 1996 στη Νυρεμβέργη. Ζει στη Λάρισα. Ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές σπουδές του στο τμήμα Εργοθεραπείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής. Τα τελευταία δύο χρόνια εργάζεται σε βιβλιοπωλείο και δραστηριοποιείται στον χώρο του βιβλίου γενικότερα. Κείμενα του φιλοξενούνται στο site του Εnvivlio.com. Διατηρεί τη λογοτεχνική σελίδα Vivlia4U. Η δεύτερη ποιητική του συλλογή αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Συρτάρι.
ΚΥΡΙΑΚΗ
Το χοιρινό στο φούρνο.
Η μητέρα με την ποδιά σάβανο
τυλιγμένη, κόβει ματαιωμένα όνειρα
στη σαλάτα.
Ρίχνει και μια πρέζα ζάχαρη,
γιατί διαφορετικά πικρίζουν.
Ο πατέρας στην ίδια πάντα θέση,
βουβός,
την πίπα του καπνίζει.
Τ’ άλλο το χέρι κάτω απ’ το τραπέζι,
χαϊδεύει στα κλεφτά τις γυμνόστηθες κόρες.
Ασάλευτες σαν πέτρες εκείνες,
μόνο που δακρύζουν, και τα μωρά τους
με υπομονή βυζαίνουν.
Ο γιος διακριτικά αφαιρεί το κραγιόν
από τα χείλη. Οι ώμοι του γειρτοί
απ’ τη θλίψη που κουβαλά στα μάτια.
Τα βλέμματα όλων αμήχανα
γυροφέρνουν το τραπέζι.
Τον χρόνο που περνά,
μετρούν με σιωπές και παύσεις.
Τις σκέψεις τους αθόρυβα πνίγουν
στην καράφα του κρασιού.
Τις αλήθειες τους διπλώνουν,
κάτω απ’ τις χαρτοπετσέτες.
Με λέξεις συμβατικές, και κατά συνθήκη
ψέματα, υφαίνουν εύθραυστες ευτυχίες.
Μετά από λίγο, έρχεται κι η μητέρα.
Τα πρόσωπα τσαλακώνουν,
προσποιητά χαμογελούν.
Άλλη μια Κυριακή καρμπόν
μαζί, και συνάμα χώρια θα περάσουν.
ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΕΣ
Τα μεσημέρια, ο δρόμος άδειαζε.
Έρχονταν ο κύριος με το γκρι σακάκι.
Στη μέση της ασφάλτου, τα μάτια έκλεινε,
σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών.
Τέντωνε τα χέρια,
άφηνε απ’ τα δάχτυλα
να γλιστρήσουν οι σκιές.
Δειλά, έφερνε μερικούς κύκλους.
Άξονάς του
το αναπόδραστο της μοίρας,
ο ίδιος του ο εαυτός.
Τροχιές διέγραφε
με αρχή, το ίδιο πάντα τέλος.
Έτσι περνούσαν οι μέρες.
Οι φωνές των περαστικών
φύλλων θροΐσματα
δεν τον άγγιζαν πια.
Μελωδίες βιολιών
έφταναν στα αυτιά του.
Μελωδίες υπονόμων
κουβαλούσαν επάνω τους μία θλίψη,
και τη γλύκα του ανεκπλήρωτου ονείρου.
Έτσι περνούσαν οι βδομάδες και τα χρόνια.
Ο κύριος με το γκρι σακάκι
να περιστρέφεται ανελλιπώς
παγιδευμένος στη φαυλότητα της ζωής
μη γνωρίζοντας πως έχει πεθάνει, ήδη.
Πληγή
Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες
των εκλιπόντων
ζώντων,
απ’ τη σερβάντα
με κοιτούν.
Kαρφί
το βλέμμα τους,
κι η ανάμνηση
παντοτινή
πληγή ορθάνοιχτη,
χάσκει
γκριζόμαυρη ερημιά.
ΚΥΡΙΑΚΗ
Το χοιρινό στο φούρνο.
Η μητέρα με την ποδιά σάβανο
τυλιγμένη, κόβει ματαιωμένα όνειρα
στη σαλάτα.
Ρίχνει και μια πρέζα ζάχαρη,
γιατί διαφορετικά πικρίζουν.
Ο πατέρας στην ίδια πάντα θέση,
βουβός,
την πίπα του καπνίζει.
Τ’ άλλο το χέρι κάτω απ’ το τραπέζι,
χαϊδεύει στα κλεφτά τις γυμνόστηθες κόρες.
Ασάλευτες σαν πέτρες εκείνες,
μόνο που δακρύζουν, και τα μωρά τους
με υπομονή βυζαίνουν.
Ο γιος διακριτικά αφαιρεί το κραγιόν
από τα χείλη. Οι ώμοι του γειρτοί
απ’ τη θλίψη που κουβαλά στα μάτια.
Τα βλέμματα όλων αμήχανα
γυροφέρνουν το τραπέζι.
Τον χρόνο που περνά,
μετρούν με σιωπές και παύσεις.
Τις σκέψεις τους αθόρυβα πνίγουν
στην καράφα του κρασιού.
Τις αλήθειες τους διπλώνουν,
κάτω απ’ τις χαρτοπετσέτες.
Με λέξεις συμβατικές, και κατά συνθήκη
ψέματα, υφαίνουν εύθραυστες ευτυχίες.
Μετά από λίγο, έρχεται κι η μητέρα.
Τα πρόσωπα τσαλακώνουν,
προσποιητά χαμογελούν.
Άλλη μια Κυριακή καρμπόν
μαζί, και συνάμα χώρια θα περάσουν.
ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΕΣ
Τα μεσημέρια, ο δρόμος άδειαζε.
Έρχονταν ο κύριος με το γκρι σακάκι.
Στη μέση της ασφάλτου, τα μάτια έκλεινε,
σηκώνονταν στις μύτες των ποδιών.
Τέντωνε τα χέρια,
άφηνε απ’ τα δάχτυλα
να γλιστρήσουν οι σκιές.
Δειλά, έφερνε μερικούς κύκλους.
Άξονάς του
το αναπόδραστο της μοίρας,
ο ίδιος του ο εαυτός.
Τροχιές διέγραφε
με αρχή, το ίδιο πάντα τέλος.
Έτσι περνούσαν οι μέρες.
Οι φωνές των περαστικών
φύλλων θροΐσματα
δεν τον άγγιζαν πια.
Μελωδίες βιολιών
έφταναν στα αυτιά του.
Μελωδίες υπονόμων
κουβαλούσαν επάνω τους μία θλίψη,
και τη γλύκα του ανεκπλήρωτου ονείρου.
Έτσι περνούσαν οι βδομάδες και τα χρόνια.
Ο κύριος με το γκρι σακάκι
να περιστρέφεται ανελλιπώς
παγιδευμένος στη φαυλότητα της ζωής
μη γνωρίζοντας πως έχει πεθάνει, ήδη.
Πηνελόπη Ζαρδούκα | Βιογραφικά Στοιχεία
Η Πηνελόπη Ζαρδούκα γεννήθηκε στον Πυργετό Λάρισας στις 3 Ιουνίου του 1986. Σπούδασε Φιλοσοφία, Παιδαγωγικά και Ψυχολογία στο Εθνικό & Καποδιστριακό Παν/μιο Αθηνών. Στη συνέχεια παρακολούθησε το διετές ποιητικό εργαστήρι του Τάκη Σινόπουλου στον Περισσό Αττικής με δασκάλες την κ. Τασούλα Καραγεωργίου και την κ. Λιάνα Σακελλίου. Εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση ως φιλόλογος στη Λευκωσία και στην Αθήνα όπου και ζει μέχρι σήμερα. Συνεργάζεται με το λογοτεχνικό περιοδικό «Μανδραγόρας» και γράφει ποιητικές κριτικές στην διαδικτυακή του πλατφόρμα.
Η ποιητική συλλογή «Αιωρείν» κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2019 από τις εκδόσεις Θράκα και είναι η πρώτη έντυπη στο ενεργητικό της.
ATM I love you
Αγαπημένο μου ΑΤΜ
σήμερα πέρασα από δίπλα σου
είπα από μέσα μου κρυφά 9865
ξανά και ξανά
κοίταξα την έκφραση της οθόνης σου
κρύα και απόμακρη τώρα πια
πέρασα και έφυγα σκυφτή
θυμάμαι τότε που δίναμε ραντεβού
και σου χάιδευα τα πλήκτρα _εσύ με κοίταζες με την αναμμένη σου ένδειξη
φωτεινή και υγρή από τα χνώτα μου
μου πρόσφερες κάθε ευτυχία να είμαι μαζί σου.
Αγαπημένο μου ΑΤΜ
αναβοσβήνει μια οπή που λέει το όνομα σου
συνήθως σου έδινα μια πλαστική κάρτα
συνήθως μου έδινες χρήματα
ξανά και ξανά
Κάποια μέρα ελπίζω να σου ξαναγράψω
σε κάποια απόδειξη που κάποτε μου έκοβες
και την φυλάω προσευχή μαζί με άλλες
στο συρτάρι
να μην ξεχνώ το γραφικό σου χαρακτήρα
τα ερωτόλογα που μού ‘λεγες και τα λεφτά που είχα
και έβγαζα μέσα από τη ζεστή σου θαλπωρή.
Αγαπημένο μου ΑΤΜ
για λίγα ευρώ είμαι πια τώρα μακριά σου
σέρνω το βλέμμα σε κάθε γωνιά της πόλης
τράπεζες πάνω σε τράπεζες και άλλες τράπεζες
πού να σε βρω;
9865 για πάντα αγάπη μου
9865 για πάντα
δική σου,
χ47432227502
Από την ποιητική συλλογή: «Αιωρείν», εκδ. Θράκα, Μάιος 2019
Γιατί δεν γράφουν οι ποιητές
«αποσιωπώντας με φρόνηση όλες τις
καινούργιες μας λέξεις»
Θανάσης Θ. Νιάρχος
Εκμηδενίζεται η προσπάθεια συγγραφής
Συγγράφω πια ίσον συρράπτω
Ραμμένα ξένα ρούχα που φορείς
Ό, τι κι αν πεις ό, τι κι αν γράψεις
Μικρονοείς πεισμώνεις
Στο τέλμα της θεματικής σου ακροβατείς
Η φρόνηση μας παίδεψε αγαπητέ μου
Πηγαίνετε να τη βρείτε σε κανένα μπαρ
Να πιείτε από νωρίς
Η οργάνωση του λόγου ατυχής
Ασύντακτα τα όρια του μεσημεριού
Βιβλία ποιητικά στο τάμπλετ δεν θα βρεις
Ό, τι κι αν πιείς
Καινοφανής αργία – αλκοολική μαγεία
Δεν γράφεις – δεν συρράπτεις
Φρονήσεως αεργία
Κάποτε τις λέξεις σου θα πιείς
Ωραίες κάποτε μα θα τις καταπιείς
Αφού τις βρεις
Αποσιώπηση βραδεία
Ευαγγέλιον Πάθους
Διατηρούμε κάτι το εσταυρωμένο πάντα
Κουβαλάμε καφάσια και κούτες με καρφιά
Οι σταυροί μας δε λείπουν απ’ τα αισθήματα
Της κυρίας από πάνω της έλειψαν τα όνειρα
Μυροφόρα τα ραίνει τα μαραίνει και μαραίνεται
Του γείτονα ο γιός τον είπε αγύρτη και μπεκρή
Μπουκάλια το αίμα πιλατεύει από χολή και νύχτες
Κι ο μαθητής που εισδύει σε techno party
Τί όλεθρο επωμίζεται μέχρι τον Γολγοθά του
– Βέβαια, είν’ τα τριπάκια ωραία για την ώρα –
Αυτό το μιαρό το αλλότριο – το εσταυρωμένο
Μας παραλύει με δόρια αγκάθια με σπαθιά
Ξύδι και σήψη αναδύουν τα ποτήρια
Το παραπέτασμα του ταβανιού σαβανώνει έναν θεό
Οι παλάμες ολονών τα πόδια κατακόκκινα
Με δυο ληστές συνείδηση να περιγράφουν το χαμό
«και Δυσμάς και Γέστας οι δυο κακουργοι συσταυρωθήτωσαν…»
Έφτασα αισίως τριάντα τρία
Πρώτη δημοσίευση:
Διαδικτυακή έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Θράκα»
τον Απρίλιο του 2020.
Η γλάστρα Πηνελόπη
«Γιατί ετούτο το χωράφι
δεν έχει σημασία ποιός το σπέρνει
πάντα φυτρώνει μοναξιά»
Ντ. Χριστιανόπουλος
Για το χώμα έχουνε γράψει κι άλλοι
– το μιλούν το φτύνουν το μασούν –
Ίχνη ζωής δεν θά’ βρεις μέσα σ’ αυτή τη λασπουριά
Μυρίζει αποδιωγμό.
Απ’ το λεωφορείο ως την κρεβατοκάμαρα
ένας λόφος χώματος ιδρώνει
Στην κουζίνα – πίνω καφέ με χώμα πια –
απλώθηκε παχύ πυκνό ανάσκελο
γράφει «η σειρά μου».
Κάποτε σωριάζομαι σε χούφτες
Περνάει εκείνος τακτικά και με μαζεύει
Με βάζει σε μια γλάστρα
Ποτίζει τον εσωτερικό – πολύ εσωτερικό – μου χώρο
Το χώμα ησυχάζει ακίνδυνο τον ερχομό
«η σειρά του
η σειρά του να με δει θαμμένη»
Αθέατες οι ρίζες το πράσινο της φυτογής
Όσο για το λουλούδι που ορθώνεται, σκιώδες
«Χους ειμί και εις χουν απελεύσομαι» απ’ τα χέρια του
Συντηρείται πρωτίστως η σπορά
Γέρνει ο πόθος φύτρο μοναξιάς
Το χώμα σύγκορμο με θρέφει πάλι.
«η σειρά σου
η σειρά σου να με βρεις σκαμμένη»
Για το χώμα έχω να γράψω κι άλλο.
Στον Δ.
Πρώτη δημοσίευση:
Διαδικτυακή έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού «Μανδραγόρας»
τον Μάρτιο του 2020.
Καθρέφτης μέσα σε καθρέφτη
Υπάρχει ένας καθρέφτης
που δε μου μιλά
Ζούμε μαζί
θυμάμαι τον αγόρασα μισοτιμής
απ’ το Χαλάνδρι
όμως δε μου μιλά
Κοιτάζω αν με κοιτά
κι όλο κοιτάζει
δε μου μιλά
Ζούμε μαζί
Το τζάμι του
σύνορο ψυχρό
ανάμεσα σε μένα
και σε μένα
άλαλη η άλλη
που κοιτά
δε μου μιλά
Ζούμε μαζί, πάντα μαζί
και χωριστά
Υπάρχει ένας καθρέφτης
μέσα στον καθρέφτη
που όμως μιλά
Περνούν τα χρόνια
άλαλος μένει
μέσα στον άλλο
εμένα όμως με κοιτά
Μια μέρα του μίλησα
από τότε με κοιτάζει
και μιλά, όλο μιλά
Μαύρη τρύπα
Αγαπηθήκαν εκείνο το βράδυ σαν να ήταν
Το τελευταίο
Απομακρύνθηκαν στο τέλος του σκοταδιού
Έλαμψε ο ήλιος και μεταμορφωθήκανε
Σε όμορφες ακτίνες
Η σκιά τους παρέμεινε έτσι να αγαπιέται ακόμα
Όποιος πάει σ’ εκείνο το σημείο θα την δει
Μαύρη κι ακίνητη
Μια μαύρη τρύπα
Από την ποιητική συλλογή: «Αιωρείν», εκδ. Θράκα, Μάιος 2019
Σημείωση: Προσφάτως το ποίημα «Μαύρη Τρύπα» μεταφράστηκε στα ισπανικά από τον Javier Sanchez Quirόs και δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο «paulatinygriego.wordpress.com».
Πόλεμος
Τι να τα κάνεις τα όπλα
Όταν έχεις τις λέξεις
Στοχεύεις
Με την κάννη γεμάτη
Μετά πηγαίνεις
Και μαζεύεις
Ό, τι απέμεινε
Ζωντανό
Για να πεις
Πως κράτησες
Τους τραυματίες
Πολέμου
Μέσα σε ένα βιβλίο
Από την ποιητική συλλογή: «Αιωρείν», εκδ. Θράκα, Μάιος 2019
Πρόποση
Ή κάτι καλύτερο θα είναι η ζωή
Ένα ποτήρι δροσερό κερασμένο στο μπαλκόνι
Των καθημερινών ηρώων
Αυτών που, ζώντας για χρόνια πλάι σε ένα – αντί-
Πόθησαν να περάσουν τα σκιερά περιθώρια
Ν’ ανηφορίσουν σκάλες και στίχους λυρικής ποίησης
Έπη και παιάνες και εξάμετρους δακτυλικούς
Για να νικήσουν τις Λερναίες Ύδρες της ζωής τους
Βγήκαν απ’ τις γκροτέσκες κάμαρες του μυαλού
Σταμάτησαν να πουλάνε χλιαρό το νερό των ονείρων
Και αναμετρήθηκαν με τη μάχη των μαχών τους
Νικητές
Στεφανωμένοι με το πιο ταπεινό κλαδί
Ανεβασμένοι ένα απόγευμα στο βάθρο
Του τόσο δα μπαλκονιού τους
Σηκώνω και γω το ποτήρι μου
Για όλους εσάς που από καιρό
Η ώρα των ανδραγαθημάτων σας
Δείχνει τον πιο μακρινό της δρόμο
Και σεις ακόμα πιο χαμογελαστοί
Φοράτε τα κυριακάτικα ρούχα σας
Για να κηδέψετε τη χθόνια θλίψη
Από την ποιητική συλλογή: «Αιωρείν», εκδ. Θράκα, Μάιος 2019
Προσευχή
Υπάρχουν τρία είδη χωρισμού:
οι ζωντανοί απ’ τους ζωντανούς
οι πεθαμένοι από τους ζωντανούς
κ’ οι πεθαμένοι από τους πεθαμένους
Το καθένα, θά’ ρθει με την ώρα του
Καραδοκείς εσύ κι αναρωτιέσαι
αν τα καντήλια που καιν το βράδυ
είναι για τους ζωντανούς
ή για τους πεθαμένους
Είναι για σένα
που πάντα για κάποιον η απουσία σου
θα του είναι προσευχή
Προσοχή, οι ζωντανοί
απ’ τους ζωντανούς
λυτρώνονται
στο τέλος.
Το φορντάκι και η γιαγιά
Το Ford ήταν το φορντάκι. Το φορντάκι του μπαμπά. Το γνώρισα στην έκτη δημοτικού το αποχωρίστηκα πριν πάω να σπουδάσω. Το φορντάκι μεγάλωνε μαζί μου οι λαμαρίνες του γειρτές γαλάζιες έμψυχες. Ο πατέρας μου είχε πάει παντού με το φορντάκι. Ακόμα και στην Αθήνα μετά από χρόνια το φορντάκι μας πήγαινε στην κλινική κι από κει στο μαιευτήριο. Λίγο κουρασμένο ίσως και γερασμένο όμως τα λάστιχά του χαμογελαστά το καντράν ζεστό και από βενζίνη αχόρταγο. Το φορντάκι ένα γελαστό γαλάζιο αμάξωμα περασμένης προ πολλού δεκαετίας.
Η γιαγιά μου κραταιή φιγούρα του Πυργετού και των περιχώρων μεγάλωσε παντρεύτηκε στη θεσσαλική επικράτεια. Πάντρεψε με τη σειρά της τα παιδιά της προίκισε τις μέρες της με παίδεμα και μασλάτι. Περάσανε οι εποχές οι πίτες οι Λαμπρές τα εκκλησιάσματα κι έβλεπα τη γιαγιά γειρτή να περπατά με ολοστρόγγυλες γαλάζιες ζάντες περασμένης προ πολλού δεκαετίας.
Πριν κάποιο καιρό επισκεφτήκαμε τη θεσσαλική χερσόνησο με το φορντάκι. Στον γυρισμό κι αφού του φόρτωσα κάθε λογίς βιβλίο και τσιπράγκαλο κώλυσε η ζάντα του έξω απ’ τη Λάρισα μέσα στη νύχτα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Το φορντάκι μας είχε προδώσει ή είχε ξεψυχήσει στην εθνική – άγνωστο και μέχρι τώρα αναπάντητο.
Μήνας δεν πέρασε η γιαγιά μου συνεπής στο σουλάτσο του μεσημεριού περπατούσε στην ευθεία του σοκακιού εγγύθεν του πατρικού μου και συζυγικού της άλλοτε οικήματος. Με μια ανεπαίσθητη δρασκελιά η γιαγιά βρέθηκε οριζόντια στο κράσπεδο και το ποδάρι της όπως είπε αργότερα είχε σπάσει.
Με τα πολλά αποχαιρετήσαμε το φορντάκι στη θεσσαλική πρωτεύουσα και μεσούσης της νυκτός πήραμε το τρένο κουβαλώντας μόνο τα αναγκαία. Το φορντάκι μας έβλεπε να βγάζουμε το παιδί απ’ τα σπλάχνα του σαν έναν άλλο τοκετό και το είχαν πάρει τα ζουμιά. Βιβλία βαλίτσες κι αυγά παρέμειναν πλακούντας αχρείαστος μπροστά στο αναπόδραστο της αποσκίρτησης.
Μέρες μετά ο πατέρας μου πιστός στις πρωταρχικές του αναγκαιότητες περιμάζεψε τη μητέρα του και το φορντάκι. Τους περιποιήθηκε αγόγγυστα σε κέντρα αποκατάστασης και βουλκανιζατέρ. Παροπλισμένους τους κράτησε στην πίσω αυλή του Πυργετού με ζάντες πλέον δανεικές ουδόλως πρωτοτυπώντας στη μνήμη και στην καρδιά του.
Από την ποιητική συλλογή: «Αιωρείν», εκδ. Θράκα, Μάιος 2019
Κατερίνα Ζησάκη | Βιογραφικά στοιχεία
Η Κατερίνα Ζησάκη γεννήθηκε το 1984 στον Πυργετό Λάρισας.
Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Είναι μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Μανδραγόρας. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Ιστορίες απ’ το ονειροσφαγείο, (Μανδραγόρας, 2014) και Μισέρημος (Μανδραγόρας, 2018).
το λάθος
το μεγαλύτερο όργανο στο
σώμα
είναι
η φωνή
με δύο χέρια την ίσιωσα σαν το ραβδί για να γίνω
ένας άλλος πατέρας
να τα πω καλύτερα
να γιατρευτεί η πληγή
της οποίας το πύο διέτρεχε ολόκληρη την αγάπη
τα στήθη μου εμφανώς διαφωνούσαν
βγάλαν τα παιδιά σπυριά
φούσκωσαν τα μάτια κι έπεσαν
οι βολβοί στη γη
ένας άλλος τρόπος
δεν θα επιμείνω στη σπορά
θα σαπίσει θα το φάμε θα χαθεί
ό,τι και να πιάσει
φέρ’ το πονεμένο σου
το σιχαμερό
θα το κάνω μάκια να περάσει
είμαι
ο άλλος κόσμος
ο κουρασμένος άντρας κυνηγούσε τον ουρανό
ν’ αποδεχτείς το σώμα μου
και
μια φορά
να το φιλήσεις όλο
να πεις αυτή
είν’ η γυναίκα
η γυναίκα είναι
δίχως ο άντρας
και δίχως ο άντρας
να είναι
ν’ αποδεχτείς τα χέρια μου
τα πόδια και τα δόντια
τα πλευρά – τα έχω όλα
φιλημένη καλά
φιλητής
να πέσουμε
να κοιμηθείς
κι εγώ με τα στήθη να ταΐζω τον ουρανό
σε αθωώνω
έρχεται
και πάντα κάπως λείπεις
το κατάλαβες;
τόσοι αιώνες
λύπης
χαμοστέρνας
ο πατέρας μου αυτοκτόνησε κοντά στα τριανταπέντε
ύστερα εμφανίστηκε
άλλος πατέρας
ίδια κοψιά ίδια μούρη φωνή και
τα δάχτυλα – ήξερε
παραπάνω πράγματα
είχε κόψει και το τσιγάρο και
μ’ αγαπούσε πολύ
πολύ περισσότερο εν σχέσει με
‘κείνον
τον άλλο
τον προηγούμενο
αγαπούσε καλά – έτσι έβρισκα – τόσο καλά
που δε χρειαζόμουν μάνα
ήμουνα μάνα και όλα τα χρέη της
θα τα έφερνα εις πέρας
αν την είχε χωρίσει κι ερχόταν να ζήσει μαζί μου
ό π ω ς π ρ ό τ ε ι ν α
με αγάπησαν έκτοτε κι άλλα αγόρια
τον μπαμπά τον παράτησα
δε μ’ έκλαψε; με έκλαψε; δεν αυτοκτόνησε ποτέ
ποτέ ξανά
όποτε αυνανίζομαι θυμάμαι
πως έχουμε ίδια δάχτυλα
1η δημοσίευση https://marginalia.gr
πάσα από Αναγνωστάκη για αδέξιους παίκτες
όταν καρφώνω τα καρφιά στον τοίχο για τα κάδρα
πρόβα για λέξεις – βαράω προσεχτικά
σφυριά σφυριά: ψιλό καρφάκι μη λυγίσει
μην τρίξει ο τοίχος ο αντίχειρας μη χτυπηθεί
δε βγαίνει τίποτα έτσι
μια μέρα θα πάρω τσιμεντόπροκα
θα δώσω μια γερή
θα λιώσω τον αντίχειρά μου
θα γκρεμίσει ο σοβάς
θ’ απομείνουν σφυρί
και καρφί και κρέατα
σφηνωμένα στον τοίχο
να ουρλιάζω από πόνο
εκεί να δεις ποίημα
φωτογράφος ζητείται για το κενό
δεν έχω ούτε μια φωτογραφία σου
που να λέει πώς ήσουν πριν να γεννηθείς
υπήρχες;
δεν υπήρχες;
σ’ ονειρεύτηκε η μάνα σου ή σ’ έκλεψε
από έναν κόσμο που όλα
ήταν καλύτερα: τα κορίτσια πράσινα
τα χωράφια μέλι
κι οι άντρες νοσταλγοί
μιας θηλυκής μαγείας
εξανθρωπίζονταν
βρήκες κόσμο αντίστροφα με τις ρόδες
τρακάρισες γιατρό κι έπαψες να πηγαίνεις
έκτοτε στάση: ζεις – γερνάς – πεθαίνεις
ακίνητος ανάμεσα σ’ ακίνητους ανάμεσα σε πόνο
κι ούτε μια φωτογραφία σου δεν έχω
που να λέει πώς ήσουν πριν να γεννηθείς
και πως υπήρχες
έτσι ώστε να βεβαίωνα
πως καταλήξαμε εδώ
από μιας μάνας κλέψιμο
κατά λάθος
και μόνο
λαϊκή του Σαββάτου
καροτσάκια λαϊκής ματωμένα
είχαμε κουβαλήσει μ’ αυτά τους νεκρούς
αντί πατάτες φρούτα
ρολά υγείας φτηνά
και βρακιά απ’ τα πανέρια
που σου γυάλιζαν εσένα
και μια χεριά γλαδιόλες
ευκαιρία να τις παίρνεις το Σάββατο
τσάμπα πράμα
να ομορφαίνει το σπίτι
που θα κατέφθαναν φίλοι
για τα κρασιά
μουσικές και τα γέλια
να ιδωθούμε
να μην ξεχνιόμαστε
κι απάνω στο κρασί να φουντώσει η κουβέντα
να μου βρίσεις την αναρχία
να σου βρίσω τη μάνα
και να παρέμβουν οι ισορροπιστές
να πέσουμε πάνω τους να τους φάμε
να ζήσουμε για την εκτόνωση
έναν μικρό μικρούλη πόλεμο
σήμερα τα καρότσια είχαν αίματα
ο μεγάλος ο πόλεμος
είχε αρχίσει
Ο πεθαμένος ποιητής
ο πεθαμένος ποιητής βρίσκεται ακόμα
μες στο συρτάρι του γραφείου του
πάνω απ’ τις κόλλες
πίσω απ’ τη φούντα (της ουράς της γάτας του)
και δίπλα απ’ το περίστροφο
που είχε ξεσκονίσει κάποτε ν’ αυτοκτονήσει
μα τον πρόλαβε το γήρας
τι λέτε ρε
ο πεθαμένος ποιητής χορεύει μες στο στόμα σου
κάθε που ουρλιάζεις
κάθε που “σύντροφοι”
κάθε που “κι άλλο κι άλλο κι άλλο”
ξαπλώνει μέσα στο δέρμα που γδέρνουν
τα νύχια σου γιορτάζοντας ή πενθώντας
σέρνει τις σόλες των παπουτσιών σου
κάθε που τριγυρνάς χαμένος
ο ποιητής
ο πεθαμένος
μια απούσα παρουσία ζωντανή
φάντασμα μες στο σώμα
και πού και πού σκουντάει τον γραφιά
που μέσα στο συρτάρι του γραφείου του
βρίσκεται ακόμα
της απεργιακής κινητοποίησης
βρέχει
συνέχεια βρέχει
και δε μπορούμε μια απεργία της προκοπής
χωρίς ομπρέλες και βραχνούς τηλεβόες
συνέχεια βρέχει
σκυφτοί να μην μπαίνουν σταγόνες στα μάτια
μην πουν πως δακρύσαμε
λυγίσαμε κι ακόμα δεν άρχισε το πάρτυ
στους δρόμους κάθε μέρα πιο πολλοί
μʼ ότι έχουμε από σκεπάσματα
χαρτόκουτα κι ένα ποτήρι για ψιλά
όπως και να γραφτεί το ΠΕΙΝΑΟ φοβόμαστε
κι ούτε μια απεργία
η μάνα μου λέει μας κοστίζει φαΐ για τρεις μέρες
ο πατέρας παλιός δεξιός πού να τρέχει
συνέχεια βρέχει
πονάει η φωνή μας
τη χρωματίσαμε να δυναμώσει
μα εκείνη τίποτα
ψελλίζει μόνο
τελευταία φωνήεντα σε συνθήματα έτοιμα
ούτε που τα πιστεύει πια
έτσι για τη συνήθεια
για την εκτόνωση και πάλι μέσα
σαν τελετουργικό παλιό
εκκλησιασμός την Κυριακή
άοπλοι δον κιχώτες και προφανώς
ο βασιλιάς είναι γυμνός και ΠΕΙΝΑΟ
τόσο αλήθεια που άγονη πια
και βρέχει
συνέχεια βρέχει
αν είχε ήλιο τουλάχιστο θα κάναμε τη βόλτα μας
θα βλέπαμε και φίλους
τα εργοστάσια έκλεισαν
ποια απεργία
η πόλη κοιμάται
σιγά με τους κρότους σας
τώρα που συνηθίσαμε τους πόνους
απεργούμε απʼ τη ζωή
κι όλο βρέχει
Αγώνας
ότι δε λάβαινα μέρος στους αγώνες
ήταν γνωστό
ότι δεν είχε πιτσιλίσει τα μούτρα μου αίμα
γνωστό επίσης
εκείνο που δεν ήξερε κανείς
ήταν – παρ᾽ όλο που με τρόμαζαν οι κρότοι
πως έφτιαχνα λέξεις να οπλίσω τις βόμβες
κι ότι δυνάμωνα τις νύχτες τις μαχήτριες και
τους μαχητές με τα χάδια και το κορμί μου
την άλλη μέρα έγδερνα το σώμα μου
και με λέξεις έκλαιγα τους νεκρούς
δισυπόστατα πράγματα
διφορούμενα
θα μας τρελάνει όλους αυτός ο αγώνας
αλήθεια σύντροφοι: ποιoς αγώνας
Walzing Matilda
δε γίνεται να ευτυχήσουμε ποτέ
είπε η Ματίλντα
και έσπρωξε την πόρτα από το πόμολο
κι εκείνο έπεσε
διόλου καλά στερεωμένο καθώς ήταν
όπως όλα τα πόμολα
όπως όλα τα πράγματα
διόλου καλά στερεωμένα
ετοιμόρροπη ζωή είπε η Ματίλντα
πέρασε πάνω από το πόμολο
και έφυγε
πήγε να βάλει ένα κομμάτι μουσική
ενώ το πόμολο περίμενε στο πάτωμα
κάποιον να το στερεώνει σταθερά μετά τις πτώσεις
δε γίνεται να ευτυχήσουμε ποτέ
ακούστηκε στο διάδρομο η Ματίλντα
Walzing Matilda
Waltzing Matilda
You ‘ll come a-walzing Matilda with me
Γιώργος Χ. Θεοχάρης | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδος. Εργάστηκε στη χημική βιομηχανία. Εξέδωσε επτά ποιητικά βιβλία και έναν συγκεντρωτικό τόμο ποίησης από το 1970 ως το 2010, καθώς και ένα βιβλίο ιστορικής έρευνας για τη Σφαγή στο Δίστομο το 1944, για το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Χρονικού – Μαρτυρίας το 2011. Επιμελήθηκε, από το 2014, έξι Ανθολογίες ελληνικών ποιημάτων. Μετείχε στη σύνταξη της έντυπης εφημερίδας Book Press. Μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και αλβανικά. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό Εμβόλιμον (Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας 2014). Μετείχε στην Επιτροπή Κρατικών Βραβείων Παιδικής Λογοτεχνίας. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών.
ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ
Είναι τώρα λίγο καιρός
που δεν μπορώ να διαβάσω τα μάτια σου
γιατί το ήμερο βλέμμα σου
έχει κάτι το μη αναγνωρίσιμο.
Όπως τα εικονοστασάκια
στην άκρη του δρόμου
που έτσι καθώς περνάς
δεν ξέρεις αν αναφέρονται
σε κάποιον που σκοτώθηκε
ή σε κάποιον που σώθηκε.
Ν’ ΑΚΟΥΣ ΤΙΣ ΣΙΩΠΕΣ ..
Στον Γιάννη Πατίλη
Όταν θα λείψω
να μελετάς, το βράδι που θα γέρνεις,
τα μάτια που σε κοίταζαν και σε πιστεύανε.
Να μελετάς τα μάτια
που ανεβάζανε στο στόμα την αλήθεια σου,
όπως τραβούν στο μπράτσο σου το αίμα
οι πευκοβελόνες.
Όταν θά λείψω
ν’ αφουγκράζεσαι τα βήματα που λάσπωναν,
έναν καιρό απελπισμένo, το κατώφλι σου.
Να αφουγκράζεσαι τα βήματα
που φέρναν τ’ όνειρo νωπό
μέσ’ στην καλή ψυχή σου.
Όταν θα λείψω
ν’ ακούς τις σιωπές των ήχων
μέσα στην οχλοβοή.
Να τις ακούς,
γιατί οι σιωπές είναι τα λόγια μου
που ταξιδεύουνε στο χρόνο ορφανά απ’ το σώμα.
Οι σιωπές είναι τα λόγια εκείνων που δεν μίλησαν,
όχι γιατί δεν το θελήσανε,
αλλά γιατί η γλώσσα τους υπήρξε μια δεντρoστoιχία
μέσ’ στην οποία κελαηδούσαν διαρκώς αηδόνια.
ΔΕΝ HΞEPE
Γεννήθηκε στον κάμπο. Δεν είχε δει ποτέ τη θάλασσα.
Σαν άκουγε στο ράδιο εκείνο το πικρό τραγούδι:
θάλασσα τους θαλασσινούς μη τους θαλασσοδέρνεις
την έπιαν’ ένα κλάμα μυστικό.
Κρυβόταν μέσ’ στο φόβο της,
έτσι καθώς γλιστρούσε στο καραβόπανο της πολυθρόνας,
στον κινηματογράφο ΟΑΣΗ της γειτονιάς της,
μαθήτρια τα καλοκαίρια στο δημοτικό,
και σφιχτοσφάλιζε τα μάτια της για να μη βλέπει
το Γιώργο Φούντα, τον Ξανθόπουλο,
τ’ άλλα παιδιά στους δεύτερους και τρίτους ρόλους
των ναυτών και των απλών ψαράδων
να πνίγονται στο μαγικό πανί,
όταν τα άγρια κύματα έφταναν ώς τα πόδια της
καί μούσκευαν τα άσπρα της καλτσάκια.
Γεννήθηκε στο λαβρωμένο κάμπο. Δέν ήξερε τη θάλασσα.
ΤΟ ΚΕΝΤΗΜΑ
Η Μαριάνθη πηγαίνει τ’ ανοιξιάτικα απογεύματα
στο λόφο του Φιλοπάππου.
Έχει μαζί το κέντημά της
με τις πολύχρωμες κλωστές και τα βελόνια της.
Κάθεται στα βραχάκια, στην άκρη του γκρεμού
και φτιάχνει το εργόχειρό της.
Κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του……….
Ένα μικρό κορίτσι, που έπαιζε το τόπι του,
σταμάτησε και την παρατηρεί.
Καλέ κυρία – τη ρωτάει- έχετε τόσα χρώματα,
γιατί κεντάτε μόνο με το κόκκινο;
Γιατί ο γκρεμός είναι βαθύς, πουλάκι μου,
κι όταν τελειώσει μου η κλωστή,
έτσι κι αλλιώς,
το κέντημα θα γίνει κατακόκκινο.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ
ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ
Χιονίζει στην Αράχωβα.
Τον θυμωμένο Παρνασσό η αντάρα κρύβει.
Skiers με ψόρμες κολλητές
μπαίνουν στα pub για ένα drink,
τρέχουνε στα fast food,
τρώνε hot dog με ketch up.
Χορεύουνε στις disco techno και σκυλέ,
φοράνε anorak, lip stick στα χείλη,
στους καρπούς Swatch.
Καπνίζουν Marlboro, Silk cut και Lucky Strike.
Φρουμάζει τ’ άλογο του Μουσταφά
σφαγμένο στο σοκάκι.
Κυλάει το αίμα του αχνιστό
στο κρύο καλντερίμι.
Στην άκρη της Αράχωβας
ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
– έτσι άγαλμα που έμεινε –
αν τού ‘χε φτιάξει χέρια ο γλύπτης,
θά ‘βγαζε μέσ’ από τη φέρμελη
ένα ζευγάρι μαύρα Rayban
ν’ απολαμβάνει με ασφάλεια
αυτούς τους όμορφους, σφιχτοδεμένους κώλους,
που πάνε κι έρχονται μπροστά στο ηρώον του,
χωρίς να βάζει σε κίνδυνο
την αγωνιστική του αξιοπρέπεια.
FOTO LUX
Στον Βασίλη Αγγλόπουλο
Έμεινε το διάφραγμα ανοικτό στις αναμνήσεις.
Υπέρ των ανωνύμων που έγιναν επώνυμοι
μέσα από τα χημικά υγρά στο εμφανιστήριο.
Εδώ με τον πατέρα. Μπροστά στην κομπανία με τα κλαρίνα.
Στο κέντρο ΕΞΟΧΙΚΟΝ. Με τα μάτια ορθάνοιχτα
αντίκρυ στη μαγεία του μεγάλου πιάτου με τη λάμπα
και τις αστραπές. Λίγο μετά τον πόλεμο, σ’ ένα χωριό
πού ‘μαθε τον ηλεκτρισμό μέσ’ απ’ το Flash του φωτογράφου.
Εκεί στη μονοήμερη εκδρομή. Με μπλε ποδιές.
Με τις λευκές κορδέλες στα μαλλιά. Μαθήτριες που
ανέβαζαν στα μάτια την φυχή τους και γίνονταν ωραίες
κάθε φορά που αναμετριόντουσαν στο κλικ της μηχανής.
Έμεινε το διάφραγμα ανοικτό στη θύμηση.
Χαράσσοντας το negative της ύπαρξης,
το άσπρο και το μαύρο της ζωής μας.
Εκεί λοιπόν επιβιώνει η αλήθεια της ζωής.
Στου άσπρου και του μαύρου τις διαβαθμίσεις.
Σ’ εκείνες τις μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
θα υπάρξουμε.
Ίσως γιατί τα κατσαρά δοντάκια τους στο περιθώριο
έχουν τη δύναμη να ροκανίζουν τη φθορά.
ΠΟΙΗΤΙΚΟΝ ΑΙΤΙΟΝ
Η λευκή σελίδα με περιπαίζει
κάτω από το αμήχανο βλέμμα μου,
έτσι καθώς ακινητώ με το μολύβι στο χέρι,
ως ενεστώς, παρακείμενος μέλλοντος αορίστου.
Πάνω στη φράση που, μόλις, έγραψα
βηματίζει μια μύγα.
Μια μύγα που δεν αναγνωρίζει τη λέξη της,
παρ’ ότι δύo φορές την περπάτησε ήδη.
Η μύγα δεν ξέρει πως συμμετέχει στο ποίημα!
Προς τί, λοιπόν, τούτο το τέχνημα;
Δεν θα με σώσει και πάλι ο Λόγος!
Σε λίγο θα μείνουμε δίχως αίτιον.
Κι ετούτος ο Αύγουστος που φεύγει καυτός
κι εκείνος ο Σεπτέμβρης που φθάνει δροσάτος,
με των ημερών μας το αίμα εκτρέφονται
άλλωστε…
ΓΥΡΩ ΓΥΡΩ ΟΛΟΙ
Vais-je être enlevé comme un enfant, pour jouer au paradis dans l’ oubli de tour le malheur ?
Arthur Rimbaud
Ανέβηκα κι εγώ
το παιδάκι που ήμουν.
Χαίρομαι τον κυματιστό στροβιλισμό
μαζί με τ’ άλλα παιδάκια που είναι.
Στο λευκό αλογάκι, ξαναμμένος, τώρα καλπάζω,
και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….
Ω, των σαράντα οχτώ μου χρόνων πολύχρωμο καλειδοσκόπιο…
Τα παιχνίδια στο χωριό που στερήθηκα.
Τα συρματένια αμαξάκια με καρότσες από κούτες τσιγάρων.
Το μισολιωμένο ζαχαρωτό ευζωνάκι μου
πεσμένο στις καβαλίνες.
Ω, οι τελικές εφορμήσεις στα λαθουρόκαστρα
και ω, ο μικρός Νικολάκης της θείας Ελένης
κομματιασμένος από την ξεχασμένη χειροβομβίδα.
Και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω….
Ώσπου, άγρια, η κυρία με επιτίμησε:
«Descendez. Vous n’ avez pas honte!
Un âne sur le Carrousel!»
«Pardonnez-moi, madame», της απαντώ,
«mon vocabulaire n’ est pas suffisant
pour vous expliquer».
Άλλωστε και η ποίηση –σκέπτομαι-
αδυνατεί να μεταφράσει τη δυστυχία της μνήμης.
Grenoble, 5.7.1999
ΛΙΓΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΖΩΗ
ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΒΩΝΗ
Mors et vita duelo
conflixere mirando
Ξεψύχησε ήσυχα στο κρεβάτι της στο τέλος του αιώνα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της η μνήμη προοδευτικά την εγκατέλειπε οδηγώντας την στην αφετηρία. Έγινε πάλι το κοριτσάκι που υπήρξε. Έτσι μια χουφτίτσα άνθρωπος όπως μαζεύτηκε, από την απουσία των χυμών της ευρωστίας, μέσα στο φρεσκοπλυμένο νυχτικό της, χαιρότανε μ’ ένα κλαράκι γιασεμί που της προσέφερες ή με το να της δίνεις το λόγο να διηγείται ασυνάρτητες ιστορίες.
Ξεψύχησε έχοντας συμπληρώσει τα ενενήντα τρία. Λίγο πριν φύγει γύρισε και είπε στο γιο της που παραστεκόταν: «Εγεννήθην εν Σύρω το 1906. Ενθυμούμαι την ημέρα που επερνούσεν ο κομήτης του Χάλλεϋ. Είχαμε αρακά και ψιλό ψαράκι. Με επιέζατε τότε να φάω, μα εγώ ήθελα να δω τον κομήτη, μπαμπά».
Κλείνοντας τα μάτια της και με την αναστάτωση που δημιουργήθηκε στους συγγενείς που την περίμεναν, άρχισε τρομαγμένο να κλαίει το ασαράντιστο δισέγγονό της.
Κι αν μοιάζει αυτή η μικρή ιστορία λιγάκι μελόδραμα κι αν ίσως τεθεί το ερώτημα: «Προς τί μια συνηθισμένη ζωή διεκδικεί χώρο στην Τέχνη;», αναρωτιέμαι: Γιατί να μην το δικαιούται η συνηθισμένη ζωή της ευγενικής κυρίας Ειρήνης Καρβώνη που, εκτός των άλλων, κατόρθωσε, χιλιάδες φορές, να απαντήσει αποτελεσματικά στο αμείλικτο ερώτημα: «Τι να μαγειρέψουμε σήμερα;»
ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΜΕΝΗ ΜΑΓΝΟΛΙΑ
Μνήμη Γιώργου Χαρίτου
Ήταν σαφώς ξεχωριστός.
Στο μάτι έμπαινε για όλα όσα ήταν.
Λιγνός, ντελικάτος, όμορφος, καλομίλητος, διαβασμένος’
Αλλά, προπάντων, με πάθος θηλυκό αγαπούσε.
Σπάνιος κι ακριβός σαν βινύλιο στην εποχή των mp3.
Λες και συμπύκνωνε χίλιες ζωές σε μία.
Αντανακλούσε καθέναν που τον γνώριζε,
τόσο ώστε είχες την εντύπωση
ότι με τον καθρέφτη σου συνομιλούσες.
Στην κόψη της επιθυμίας ακροβατώντας έζησε
Και μια χρονιά, την εποχή που άνθιζαν οι μαγνόλιες
στα πεζοδρόμια της λαβρωμένης πόλης που όσο ζούσε κόσμησε,
δεν ξαναφάνηκε στα μέρη όπου τον βρίσκαμε.
Στο γείσο της μπανιέρας του,
το δις ακονισμένο του Ρεμπώ, ξυράφι
κολυμπημένο ήρεμα μέσα στο αίμα.
Σταύρος Καρακωνσταντάκης | Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1981. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Ζει στη Σκιάθο.
Νεκρές φύσεις. Ήρα εκδοτική 2012.
Κρίσιμα. Εκδόσεις Θράκα 2015.
Σκιάθος. Ποιητικός Τουριστικός Οδηγός – μετά χάρτου -. Σμίλη 2019.
Στικτή
Τολμάω να σε φιλήσω στο λαιμό…
Μέλισσα.
Γυρίζω στην πλάτη…
Δράκος.
Στο μηρό…
Ένα ρόδο με αγκάθια.
Στον αφαλό…
Φίδι.
Ε δείξε μου ένα σημείο
που να μην κινδυνεύω.
Προμνησία
Τα αστέρια δεν είχανε καμία σημασία το
Bράδυ
απλώς
το βράδυ.
Χορεύαμε, πίναμε, ήμασταν
μαζί
πολύ μαζί.
Πού ;
Πότε ;
Είναι φορές που νομίζεις
ότι έχεις ξαναζήσει, την ίδια στιγμή
δύο ή τρεις ή δέκα φορές
έχεις ξαναζήσει
και πάντα
τα αστέρια δεν είχαν σημασία
μόνο στο τέλος
στο τέλος
σ’ ένα φιλάκι
όλη
η οδύνη του απείρου.
Διπλή παρωδία
Αν εύχεσαι για μακρινούς δρόμους
σίγουρα δεν ξέρεις από δυτικά οικονομικά. Δεν έχεις ιδέα
ζήτηση και προσφορά και αγορανομικούς κανόνες.
Καλύτερα κοντινά ποδάρια
ως εκεί που φτάνει η τσέπη ή το πιρούνι ή έστω
το κουμάντο σου. Φαντάσου λέει
να θες να μάθεις και να μάθεις
γλώσσες, υπολογιστές, τέχνες, γεωμετρία ·
θα πληρώσεις τα κέρατά σου. Και αυτά μετά, ξέρεις,
δεν τρώγονται.
Σκέψου να συναντήσεις κανέναν Κύκλωπα, τίποτα Λαιστρυγόνες…
Θα σε λιώσουν σαν μυρμήγκι.
Και μην νομίζεις ότι τους κουβαλάς μες στην ψυχή σου.
Είναι παντού, κοίτα τριγύρω
πίσω από υαλοπίνακες, μέσα σε λιμουζίνες, πάνω σε πτώματα
– δεν θες να γίνεις και εσύ ένα πτώμα –
είναι o Άλφα, o Βήτα, και πάει λέγοντας
και δεν φτάνουν 24 γράμματα για τους κανάγιες.
Γι’ αυτό σου λέω, κοίτα μην ξανοιχτείς
με Ιθάκες και μαλακίες και ονειροπολήματα. Να είσαι λογικός άνθρωπος.
Το σπιτάκι σου, το φαγάκι σου, τη ζωούλα σου
και αν θες κανένα ταξιδάκι να ξεδώσεις
– τρεις μέρες το πολύ –
πετάξου ένα σαββατοκύριακο
ως τα πεθερικά σου.
Ο Φόβος του αγνώστου
Τη θάλασσα δεν την ήξερα.
Την είχα δει μόνο σε φωτογραφίες
και στην τηλεόραση.
Ήξερα όμως τον πόλεμο
τον είχα συνηθίσει.
Δεν καταλάβαινα
γιατί
έπρεπε να φύγουμε.
Τη νύχτα
όταν την αντίκρισα στη βάρκα
μαύρη και ατέλειωτη
έβαλα τα κλάματα.
Είπε ο πατέρας μου :
«Μη φοβάσαι, νερό είναι»
Είπε πάλι ψέματα
και μετά
πνίγηκε.
Πένφως
Ο Μάρκος δεν λέει το θου.
Το λέει φου.
Είναι τριών κι έχει μια αδερφή
που αν ήταν αόρατη θα μπορούσε
να παίρνει τα παπάκια από την χήνα
δίχως αυτή να την τσιμπάει.
Η μάνα τους έχει καρκίνο.
Ξαπλωμένη στο σπίτι σαν σεντόνι
όλη μέρα πονά.
Πονά στα βουλγάρικα
κι είναι ο άντρας της, στο αμμοχάλικο.
Ο Μάρκος δεν λέει το θου παρόλο
που είναι ξανθός
και συχνά πεινάει.
Πολύ συχνά.
Του αρέσουν τα στρατιωτάκια
δεν ξέρει να κάνει
αστέρια
και η αδερφή του όλο πλένει
με μια βρεγμένη πετσέτα τη μάνα τους˙
το καλοκαίρι θα τη βουτήξει στη θάλασσα όμως
γιατί έγινε καφέ.
Προχθές κόψαν το φως.
Το βράδυ είναι ωραία χωρίς φως.
Με το κρύο, το βράδυ
είναι πιο ωραία χωρίς φως
γιατί μπορεί
να φοβάσαι λίγο
αλλά τουλάχιστον
δεν βλέπεις.
Το πρωί
πέφανε
η μαμά μας.
Τα παραπάνω ποιήματα έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και blog.
Αστικό λεωφορείο
Oι πιο φτωχοί και τα παιδιά επιβαίνουν
στο αστικό λεωφορείο της φυγής
ξένοι πολλοί στις στάσεις περιμένουν
έχοντας τις σακούλες καταγής.
Στα δάχτυλα το εισιτήριο παίζουν
μικραίνει το ταξίδι η φασαρία
κάποιοι μιλούν, άλλοι χαζεύουν
συνοδοιπόροι στη μίζερη πορεία.
Και σαν περνούν έξω από εκκλησία
σταυροκοπιούνται ζητώντας προστασία
όλοι μαζί κι ο οδηγός, ανελλιπώς.
Τότε ένας γέρος, θα του πει, που ξέρει πως
ο δρόμος του σύντομα τελειώνει
” Άσ’ τους σταυρούς και πιάσε το τιμόνι.”
(Aπό τις Nεκρές Φύσεις)
Δον Σάντσοι
Και να που γίνανε οι Σάντσοι ιππότες.
Πώς γύρισε ο τροχός ; Τι σαρκασμός !
Φορέσαν οι συγκρατητές τις μπότες,
τα όπλα, κι αργοπεθαίνει ο ρεμβασμός.
Αυτοί που πάντα ακολουθούσαν
για δείτε τώρα πως καγχάζουν
τ’ απωθημένα τους, αισχρά κρατούσαν
και στους Κιχώτες πια κομπάζουν.
Εκείνοι οι καημένοι που αφεθήκαν
στ’ όνειρο, στα νέφη, στην ελπίδα
πολλές φορές σε μύλους τσακιστήκαν
μα είχαν στο μάτι μια ηλιαχτίδα.
Τώρα, στη λογική των Σάντσων ξεπλυμένοι
μονολογούν και κλαίνε νικημένοι.
(Aπό τα Κρίσιμα)
Μπαλάντα της χαμένης γενιάς
Είχαν την τύχη ; Την ατυχία ;
να γεννηθούνε μες στο γυαλί.
Προφυλαγμένοι στην ευκολία
που ο ξένος πλούτος πάντα αντλεί.
Δίχως φροντίδες κι άγχος πολύ
χρόνια περνούσαν δασκαλεμένοι
σαν τους Ιούδες να δίνουν φιλί ·
τώρα η γενιά τους πάει χαμένη.
Μάθανε γλώσσες, πήραν πτυχία
για των γονιών τους την προβολή
σβησμένα όλα στην ανεργία
καθώς η Ευρώπη σκληρά μιλεί.
Είναι μια λύση η Ανατολή
κι όλο γυρνάνε ξενιτεμένοι
στο μέτωπό τους βροχή ψιλή
γιατί η γενιά τους πάει χαμένη.
Ζούνε μονάχα στην φαντασία.
Παρηγοριούνται πως είναι πολλοί.
Στην πατρική ανέραστη εστία,
σε κώμα πέφτουν, σε καταστολή.
Έχουν ματιά συνήθως θολή
αναρωτιούνται – τι άλλο πια μένει ; –
στον εαυτό τους χτίζουν κελί
κι έτσι η γενιά τους πάει χαμένη.
Σαν ένα γράμμα που δεν έχει σταλεί
αυτή η μπαλάντα αφιερωμένη
– κάπου μακριά θρηνεί ένα βιολί –
για την γενιά, πού πάει χαμένη ;
Ταξιδιωτική οδηγία
Αν περάσεις από τα μέρη μας άγνωστε
μην λησμονήσεις να πεις στους δικούς σου
προσοχή εδώ, όχι στους δικούς μας
– αυτοί άλλωστε το γνωρίζουν πολύ καλά –
αλλά στους δικούς σου
ότι βρισκόμαστε εδώ πεθαμένοι
όχι από μάχη, μήτε από τύχη
μόνο από το ίδιο μας το χέρι.
Να τους πεις, ότι μας συνάντησες
ξαπλωμένους, κάτω απ’ την μίνθη
Mε την απόγνωση κόκκινη στο λαιμό
πιθανόν την σφαίρα ή και το άλμα απ’ τα σύννεφα
πολύ περισσότερους από τριακόσιους
που τόσο σου αρέσει η ιστορία τους άγνωστε
Ίσως επειδή, δεν είναι θαμμένος κανείς δικός σου
προσοχή εδώ, κανείς δικός σου !
Άγνωστε, αν γυρίσεις στην πατρίδα σου
και είσαι τυχερός που έχεις πατρίδα για να επιστρέψεις
θυμήσου να αναφέρεις
οτι ταφήκαμε εδώ αυτόχειρες
με όλες τις αμαρτίες στις πλάτες μας
αν και είμαστε πολύ νέοι
για να βαστάμε τόσο βάρος
συν το δικό σου βάρος άγνωστε
υπακούοντας στις προσταγές των δικών σου
προσοχή εδώ, των δικών σου.
Όταν θα λες τις εντυπώσεις στην δουλειά σου
και είσαι τυχερός που έχεις δουλειά
μνημόνευσε και τα ονόματά μας, άγνωστε,
μεταξύ της θάλασσας, των λιόδεντρων, του ήλιου.
Και όταν θα δείχνεις στους συναδέλφους σου
το μελαμψό σου μπράτσο ή το σημάδι του μαγιό
μην ξεχάσεις τα δικά μας κορμιά,
που άλλοτε έμοιαζαν πολύ στο δικό σου
με την χούφτα έρημη
στολισμένα θάνατο κι οδύνη.
Πρόσεχε όμως άγνωστε σαν γυρίσεις σπίτι
και είσαι τυχερός που έχεις ακόμη σπίτι
Πρόσεχε, γιατί βαθιά, πολύ βαθιά στο μάτι
των ανθρώπων κατοικεί
αυτός που τακτοποιεί τα όνειρα
Έτοιμος πάντα, για προδοσία.
(Aπό τη Σκιάθος ποιητικός τουριστικός οδηγός -μετά χάρτου- )
Πάθη
Τρία χρόνια έβγαιναν μαζί. Τα είχανε…
Σαν θα τελείωνε ο Σεπτέμβρης, αρραβώνας.
Να σιωπούσαν επιτέλους και οι πράσινες γλώσσες της γειτονιάς.
Τι τα θες ; Είναι οι πειρασμοί του καλοκαιριού θανάσιμοι.
Κι οι αλλοδαποί έρωτες πιο γλυκοί.
Ξένα σώματα άγνωστα, διαφορετικά. Φιλιά σπάνια
εξωτικά. Αδιαμφισβήτητα
άνιση μάχη.
Όταν τέλειωσε ο Σεπτέμβρης, έφυγε.
Την ακολούθησε στην Ισπανία.
Χιτάνα.
Άλλη μαγεία, πιο ισχυρή του μανόγαλου* …
Η γειτονιά επιβεβαιώθηκε.
* Μανόγαλο ονομάζεται ένα μαγικό
που έκαναν οι κοπέλες της Σκιάθου για να «γυρίσει»
το μυαλό του αγαπημένου και να αγαπήσει την κοπέλα την οποία δεν ήθελε.
Λίνα Καράμπα | Βιογραφικά στοιχεία
Η Λίνα Καράμπα γεννήθηκε και ζει στη Λάρισα. Είναι καθηγήτρια Αγγλικών και Δημοσιογράφος Εργάστηκε Δημοτική Ραδιοφωνία Λάρισας από την ίδρυσή της το 1989. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Κύκλοι, εκδόσεις «Λάρισα», 1972 Διαστάσεις, εκδόσεις «Κούρος»,Αθήνα,1974 Σύνολα, εκδόσεις «Πελασγός», Λάρισα,1978 Φάσμα, εκδόσεις “Πελασγός”, Λάρισα,1985, Άλφα, εκδόσεις «Πρόσπερος», Αθήνα,1988, Λάας, εκδόσεις «Αρμός»,Αθήνα, 1998, Εφτά (7), “διαδίκτυο”,2007, Λ όπως Λάρισα,”διαδίκτυο”,2008 2009, “διαδίκτυο”,2009 Ιδρυτικό μέλος της Λογοτεχνικής Ομάδας και του περιοδικού “Λαρισαϊκά Γράμματα”. Ιδρυτικό μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού “Γραφή” του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Λαρισαίων. Έχει δημοσιεύσει πολλές μεταφράσεις από τα Αγγλικά πάνω σε λογοτεχνικά και ιστορικά θέματα.
Λ όπως Λάρισα, ποιητική σύνθεση (2008)
Πρόλογος
Κάποιοι ακόμα ονειρεύονται
Ταξιδεύουμε μέσα στο χρόνο
και μέσα σ αυτή την πόλη που μεγαλώνει
κάθε μέρα μαζί μας
Ταξιδεύουμε αγαπώντας τον πλησίον
όπως μας δίδαξαν
καλώς ή κακώς
είτε αυτός μας πληγώνει
προβάλλοντας έναν άθλιο εαυτούλη
τροχοπέδη στο δρόμο μας
είτε κρατώντας ανοιχτές τις πύλες
της καθημερινής συναλλαγής
ενώ η Άνοιξη τραβά το δρόμο της
στο φως του λιγωμένου ήλιου
με παντός είδους εκδηλώσεις
δώρο στις εποχές που έρχονται
μη μας προφτάσει η παλίρροια των καιρών
Σημείο αναφοράς το Αρχαίο Θέατρο
Τα χέρια μας αμήχανα ψηλαφίζουν τα μάρμαρα
Σημείο αναφοράς η πόλη μας
Βλέπαμε πάντα το ποτάμι
να χύνεται στον ουρανό
Σημείο αναφοράς η χώρα μας
Εκ γενετής Έλληνες δηλώνουμε περήφανοι
Εκ γενετής περήφανοι δηλώνουμε Έλληνες
Ανιχνεύουμε τη μετάλλαξή μας σε Ευρωπαίους πολίτες
Διαδηλώνουμε
κρατώντας την ψυχή μας αναμμένο κερί
επίμονα αντίθετοι στην όποια αδικία
Η φωνή μας αναβοσβήνει ασταμάτητα
Φάροι στην ξηρά όσοι ανοίγουν δρόμο
Αργά – αργά λιχνίζουμε την ανάσα του σούρουπου
ν ακολουθήσουμε τη μουσική της αρχικής ιδέας
Μη σπαταλήσεις την οργή σε λάθος καταστάσεις
Υπάρχει ακόμα
το φεγγάρι
να φωτίζει στο παράθυρο
διαλύοντας
το σκοτάδι
Υπάρχει
το μυστικό σου όπλο
που θα χτυπήσει
τα σήμαντρα
όταν έρθει η στιγμή
Για την ώρα
σφίξε
στην αγκαλιά σου
την πόλη σου
και άντεξε τους κραδασμούς σου
Το σίγουρο είναι
ότι κάποιοι ακόμα ονειρεύονται
όταν δεν έχουν ύπνο
*
ΕΝΑ
Επειδή
υπάρχει αδυναμία ανθρώπινη
ένα κενό
μια έκφραση παράξενη
κι εσύ τριγυρνάς
με μια αδυναμία ανθρώπινη
ένα κενό
μια έκφραση παράξενη
η νύχτα αξημέρωτη
κόβει βόλτες πάνω – κάτω
ανήσυχη
Αναριγά το δάπεδο
γιατί
ωριμάζεις
συνοδεία ονείρων
κι η εποχή
σκεπασμένη με κουβέρτα
μετράει τα υπολείμματα – της σιωπής
Όταν σβήνει το χαμόγελο
τα θηρία εισέρχονται
στις σπηλιές
Κοιτάζω με τα χείλη σφιγμένα
Πόλη βυθισμένη στην ανάσα του Αίολου
με τα αμείλικτα κτίρια να της δένουν το πόδι
Παίζει κρυφτό στο Φρούριο ο Σοφοκλής
Παριστάνεται το δράμα του «Λαρισαίαι»
Κουβεντιάσαμε πολύ
στο Αρχαίο Θέατρο
μπροστά σε παιδιά
αμίλητα
*
ΔΥΟ
Οδός Αιόλου
στη Λάρισα
– όπως κι αλλού –
με πυκνή βροχή
και καινούρια αποθέματα
Ανάσα μου
Λοιπόν,
με βλέπεις τώρα;
Ζήτησέ μου
το αρχικο γράμμα
Λ όπως Λάρισα
Σ έχω δει σε λιακάδα
να προχωρείς
διέξοδος και ποταμός
Ποταμός να λουστεί η Νύμφη
που καίγεται
καθώς η πόλη
καίγεται συθέμελα
«και πυρ θέλει καταφάει τη σάρκα αυτής»
Σ έχω δει να πετάς αδιάβροχος
σ εποχές βροχών και θλίψης
Να σβήνεις με φωτιές
τα οικογενειακά πορτρέτα
σε είδα
Σε είδα να προχωρείς διέξοδος και ποταμός
Σε είδα να διδάσκεις σοφία σε σιωπηλά παιδιά
Μη φοβάσαι
Μη φοβάσαι
Γυάλινοι καημοί
κρατούν τα άνθη στο όνειρο
αγάπη μου
ΤΡΙΑ
Αναρωτιέμαι κατά πόσο οι άγγελοι
μνημονεύουν τη λάβα
στη βασιλεία των ουρανών
και κατά πόσο οι λαβύρινθοι
ευδοκιμούν στη μοναξιά
Σου προβάλλω το Λάμδα
παιδί του Λάμεδ του Φοίνικα
που το φωνάζουν βούκεντρο
και Λάμδα όπως Λάρισα
που βάφει τα χείλη κόκκινα
κάθε που δύει ο ήλιος
Τα άλογα
μένουν ακίνητα
για προτομές
Παρατηρούν
τη δοκιμασία
της μνήμης
Στήνουν αυτί
στο ρήγμα
και
στην παράβαση
Ποιο άτι
Ποιο μάτι
αντρίκιο
θα διασχίσει
τον κάμπο
να σε βρει
για να δανείσεις
ΦΩΣ
στη νύχτα
που θάρθει
*
ΤΕΣΣΕΡΑ
Μουσκεμένα φύλλα από διάφανα νερά
δέχονται ικεσίες από στεγνά αγκάθια
εγγύηση για το ταξίδι σου στο λίβα του μεσημεριού
Θα λάμψεις σήμερα
μέσα από τα σύννεφα
Θα φλυαρήσουν οι δρόμοι
με τις δάφνες και τους νικητές
Τα χιλιάδες φωτεινά σου είδωλα
μυρώνουν τα υπόγεια
δροσίζουν τις δεντροστοιχίες
ν ανθίσει ο κάμπος ομορφιά
να πάθουν οι άντρες
κι οι γυναίκες να ζηλέψουν
το σκάσιμο του άστρου στο μέτωπο
“Άνοιξε” λέει “τα μάτια σου
ο Φίλων ο φιλόσοφος
ο ιστορικός Πολύκλειτος
κι ο Αναξίλαος ο νεοπυθαγόρειος
τραγουδούν στα πόδια σου
φέρνοντας το μέλλον στο παρελθόν
και το παρόν στο μέλλον”
Το Αλκαζάρ παραμένει πανέτοιμο
*
ΠΕΝΤΕ
Φτάνει
Φτάνει
Τα νερά ανοίγουν χιλιάδες βλέφαρα
Λικνίζεται η κόρη απαράλλαχτη θεά
Τινάζει το κεφάλι στον καθρέφτη
Εξετάζει τη φύση
Χαμογελά
Αναδύεται
Κορίτσια και αγόρια ακολουθούν τρέμοντας τρυφερά από έρωτα
Πως τινάζεται η μάνα
με τον ύπνο ακόμα αγκαλιά
και θυμάται
να υψώνονται πάνω από το τζάκι τα λόγια των φίλων
για νεογέννητα μωρά στα πάρκα της πόλης
για την αρμύρα της θάλασσας
του Αγιόκαμπου
Για την τελευταία σκέψη που ξεβράζει την ομορφιά
Για την τελευταία Σιωπή
που παγώνει το δάκρυ
Η μορφή μου στη φωτογραφία
κρατάει ακόμα
το χαμόγελό μου
σεμνό
*
ΕΞΙ
Ν ανοίξει η μέρα
Ν ανοίξει η αυλαία
Φυσάει φιλάρεσκα
στον Όλυμπο
Ανθίζει η ζωή
στον Κίσαβο
Με όψη υγείας
μεγαλώνει
η Λάρισα
χαϊδεμένη
από θνητούς
και
αθάνατους
Η Νύμφη
πλέκει τις ώρες
αθέατη
με Δελφικό χρησμό
για τον Αλεύα τον Πυρρό
για τους Ταγούς αέναα
για μας που ενεδρεύουμε αλοιφή
για τους τριγμούς της μέρας
Ποιητές τρυπούν τα σύννεφα για τα βεγγαλικά
Απολιθώνονται κάποτε
Διηγούνται σκηνές από το έργο
της Δευτέρα Παρουσίας