Οι ποιητές της Λάρισας (β’ μέρος)

Οι ποιητές της Λάρισας (β’ μέρος)

Οι ποιητές της Λάρισας (β’ μέρος) 2048 2048 Editor

Ανθολογία ποιητών που κατάγονται ή διαμένουν στο νομό Λάρισας και συμμετέχουν στο 8ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης.

Παύλος Καστανάρας | Ηλίας Κουρκούτας | Δημήτρης Π. Κρανιώτης | Ελένη Λάκη | Κώστας Λάνταβος | Ευθύμιος Λέντζας | Γλυκερία Μπασδέκη | Λάμπρος Παπαδήμας | Μαρίνα Παπαδημητρίου | Σωτήρης Παστάκας | Άγγελος Πετρουλάκης | Γιώργος Σαράτσης | Πέτρος Σκυθιώτης |Αθανάσιος Τζίκας | Αντώνης Ψάλτης

Παύλος Καστανάρας | Βιογραφικά Στοιχεία

Ο Παύλος Καστανάρας σπούδασε θεολογία, μουσική και μεταπτυχιακές σπουδές στη δημιουργική γραφή.
Συμμετείχε στο ντοκιμαντέρ « Το φως πυκνώνει», και στις τηλεοπτικές εκπομπές «Δίγαμμα» και «Χαρά Θεού», καθώς και σε ραδιοφωνικές εκπομπές.
Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Συμμετέχει σε διεθνή συνέδρια δημιουργικής γραφής και σε λογοτεχνικά συμπόσια.
Έχει εκδώσει το 2016 την πρώτη, δίγλωσση ποιητική του συλλογή «Μικρό άγημα/ kleine truppe» απ’ τις εκδόσεις «Μωβ Σκίουρος» και τη δεύτερη «Σκόρπια στάχυα» από τις ίδιες εκδόσεις.

 

Aurelia

Δεν είσαι η γη που θα φυτρώσουν άνθη
μαύρη και σκοτεινή με υπόσταση και σώμα
μια τορνεμένη σκόπελος είσαι του νου
ένας φωσφορισμός εντός θαλάσσης
μια γλαφυρή θανατηφόρα μέδουσα
περιφερόμενο της θάλασσας φεγγάρι.

Άνευ

Άνευ χειραψίας
τα χάλκινα βράδια
σε μια επιτάφια έξαψη
στον αναίσθητο κόσμο
έσχατη πλάνη
νυχτομαλαματένια αλλαγή
έλα να σε δω
πως έντυσες τη νύχτα μου
η αλγεινή!

Ανομολόγητα

Αδυσώπητη βάσανος
να γνωρίζω οτι εκκρεμεί η ανάγνωση
της ανερμήνευτης γραφής του προσώπου σου
και να συλλέγω ψιμυθιές φωτός
των ακροδακτύλων σου
που πάντα όριζαν το σώμα μου

Είχα

Είχα παρέα στο βράδυ μου
ένα οικείο, φίλο ουρανό
απεγνωσμένο για αγάπη
κάθε πρωί με ξύπναγε
η ελπίδα του
μ’ ένα μουρμουρητό.

Όμως δεν άντεχα να του μιλώ
για τα όνειρα που εκθρόνισα
στο μέλλον
γι’ αυτό λοιπόν κρεμάστηκα στης σιγουριάς
και της αβεβαιότητας το λώρο.

Ένα παιδί

του Γ. Χειμωνά

Ένα παιδί αντικρίζει
το φέρετρο εξερχόμενο της οικίας.
Όλοι είμαστε στριμωγμένοι, καθώς
το παιδί αφηγείται το θάνατο, βαθιά ταπεινωμένο.
Ένα παιδί θα γίνει μεγάλος συγγραφέας
όταν αποθέσει την καρδιά του στο Όρος των καημών
όπου λιμνάζουν ίδρωτες, πόνοι και μόχθοι.

Το παιδί δεν γνωρίζει ποτέ το μέλλον
ξέρει να μας πει για τη ζωή που ξέβρασε ο ποταμός
για την γεωλογία του λόγου
που ανέσκαψε
κάθε φωνηματική του επίστρωση
θα φορέσει το μακρύ μανδύα
χωρίς λύπη
θα προφητεύσει για τους υπηρέτες
του λόγου που δεν είναι τέχνη.

Ένα παιδί δε θα γράψει σαν συγγραφέας
αλλά θα φτιάξει τα πρωτόζωα των κειμένων
μιας γλώσσας που μονάχα μιλήθηκε
σαν τον πρώτο ήχο του ανθρώπου
σαν τη χαρά της μάνας
που κρύβει στην καθημερινή της λύπη.
Από τις πεθαμένες θωπείες των φιδιών
φόβος άγριος και βασανισμένος θα τον κυριεύσει
κι ο έρωτάς του θα ταξιδεύει κλεμμένος σε καράβια
σαν τη ζωή
που γλιστρά αναίτια «άχρι καιρού» .

Ένα παιδί στην αγάπη του έχει βία
στο πρόσωπό του θα ανθίσουν ελαττώματα
και νιώθει μια απέραντη συμπόνια στο αιώνιο.

Η χελιδών

Τον όρθρο πίνει η χελιδών
βυζαίνει η φύση της Ζωής
ταχέως ο θάνατος ετρώθει
μια φουντωμένη πίστη απόκαμε
τα μυστικά όλου του κόσμου
κάθε αχερούσια σιγουριά

Ω! Παλαιέ μας Έμορφε
έλα και σφίξε μας το χέρι
γιατί στοιχειώσαμε τον έρωτα.

Ήρθε καιρός

Ήρθε καιρός
να ζήσουμε εν σιωπή.
Ήρθε καιρός
κι οι λέξεις μέσα μας
έπηξαν.
Ήρθε καιρός
που ο Ερχόμενος
με κρότο
θα καλπάσει
πάνω στου κόσμου
τα συντρίμμια
σπάζοντας το φράγμα
των ενυπνίων μας.
Ήρθε καιρός
να άρει
το μούδιασμα της θλίψης
ενός κόσμου χωρίς ραγισματιές
να κλέψει το θάνατο
με τον ψιθυρισμό του χάους.
Ήρθε καιρός
να ταξιδέψει
στα αμέθυστα κορμιά μας
στους κόμπους των δαχτύλων
ψάχνοντας σημάδια του αιωνίου
ακόμη και στις στάχτες
της αμαρτίας που ο έρωτας τρέφεται.
Ήρθε καιρός
που η σιωπή
νερό μες στις παλάμες μας
φωνάζει:
-έλα
μονάχα μην αργείς!

Μεσημβρινές κλωστές καλοκαιριού

Μεσημβρινές κλωστές καλοκαιριού
απ’ τις γιαγιάς μου τα στρωσίδια ξεφτισμένες
με κόκκινες γραμμές στις γάμπες από βίτσα
απ’ την εμμονική επιβολή της μεσημεριανής σιέστας
γι’ αυτό μισώ τα καλοκαίρια
για την ξερή και περήφανη σκόνη της βλάστησης
που κολλά ανεξέλεγκτα στο σώμα
για τα μεσημεριανά ισοκρατήματα των θρασυτάτων μυγών
που εισβάλουν καταληψίες κάθε χώρου και σκέψης
για τα ξαφνικά ξεσπάσματα των τζιτζικιών
για το ανεξίτηλο χρώμα των μούρων σε κάθε μπλούζα
για την καταστολή κάθε απογευματινής δραστηριότητας
από ξαφνικά μπουρίνια κι αστραπές
και ω! της κορυφώσεως αυτό που πιο πολύ μισώ
είναι η ασταμάτητη θρηνωδία των τριζονιών
κάτω απ’ τον εκτυφλωτικό βραδινό ουρανό.

Νυχτωδία αδιανόητη
ή βάδιζε ομορφαίνων

του Ν.Καρούζου

Συναγωνίζομαι τη γροθιά του ποιητή
καθώς εγκαταλείπει τα μάταια και ψευδή.
Ύστερα ήρθε η γροθιά που έριξε το δέντρο μου
κι έτσι έμαθα να αγαπώ την σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων.
Μετά ήρθαν τρελά και άγρια ξενύχτια,
αγρύπνιες ενός τρελού λαού,
με χρόνιες ενοχές
που ο θάνατος με πέθανε
στο ίδιο το στέκι του θανάτου.

Οι φρίκες ροκανίζονται
στα πιράνχας των δευτερολέπτων μου.
Ονομάζομαι ποιητής
την ίδια ώρα δεν έχω αίσθηση ζωής,
είμαι ένας ακούσιους υπαρκτός.
Ορμούσανε τίγρισες
όλες οι μητρικές αρρώστιες
πάνω στο ιπτάμενο λίκνο μου.

Τα όνειρα με σώζουν
από τροχοφόρες βροχές
που έχουν καταγράψει
τα ιερογλυφικά του θανάτου .
Είμαι ο ασύνταχτος του σύμπαντος
που πληρώνομαι με σύνταξη θανάτου.
Ναι !μα τον Ζά ,
ο ουρανός θα με θυμάται απ’ τα’ αστέρια του
καθώς θα ρίχνω τις ζαριές μου καθαρές.

Κατάντησα μοναχοφύσης και εγκαταβιώνω
σε θήκη χρωστήρα
φωτός και ερέβους,
κρατώντας το κομπολόι
του άχραντου πόνου
με τρόπο ασκητικό.
Έτσι κόβεται η ανάσα του τσιγάρου μου
για να ανασάνει η ύπαρξη.
Λίγο πριν τον άγνωστο
ρομαντικό επίλογο
διαμοιράζω τα ιμάτιά μου,
σε ένα ενοχλημένο σύμπαν.
Λόγω έλλειψης στήθους
εγκαταλείπω
τα ξεριζωμένα φλέματα στο μεσοθωράκιο.

Σαν σε όνειρο είδα
ότι ο ποιητής δεν «θνήσκει»
μα δραπετεύει καβάλα
σε μια αγριόγλωσσα.




Ηλίας Κουρκούτας | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ηλίας Κουρκούτας γεννήθηκε στη Λάρισα και είναι Καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί έντυπα και ηλεκτρονικά στο «Φρέαρ», «Ποιείν», «Fractal», «Χάρτης», «Θράκα», «Bibliotheque», «Erato Arspoetica», «Νέο Επίπεδο», “Μονόκλ”, ” Φτερά Χήνας”, καθώς κι ένα κριτικό σημείωμα για την ποίηση του Σωτήρη Παστάκα στην «Ποιητική» το 2019.Το βιβλίο του με ποιήματα «Ο Σκύλος της Αγάπης» θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό από τις εκδόσεις Τόπος, σε επιμέλεια Άρη Μαραγκόπουλου.

Μεσόγειος γη, ένοχη θάλασσα

ιδρωμένα σώματα
στο παλμό του Ήλιου
απ’ την Ίμπιθα ως την Αλεξάνδρεια
μπιτ ανατολίτικα κι έξαλλοι ρυθμοί
για τους αιώνιους έφηβους
όλων των εποχών, όλων των ενοχών
που κινούνται στην παλίρροιες
της νύχτας
αναζητώντας τον έρωτα
όπως οι τρόφιμοι τα τσιγάρα
στα Δημόσια ψυχιατρεία της Μεσογείου

κι εμείς συνεχίζουμε να υπάρχουμε,
φωσφορίζοντα πλάσματα της νύχτας
να φωτογραφιζόμαστε,
ως σπάνιο είδος,
στη θάλασσα της Σικελίας
που έχει αφρώδη πτώματα
και ήσυχους ψαράδες

Μεσόγειος ουδέν οίδε

κι απόμειναν κάποια
κοριτσόπουλα
στο σούρουπο στην παραλία
να μιλούν με πάθος
για τη στιγμή και τη ζωή
στέλνοντας σέλφι
σε όμορφα αγόρια
και σε πνιγμένους ναυαγούς

Το ημερολόγιο

μια γυναίκα ξεπλένει
τα πιάτα
μπρος στο παράθυρο
της κουζίνας,
ο άντρας βγάζει τα σκουπίδια
ένας ξένος με μια σακούλα
του σουπερ μάρκετ
με μια κουρελιασμένη
πετσέτα στο λαιμό για κασκόλ

οι στιγμές τους δεν συναντιούνται
μα είναι η ώρα που επιστρέφει
η αλήθεια
και το ημερολόγιο του χρόνου
γυρνάει ανάποδα
για να φιλήσει τα πόδια
του θανάτου

Όταν μοιραζόμασταν

δεν μοιραστήκαμε μόνο τις νύχτες,
τις μέρες, το μπάνιο,
τη κουζίνα
με το ίδιο μαχαίρι
κόψαμε τα ξύλα
το ψωμί
τις λέξεις
του χειμώνα
κόψαμε κομμάτια πόνου
κι ουρανού
κόψαμε
το βήχα τον γειτόνων
και φτιάξαμε μια στέγη
στη σελήνη
τις ζωές μας τις δαγκώσαμε
πολλές φορές
και λίγο-λίγο
φάγαμε κι απ’ την αγάπη
εσύ είπες,
«με αντίο,
φεύγουν οι άντρες»,
και οι δυνατές γυναίκες,
πως αγαπάνε;

Τα φτερά του άντρα

έτσι είναι και με τα φτερά,
οι άντρες πετάνε,
ή νομίζουν ότι πετάνε,
γι’ αυτο αγαπάνε
τα φτερά των αεροπλάνων,
το αλκοόλ και τις φωνές,
ξαπλώνουν στο πεζοδρόμιο,
νομίζοντας ότι έχουν ρίζες
που φυτρώνουν φτερά,
και σκέφτονται το πρώτο γκολ,
το πρώτο τσιγάρο
το πρώτο ουίσκι
,

οι άντρες αγαπάνε
τα αυτοκίνητα, τα μποτιλιαρίσματα
τους θορύβους της νύχτας,
τις αδέσποτες γυναίκες
τα σημάδια του θανάτου,
τους θυμίζουν παιδιά
που τραγουδάνε απελπισμένα
τα κάλαντα τα Χριστούγεννα

αλλά υπάρχουν νύχτες
που οι άντρες ξαπλώνουν
από φόβο,
σφίγγοντας την ανάσα
να ακούσουν τα φτερά
να ακούσουν τα πούλια
να νομίσουν ότι πετάνε
να νομίσουν ότι αγαπάνε

Η πανδημία του κακού*

Στη χώρα μου οι νεκροί
δεν ήταν πολλοί
αλλά το σώμα αποκόπηκε
από το σώμα
η ψυχή από το ρούχο
και το βλέμμα της αγάπης
νέες φοβίες, νέες θεωρίες,
νέες συνομωσίες,
αναδύθηκαν
πολλοί μίλησαν
για την κόλαση της εποπτείας
την ηδονή της επαιτείας
το μεγάλο αδελφό
τον φτιαχτό ιό
την τεχνητά εγκυμονούσα γη
που θρέφει πανδημίες
στο εδώ στο τώρα και στο μέλλον

κάθε στιγμή που άνοιγε
ένας τάφος στην τηλεόραση
κι οι ζωές κρεμόταν από εναν ορό
εμείς μέναμε ασφυκτικά προσηλωμένοι
στο μονόλογο της αϋπνίας
στο διάλογο με τη ζωή
χωρίς το βλέμμα και τον άλλον
στον καθρέφτη
με μια μόνο σκέψη
να αποδράσουμε
από το σπίτι
με το θράσος και την θλίψη
του εφήβου που φεύγει απ’ τη ζωή
αφήνοντας ένα γράμμα στους γονείς

Στη χώρα μου
οι νεκροί ήταν λίγοι
αλλά οι άνθρωποι έχασαν το βήμα
το στόμα και την μυρωδιά του άλλου
τα διαδίκτυα ήταν πόρτες
που άνοιγαν για να μας κλείσουν πάλι μέσα
και το παράπονο στον άλλον
οι αλλόκοτες ιδέες, οι ανθρώπινες ειδήσεις,
οι ανθρώπινες εκρήξεις
ο θυμός και οι αλήθειες που ξέφυγαν
από τις προσδοκίες

η νύχτα δεν ήταν αρκετή
να μας καταπραΰνει
τα ηρεμιστικά δεν επαρκούσαν
οι ανθρώπινες κοσμογονίες δεν μας έσωσαν
όλοι στοιχημάτιζαν κάτω από το τραπέζι
όλοι πόνταραν
στη μαραμένη όψη των νεκρών
στο τέλος της ζωής

Στη χώρα μου οι νεκροί
ήταν λίγοι
οι απώλειες πολλές
σκιάχτρα στήθηκαν στις πλατείες
η ζωή έγινε τσιγγάνος που περιφέρονταν
χωρίς δόντια στα εστιατόρια της πόλης
το πένθος σε διαρκή αναμονή
η νύχτα δεν αναγνώριζε την μέρα
ο ύπνος δεν χωρούσε τα όνειρα
οι νεκροί ακουγόταν
κάτω από τη γη
οι συγκρούσεις, οι διαμάχες
τα διαζύγια και η θλίψη
η αποχή, το σώμα
το ανυπόφορο εδώ και τώρα

η θλίψη έγινε η ανορεξία
η ανορεξία έγινε βαρκάδα
στη λίμνη των πουλιών
στην λίμνη των πνιγμένων παιδιών

στον τόπο μου
οι νεκροί ζουν στη μέση
ανάμεσα μας στο κρεβάτι
για να ξεχνούν οι άνθρωποι
τον πόνο
στο πένθος φοράει η καρδιά
το μεσοφόρι
ο θάνατος το πρόσωπο
και το κοστούμι του πατέρα

κι έγινα ο νεκρός μου
εαυτός
ο θυμωμένος αδελφός
φόνος και μαχαίρι
πάνω απ’ την καρδιά του κουνελιού

*Το ποίημα γράφτηκε πρωτίστως στα ιταλικά
για ένα διεθνές πρότζεκτ (silver spoon anthology)
του θεατρικού σκηνοθέτη Roberto Cajafa από το Μιλάνο
στη μνήμη των θυμάτων του κορωνοϊού. 

Οι μεταλλάξεις

έγινα ύπνος βαθύς
μίσος και οργή αδελφική
ο γιός του γιου μου
ο πατέρας του πατέρα
έγινα αδελφή της μάνας
να ανακουφίζω τους άλλους απ’ τον πόνο

έγινα ο Τζο που έχασε τη Μπέση
ο Μάρκος που αγάπησε μόνο την Ελένη
ο Κώστας που ερωτεύτηκε τον Κώστα
η γιαγιά που μίσησε την νύφη
έγινα η απαξίωση της τάξης
η ντροπή των δυο γονέων
ένα αγόρι που δεν μεγάλωσε
ο πρόσκοπος που έμεινε πρόσκοπος
το δέντρο που κόπηκε νωρίς

έγινα κόρη του εαυτού μου
να κρατώ στα χέρια την σάρκα μου
και την καρδιά
έμεινα ο θάνατος μου
ξαπλωμένος στο κρεβάτι
μ’ ένα νυφικό στο σώμα

Αυτό το σπίτι δεν κατοικείται πια

αυτό το σπίτι δεν κατοικείται
δεν έχει αυλές, δεν έχει ουλές
πατήματα ανθρώπων
εδώ η καρδιά του,
το παλιό καθιστικό,
η σκόνη μιας κοινής στιγμής

οι άνθρωποι φτιάχνουν τελετές
κάνουν προσύμφωνα
για να ξεχνούν τον πόνο

Η ετεροδοξία του έρωτα

Δυο άντρες σουλατσάρουν
στην γειτονιά μου
o ένας δίπλα από τον άλλον
o ένας μέσα στον άλλο
o ένας ανήκει σε μένα
o άλλος στον ουρανό

ο ένας φοράει καπέλο
o άλλος το σώμα μου
ο πρώτος δεν μιλάει στους προγόνους
ο άλλος δεν θέλει απογόνους
ο ένας αγαπάει τα σκουλαρίκια γυναικών
ο άλλος τους άντρες που πέφτουν από μαχαίρια
ο πρώτος δεν νοιάζεται για τη ροή του χρόνου
ο άλλος για τη συνείδηση του πόνου
ο πρώτος λατρεύει τους στίχους
ο άλλος τις γραφές στα κοιμητήρια
ο ένας είναι δρόμος
ο άλλος δήμιος και πόνος
ο ένας έχει σώμα και παιδί
ο άλλος μωρό και στήθος
ο ένας αερόστατο που δεν πιάνεις
ο άλλος λόγος
που χτυπάει στην καρδιά
ο ένας είναι φάρος
στο κύμα του θανάτου
ο άλλος είναι ίδια η θάλασσα
με τους πνιγμούς και τα κλειστά αμπάρια
ένας Οδυσσέας
που ξενιτεύεται με τις σειρήνες
και δεν γυρίζει στην Ιθάκη

Εμείς / Αυτοί

Αυτοί
Άντρες φουγάρα
τις Κυριακές τ’ απομεσήμερα
γραβάτες στο πάτωμα
σκέψεις σκληρές
άλογα ατίθασα
στη μοναξιά της επιθυμίας
άντρες χωμένοι στις πολυθρόνες
σαν πτώματα απλωμένα
και πάνω τους άσπρα σεντόνια
σαν για να κρατάνε τη φρεσκάδα
του νεκρού,
αυτοί ήταν οι πατέρες μας
Εμείς
Είναι που πορευτήκαμε νωρίς
είναι που πήραμε και δώσαμε πολλά
από τις μανάδες και τις εποχές
είναι που αγαπήσαμε
χωρίς να το γνωρίζουμε
και ψάχνουμε σαν τους τυφλούς
να μάθουμε το χρώμα
αυτοί είμαστε,
εμείς

Το Λας Βέγκας στη Λάρισα

Το Λας Βέγκας κατεδαφίστηκε
μαζί γκρεμίστηκε ένας μύθος,
το μεγάλο μαρμάρινο φιδίσιο μπαρ
ανάμεσα από Ανατολή και Δύση,
η ξύλινη με μέταλλο μπάρα
με τις άγριες εικόνες μιας εκπορνευμένης
εκδοχής ζωής

ένας κόσμος γεμάτος αίμα και νύχτα
πείνα και οστά, μάτια πληθωρικά,
όνειρα από άγουρο σιτάρι και ψωμί,
τη μια γέρνουν στον ουρανό,
την άλλη στο χώμα
στην αγκαλιά μιας Μολδαβής,
χορεύτριας

εδώ οι άνθρωποι χορεύουν
με τα πέη στο χέρι
φτωχοί και πεινασμένοι,
μικροί ατιμασμένοι διάβολοι
έξω τοπία και βαριά ομίχλη
πυξίδες που δεν λειτουργούν από το κρύο
μέσα, καρδιά στα τέσσερα,
βαριά ζεστή ομιχλώδης
πόθοι αντρικοί και παιδικοί
το Λας Βέγκας κατεδαφίστηκε

ένας κόσμος έσβησε
λούμπεν και γραφικός,
μικροαστικός και λαϊκός,
σώματα ξαναμμένα, τζάμια σπασμένα,
τουαλέτες γυμνές και κρύες
φωνές απ’ το υπόγειο
υπερπέραν
που αναρωτιούνται
αν αξίζει να ζει κανείς
για μια στιγμή ευτυχίας
σε αυτήν την σκληρή όψη
του πετρώδη Ολύμπου

τα τραίνα σφυρίζουν ακινητοποιημένα
στη κοιλάδα των Τεμπών
ο Πηνειός στο κύμα του
ξεβράζει στο Στόμιο
μια νεαρή Βουλγάρα
πλήθη αγγέλων να αλαλάζουν
δεν συγχωρούν
ένα κόσμος σβήνει,
γνώριμος και θλιβερός
μιας αλλόκοτης Ελλάδας

το Λας Βέγκας χάθηκε
εκεί έπινε το ουίσκι του
ο Ανδρέας
που ήταν πιο βαρύ
κι απ’τα γερασμένο κάτουρο του
ήσουν κι εσύ εκεί
με τα κιτρινισμένα
χέρια και μαλλιά,
τη βαριά αδημονούσα όψη,
μέρος της νυχτερινής συμμορίας,
της μόνης άξιας ύπαρξης,
του κόλπου γυναικών

το Λας Βέγκας έγινε παρκινγκ,
κι απόμεινε το Κλίμαξ
στην ίδια γειτονιά
να χαϊδεύει με τη τζαζ,
τις αρχαίες πέτρες του θεάτρου
τις αρχαίες πέτρες του θανάτου

το Λας Βέγκας γκρεμίστηκε
και μαζί, οι δικές μας
παράλληλες ζωές

 


Δημήτρης Π. Κρανιώτης | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης γεννήθηκε το 1966 και κατάγεται από το Στόμιο Λάρισας, όπου μεγάλωσε. Σπούδασε ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ζει στη Λάρισα, όπου εργάζεται ως ιατρός ειδικός παθολόγος. Έχει εκδώσει εννέα ποιητικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό: “Ίχνη” (1985), “Πήλινα πρόσωπα” (1992), “Νοητή γραμμή” (Λάρισα 2005), “Dunes-Dune” [Θίνες] (γαλλικά & ρουμανικά, Ρουμανία 2007), “Ενδόγραμμα” (εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2010), “Edda” [Έδδα] (γαλλικά & ρουμανικά, Ρουμανία 2010), “Iluzione” [Ψευδαισθήσεις] (αλβανικά, Ρουμανία 2010), “Foglie vocali” [Φύλλα φωνήεντα] (ιταλικά, Ιταλία 2017) και “Γραβάτα δημοσίας αιδούς” (εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2018). Το 2011 επιμελήθηκε και εξέδωσε στα αγγλικά την ανθολογία “World Poetry 2011” (205 ποιητές από 65 χώρες). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε 25 γλώσσες και έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες χώρες του κόσμου, ενώ έχει συμμετάσχει σε διεθνή φεστιβάλ ποίησης στο εξωτερικό. Το 2011 διοργανώθηκε υπό την προεδρία του το 22ο Παγκόσμιο Συνέδριο Ποιητών στη Λάρισα, όπου επίσης ίδρυσε και διοργάνωσε το 1o Μεσογειακό Φεστιβάλ Ποίησης. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, Διδάκτωρ Λογοτεχνίας, Ακαδημαϊκός στην Ιταλία και διετέλεσε μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού “Γραφή” Λάρισας. Στο διαδίκτυο επιμελείται τον ιστότοπο “Poetics @ GR” [Τετράδιο Ποίησης]: http://greekpoetics.blogspot.com Η προσωπική του ιστοσελίδα είναι: http://www.dimitriskraniotis.com

Μείον ένα

Τράβηξα τη γη
Για να σκεπαστούμε
Μήπως φορέσουμε απόψε
Αφοπλιστικά κι αναίμακτα
Τις λέξεις που χθες φτύναμε
Σαν κουκούτσια

Μα μην μ’ απαντήσεις βιαστικά
Περίμενε τη σειρά σου
Στην ουρά
Περιμένω απαντήσεις
Από σένα κι από μένα
Ξανά και ξανά

Ως το χθες
Ως το σίγουρο κι απροσδόκητο
-1 του ασανσέρ
Υπόγειο αορίστως
Κι εντόκως με θυμό
(Ποια λογική νοικιάστηκε
Από τη φαντασία μου απόψε;)

Μα δεν θέλω η λάσπη
Να ζυμώσει τα κορμιά μας
Γεμίζοντας με μείον ένα αύριο
Ρίζες λωτών και μύθων

Γραβάτα δημοσίας αιδούς

Άρχισα να ξηλώνω
Τα ρούχα μου
Ώσπου έμεινα γυμνός
Στη μέση του πουθενά

Φωνάζοντας
Σε μια γλώσσα άγνωστη
(Έτσι κι αλλιώς
Ποιος θα με καταλάβαινε;)

Μα δεν με συνέλαβαν
Για προσβολή δημοσίας αιδούς

Για να σταματήσω τις φωνές
Με κέρασαν αψέντι
Και μ’ έντυσαν στην τρίχα
Όμως τα κορδόνια μου
Δεν ταίριαζαν
Με τη γραβάτα τους

Δεν άφησα ρέστα
Για πουρμπουάρ
Δεν σκόνταψα διαγωνίως

Το κόκκινο ποίημα

Κόκκινο έβαψα
Τον ουρανό
Μέρες που μ’ έχασα
Και μ’ απαρνήθηκα
Γελώντας αναίτια
Τις έζησα

Kόκκινο έβαψα
Το νερό
Σε δάκρυα μ’ έπνιξα
Και με διέσωσα
Ξεχνώντας τύψεις
Με ξεγέλασα

Kόκκινο έβαψα
Το ποίημα αυτό
Με λέξεις μ’ έσβησα
Και μ’ ανέστησα
Γράφοντας μ’ αίμα
Μ’ εκδικήθηκα

Ιανός

Πολυκατοικία πια
Η γειτονιά μας
Το ασανσέρ κολλημένο
Μεταξύ ρετιρέ
Και ουρανού

Κι εμείς μέσα
Συνωστισμένοι άνετα
Χωρίς ανάσα
(Και χωρίς σήμα
Το κινητό μας)

Στο παραπέντε απόδρασης
Από το savoir vivre
Σαν έτοιμοι από καιρό
Για περιπτύξεις
(Πότε προλάβαμε άραγε
Να ερωτευτούμε;)

Στο απόγειο
Μετέωρων βημάτων
Στο υπόγειο
Ημι-διλημμάτων
Του Ιανού

Άψε σβήσε

Παραβίασες τα σύνορα
Που έθαψαν
Το γνώθι σαυτόν

Γκρέμισες φυλακές
Πίσω από κουρτίνες
Που πυρπόλησε
Η σπίθα της οργής σου

Χωρίς ουρλιαχτά
Χωρίς ψιθύρους
Στο άψε σβήσε
Έτσι απλά
Γέννησες φως

Σαν αγκάλιασες
Όσα δεν λέγονται
(Μα γράφονται)
Στο σκοτάδι

Μετακόμιση

Γυμνοί πια
Χρώματα ντυθήκαμε
Λέξεις και φωνές γδύσαμε

Τυφλοί πια
Το φως ήπιαμε
Το θάνατο κολυμπήσαμε

Με αλκοόλ και τσιγάρα
Στις αποσκευές
Ψευδομαρτυρήσαμε
Ποιοι είμαστε ξεχάσαμε

Πάνω σ’ ένα πουλί
Τη ζωή μας χτίσαμε
Και ξαναπετάξαμε
Απλώς μετακομίσαμε

Παζλ

Να γεννιέμαι στο δάσος
Από νερό και χώμα
Δέντρο να γίνομαι
Σκορπίζοντας τα φύλλα

Να αιωρούμαι ανίερα
Ως παζλ στον αέρα
Να με τρώνε τα πουλιά
Ως ρυτίδες με χρώμα

Ν’ αναζητώ
Με Silver Αlert
Δίχως όνομα
Εμένα

Αλφαβητάρι

Έχασα το αλφαβητάρι
Της πρώτης δημοτικού

Και τώρα
Που ψάχνω απεγνωσμένα
Να δώσω στην Άννα
Ένα μήλο
Γέρασα από αναμνήσεις

Χωρίς διακοπή
Για διαφημίσεις

Πίνοντας αναψυκτικό light
Και κάνοντας like
Σε τετράστιχα ημερολογίου

Διψάνε οι λέξεις

Διψάνε οι λέξεις
Και πίνουν κρασί
Να με μεθύσουν

Οργώνω, θερίζω
Μα τώρα σωπαίνω
Μη σβήσουν
Σαν στεγνές κατάρες
Σε ξερά χόρτα

Σπάζω στάμνες
Με υγρή ηχώ
Να ξαποστάσω
Μες στο λιοπύρι
Χωρίς νερό
Με μια χούφτα λάθη

Δούναι και λαβείν

Σκάψαμε με τα χέρια
Το χώμα της ανάστασης
(Μήτρα ζωής η γη
Υιών και θυγατέρων)

Ποτίζοντας ρίζες
Που αλωνίσαμε
(Δούναι και λαβείν
Κατά φύσιν
Κεκτημένα)

Ξεθάβοντας νεκρούς
Που αφορίσαμε
(Δούναι και λαβείν
Παρά φύσιν
Τεκταινόμενα)




Ελένη Λάκη | Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκα το 1997 στη Λάρισα. Σπούδασα στη Θεσσαλονίκη.
Τα τελευταία επτά χρόνια έψαχνα έναν τρόπο ν’ απευθυνθώ άμεσα στις ψυχές των ανθρώπων. Γι’ αυτό δοκίμασα την ποίηση.
Εμπνέομαι από τα απλά και καθημερινά, τη θλίψη του αστικού τρόπου ζωής, τη δυσκολία διαχείρισης και έκφρασης των συναισθημάτων.

 

 

μύρτιλα

τα μύρτιλα μου μοιάζουν άλλοτε μπλε κι άλλοτε μωβ
όμως καμία σημασία δεν έχει
εκτός του ότι η μπλε ώρα είναι η αγαπημένη μου
οπότε συνήθως μου μοιάζουν μπλε

η μαρμελάδα στο βάζο είναι μαύρη
αλείφω κάθε πρωί πάνω σε φέτες με βιτάμ φορώντας ζιβάγκο ίδιου χρώματος
και περιμένω ως το βράδυ να δω
αν έχει οξυνθεί η νυχτερινή μου όραση και η ευαισθησία μου στις αντιθέσεις

όσο αυτό δε γίνεται
περιμένω ν’ ανασταλούν τουλάχιστον οι οφθαλμικές διαταραχές μου
ώστε να μην ξαναφορέσω τα γυαλιά που αγαπούσες
καθώς θα διαβάζω τις διαφορές μεταξύ μπίλμπερι και μπλούμπερι

μεταίχμια

καθώς γλιστράς πάνω μου
με λιώνεις με την κοιλιά σου
και γω απολαμβάνω τα δευτερόλεπτα
μέχρι να μου γλιστρήσεις πάλι απ’ τα χέρια

στο μεταξύ
αναρωτιέμαι
που να λιώνεις τα καλοκαίρια

σαρδέλα που τρώγεται ολόκληρη
στο πιάτο σου μέσα μ’ έχεις
να με ξεψαχνίζεις

τα κουνούπια τσιμπάνε πιο άγρια το καλοκαίρι
όταν παίρνει και νυχτώνει
κάνουν τα μπούτια σου κόκκινα
και άσχημα

πάντα έμοιαζες με όλα τα μεταίχμια των εποχών
αλλοπρόσαλλα κι απότομα
να με βρίσκουν
συνήθως
υπερβολικά ντυμένη

τώρα περισσότερο
κλιματιστικό σε αίθουσα χορού μου κάνεις

ίσα που σ’ αισθάνομαι στην ωμοπλάτη μου

πρόβες

η μειωμένη περιφερειακή όρασή μου
παύει να είναι μειωμένη
όταν βρίσκεσαι
στην πίσω δεξιά γωνιά του ίδιου μπαρ που βρίσκομαι και γω
βράδυ πέμπτης
ξεπλένω τα μαχαίρια κάπως άγαρμπα
και κόβομαι στα πιο χρήσιμα δάχτυλα και των δυο μου χεριών
τώρα δε μπορώ να ου δείξω
τι πάει να πει
αβεβαιότητα

προβάρω στον καθρέφτη μια πιθανή συνάντηση
ήδη από βράδυ τετάρτης
όσο απίθανο κι αν είναι να πω οτιδήποτε
που θα δείξει κάτι
κι ας πήρα απόφαση
την επόμενη φορά
να κοιτάξω κατευθείαν στα μάτια

όπως το κορίτσι δίπλα σου κοιτάζει στα δικά μου

τελικά
καθώς έφευγες
κρεμάστηκα στο κασκόλ σου

στη συνέχεια
λόγω κρύου
τυλίχτηκα στο λαιμό σου

ξετυλίχτηκα από γυναικεία χέρια
κοιτάχτηκα κατευθείαν στα μάτια

ας θολώσει κάποιος τους καθρέφτες με τους υδρατμούς του ντουζ
ή έστω με τα χνώτα του
όσο εγώ θα αναρωτιέμαι
αν οι πρόβες κάνουν τους ηθοποιούς
κι αν έκανα καλά που άλλαξα καριέρα

τι πουλάτε εδώ

άνοιξαν οι ουρανοί πάνω στα μαλλιά μου στις εννέα και είκοσι
άνοιξε και η γη κάτω από τα πόδια μου
έπεσα μέσα
παραλίγο να πνιγώ
να μην προλάβω
να προφέρω
έστω λειψά
τα ονόματά μας πλάι πλάι

σου είπα βαρέθηκα τα φωνήματα ω και α
τα μελωδικά
σχεδόν ποιητικά
ω και α
σίγουρα χιλιοειπωμένα
σε περιπτώσεις που προηγούνται
ή έπονται
ονομάτων εραστών, πλην των δικών μας

τι πουλάτε εδώ;
ψάχνω νέα φωνήματα εκρηκτικά
πλην του ω και α

να μην ανοίγουν τα πόδια
μονάχα τη γη κάτω απ’ αυτά

έρωτα, πουλάτε;

όταν ράφια με συλλογές ερωτικές
αυτοβιογραφικές
αδειάζουν επικίνδυνα
ο έρωτας πουλιέται κι αγοράζεται
μα είναι σχεδόν απίθανο κανείς να ζήσει απ’ αυτόν

από την άλλη βέβαια
μπορεί κανείς να ζήσει για πάντα

ώστε έρωτα πουλάτε

ηλεκτρονικό συνδικάτο

απο ποιήθηκα καιρό
πολύ καιρό
μέρα απο κάλυψης
μέρα απο μυθοποίησης
μέρα που δεν έχει σημασία αν είναι μέρα ή νύχτα

μετατρέπω μπλε ώρα σε κίτρινη
χτυπάω κάτω από τη ζώνη
παύω να λέω σε όλα ναι ναι ναι
κουράζομαι να λέω όχι όχι όχι

δεν ξαποσταίνω ποτέ γι’ ανάσα
εκεί που άφησα την τελευταία μου
περιμένω καλοκαίρι να μου δροσίσει ένα μυαλό
σε σώμα χωνάκι παγωτό
είσαι κολλώδες σώμα
που συνεχώς απομακρύνω
σε πόλεις με υγρασία πάνω από ογδονταεφτά τις εκατό
δεύτερη βδομάδα του ιούλη
είσαι κίτρινος λεκές σε άσπρο φανελάκι
είσαι χαλίκι
που τρυπώνει σε στόμα
καθώς γελώ ασταμάτητα
με γαλλικά δυο βδομάδων όλο κι όλο
σε φτύνω
και πάλι σε βρίσκω
κάτω από τη γλώσσα ν’ ανεβοκατεβαίνεις
και «μελό ιμποσίμπλ ε μελό» να λες
σε επανάληψη

σε ξεροκαταπίνω
αντιστρέφω διαδικασία κατάποσης
σ’ επαναλαμβάνω
σε καταπίνω ξανά
σ’ επαναλαμβάνω με προφορά ελληνική
που καθόλου σικ δε μοιάζει
μοιάζει αντιθέτως τρε μπανάλ

έρχεται η εποχή
έρχεται η εποχή
που δεν μου αρέσει καθόλου η ιδέα
να ‘χω κάποιον αγκαλιά καθώς κοιμάμαι
έρχεται η εποχή που πρώτη φορά αναμένω
όπως μάνα αγέννητο παιδί
ένατο μήνα κύησης
δεν αφήνω
ανεκμετάλλευτη ευκαιρία
από τότε που υπολόγισα τα χρόνια
που μου απομένουν μέχρι τα τριάντα
και τα βρήκα λιγότερα της δεκάδας
όπως δεν αφήνω
ανεκμετάλλευτη προσφορά
αναγραφόμενη σε ράφι
παρα
δέχομαι τον καταναλωτισμό
τον απο
δέχομαι

μάθε μου για οικονομία
αρχίζοντας από τον περιορισμό της φλυαρίας μου
σε μηνύματα
σταλμένα χωρίς τ9 με κεφαλαία
αυτά που με κάνουν αυταρχική
έλα και θ’ απλώσω μαρμελάδα βερίκοκο στο κορμί
παραλείποντας το βούτυρο
έλα και υπόσχομαι
να μη βγάλω κιχ
φωτάκι στην πρίζα να δω καθαρά
να βρω χαμένα σημάδια έλξης
όχι απαραίτητα ερωτικής
να μπορώ πάλι ν’ απαριθμώ
ν’ απομνημονεύω
ν’ αποστηθίζω
τι θα έκανα χωρίς τα τρία άλφα της παραπάνω διάταξης
όλο θα μπέρδευα και δε θα μπορούσα
όλο δε θα μπορούσα
να θυμηθώ
να πω πια
αν ήσουν αυτός ή άλλος

τείχη

μητέρα στο ξαναλέω

η ποίηση δεν έχει τείχη
μα θέλω τόσο να κρυφτώ μέσα της

η δεξιοτεχνία των αγγιγμάτων
χαλάκι στο πόδι σου με έκανε
να σκουπίζεις τη σαπίλα όλης της πόλης
απ’ άκρη σ’ άκρη του κορμιού μου

ο κέρσορας τώρα
μετακινείται νευρικά πάνω στο λευκό
που κάνει αντίθεση τρομερή με τις ψυχές μας

το σημείο εισαγωγής αναβοσβήνει
αναμένοντας κάτι από εμένα
και η ποίηση τελευταία συνεχώς με αγχώνει

ένα σημείο εισαγωγής ήσουν
που αντί να σε καταπίνουν οι λέξεις μου
τις κατάπινες εσύ
κι ύστερα τις ξερνούσες για δικές σου

γιατί να με αγχώνεις τόσο

Δ5

θέλω να τυλιχτώ
μαντίλι πορφυρό
ανεξίτηλη
χρωστική
στο μήλο του λαιμού σου

γάτα
να γραπωθώ
σε μαύρους κύκλους κάτω από μάτια
κι ας μην κατάλαβα ποτέ γιατί τους λένε κύκλους
ούτε μαύρους

εγώ περισσότερο ψηλαφώ
κάτι σε ημικύκλια μαβιά
με μουλιασμένα άκρα
ξεχασμένα ώρα μισή σε στόματα μπανιέρες
ως που να γίνουν κι αυτά μαβιά
να ταιριάζουμε επιτέλους χρωματικά
στις δυστυχέστερες αποχρώσεις

περιμένοντας ακόμα ικετευτικά
να σκάσουν δίπλα
σαμπουάν δακρυγόνα
να κάνουν τα μάτια μας να τσούζουν από σταθεροποιητές pH
ενώ θα αλείφω προβιταμίνη β5 σε τρίχες ατίθασες κατσαρές
να μου μιλάς για την αξέχαστη περιποίηση
να με προτιμάς ξανά
ξανά

διά δρομοι

τα πιο απλά σου αδιέξοδα φτάνουν λέω να γεμίσουν
έως και τρεις ποιητικές συλλογές
αφήνοντας τώρα εκτός ύλης
τα άθικτα κομμάτια
προσωπική βορά
σαν το πιο λευκό του δέρματος
κάτω απ’ το εσώρουχο
που σφηνώνω προσεκτικά ανάμεσα στα ούλα όταν ματώνουν
κι αμέσως το εκθέτω σε ακτινοβολία υπεριώδη όταν αχρηστεύει

μια φιλική συμβουλή
γύρεψε ένα χέρι
οποιοδήποτε
καθώς σου λύνω τη ζώνη στα απότομα φρεναρίσματα
εναλλαγών πορείας στον ορίζοντα
καθώς καρφώνεσαι κάθετα πάνω στα κυπαρίσσια
και σκέφτεσαι πως
δε θα ’χεις γνώμη πάνω στη ζωή ξανά
όσο εγώ θα ορίζω
οριζοντίως
ή καθέτως
τη θανατική ποινή

τώρα σε παρακαλώ
απάντα ειλικρινά
σε ερωτήσεις κλειστού τύπου
πότε θα ξεπεράσεις
την υψοφοβία
τις κρίσεις πανικού στα αεροδρόμια
πότε θα σταματήσεις
να χρησιμοποιείς τρένα
ασφαλείς συγκοινωνίες
να φεύγεις
να ‘ρχεσαι κατά βούληση
και τέλος πάντων
να ‘χεις πάντα διπλωμένη
μια εναλλακτική
σε κωλότσεπη παντελονιού

έρωτες στη μητρόπολη

σήμερα θα κοιμηθώ για τελευταία φορά

η διάγνωση έγραφε
σύνδρομο υπέρχρησης τραπεζοειδούς μυός
εγώ συμπλήρωσα
θα φταίνε τα άβολα μαξιλάρια σου

απαιτώ προσεκτικές εντριβές
λεπτομερείς διατριβές
πάνω στην αποτελεσματική αντιμετώπιση πονοκεφάλων κάθε επόμενης αγρυπνίας μου
σου χαρίζω μαξιλάρια
φτιαγμένα από πούπουλα χήνας
να σφηνώνεις κόμες
όλων των χρωμάτων και μηκών
από κάτω
προδίδοντας μια από τις αγαπημένες μου στάσεις
ονειρικού ύπνου

εσύ τώρα μέτρα
πόσο θα αντέξεις ν’ αναπνέεις
με δυο ρουθούνια
εκτεθειμένα χρόνια σε γαλλική κολόνια
και τριάντα στόματα ορθάνοιχτα
με κίτρινες γλώσσες
ν’ αρπάζουν αχόρταγα εναπομένον οξυγόνο δωματίου

μιλώ ασταμάτητα
ξεχαρβαλώνω φθαρμένα ελατήρια
στρώματος τσίρκου

κάθε που στους αισθητήριους νευρώνες
ακροβατούν θύμισες

ούτε στιγμή δε θύμισες
εκείνο που ήσουν πρώτα
τώρα σε βεβαιώ

καταπίνω γλώσσες
αντί για λόγια
σε κάθε περίπτωση
παύω να μιλώ

είμαι δυστυχισμένη
σαν κι εσένα δυστυχισμένε
το πρωί που σου ανέλυσα την θεωρία των επαφών
τότε που κλήθηκες
αυτόπτης μάρτυρας
να ταυτοποιήσεις
έρωτες
εφήμερους
μητροπολιτικούς
στ’ αζήτητα

υπερφυσικό παιδί

προσγειώθηκε πάνω σε μια διαστημική πίτσα πεπερόνι
αρμενοπούλου με δραγούμη γωνία
σε μια σιχαμένη πλατεία
το ίδιο σιχαμένη με το πεπερόνι

κολλάω τον δείκτη μου στο τζάμι
ρωτάω αυτό κι εκείνο
χορτάσαμε από υψωμένους δείκτες και περισσότερο από υψωμένα τζάμια

σκαρφίστηκα να έρχομαι λίγο πριν το τέλος
μεταξύ της παράδοσης της τελευταίας διαστημικής πίτσας
και της αναχώρησής σου για το άγνωστο
κάπου στ’ αστέρια-ισοσκελή τρίγωνα
που αστροναύτες-πιτσαδόροι αφήνουν στο χαλάκι άλλων αχόρταγων ανθρωποειδών πλασμάτων σαν κι εμένα
να σου εύχομαι καλό πιτσαρόδρομο
να κάνω καταγγελία για τυχόν κουκούτσια στις ελιές της χωριάτικης
να γελάς και να πληρώνεις την καταγγελία

με δυο πίτσες πεπερόνι στο στόμα
να έρχεσαι να με φιλάς

 




Κώστας Λάνταβος | Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διετέλεσε Πρόεδρος του Θεσσαλικού Θεάτρου, και Αντιδήμαρχος Πολιτισμού. Εξέδωσε 14 ποιητικές συλλογές, και μια νουβέλα.
Μετέφρασε στα ελληνικά έργα των Ουϊλλιαμ Μπλέηκ, Έζρα Πάουντ, Φερνάντο Πεσσόα, Έμιλυ Ντίκινσον, και ΝΤ. Χ. Λώρενς, Πώλ Βαλερύ και Ζεράρ ντε Νερβάλ. Μετέφρασε από τα αρχαία ελληνικά: Ευριπίδη (Τρωάδες, Βάκχες, Μήδεια, Ιππόλυτο), Σοφοκλή (Φιλοκτήτης, Οιδίπους Τύραννος, Οιδίπους επί Κολωνώ), Αισχύλο (Πέρσες, Προμηθέας Δεσμώτης), Πλάτωνα ( Φαίδρος) και Μένανδρο (Δύσκολος ή Μισάνθρωπος). Ασχολήθηκε κατά καιρούς με την κριτική βιβλίου. Ίδρυσε και διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Γραφή από το 1989 μέχρι το 2004.

1.

Πώς να μετριέται ο χρόνος;
Και πόσο παρών είναι ο χρόνος ο παρών
όταν περνάει σε μια στιγμή και χάνεται στην απουσία;

Σε ποια γλώσσα μάς ομιλεί ο χρόνος
ώστε να γίνεται αντιληπτός
ως ζωοφόρος παρουσία;

Μήπως ο χρόνος είναι η αέναη διάρκεια,
μήπως η επιμονή του παρελθόντος
να επιζεί επ’ αόριστον, κατατρώγοντας το μέλλον;

Αλήθεια, πώς να μετριέται ο χρόνος;
Με των χελιδονιών την άφιξη
ή με την φυγή των πελαργών;

Αλήθεια, με ποια γλώσσα συνδιαλέγεται ο χρόνος;
Με τ’ αηδονιού το μέλισμα
ή με το παράπονο του γρύλου;

Μήπως ο χρόνος είναι το κελάρυσμα του νερού,
μήπως η επίμονη αταραξία του βουνού
που επιβάλλει την παγερή γαλήνη;

Μα πάλι, ας μην σκέφτομαι: είναι καλύτερο
να κάθεσαι ν’ ακούς μόνο
το θρόϊσμα του χρόνου.

2.

Πάντοτε ήμουν στο «εκείθεν»,
κι ας με λογάριαζαν οι πάντες στο «εντεύθεν».

Από μικρό παιδί ήθελα οι σκέψεις μου να μυρίζουν καλοκαίρι
να τις φωτίζει η ανταύγεια τ’ ουρανού
ο αντίλαλος της φωνής μου να τραγουδά μες στο λιοπύρι
και ύστερα να σβήνει ξέπνοος στον κάμπο,

Ήθελα – φρόντιζα – να φεύγω απ’ την τυραννία της ελπίδας.

Καθώς μεγάλωνα μού μάθαιναν μόνο τον έναν τρόπο
ένοιωθα όμως ότι υπήρχε και ο άλλος τρόπος,

Είχα όνειρα – ονειρευόμουν – ήξερα όμως
ότι τα όνειρα δεν λένε όλη την αλήθεια.

Μου άρεσαν το λόγια που χαίρονται, όχι αυτά που κλαίνε,
τα βράδυα άκουγα τα τριζόνια να προσεύχονται
και νόμιζα πως γλεντάνε σε μια γιορτή
με σύμπασα την πλάση καλεσμένη,

Ήθελα η ζωή να έχει πάντοτε την ευωδιά των παιδικών μεσημεριών, να είναι ένα νησί κατάφυτο όπου θ’ ανθίζουν έρωτες μονάχα κι απομεσήμερα με όνειρα βιωμένα.

Τώρα που έμαθα να επιλέγω
αφήνω τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά
να μπει η αγρύπνια εντός μου
γιατί θέλω πολύ να ζήσω, κι όχι να προσποιούμαι ότι ζω.

3.

Προσπάθησα να γίνω ένας άνθρωπος εσωτερικότητας
ν’ αποφύγω την φυλακή των συμβάσεων,

Να γίνομαι καταληπτός στο ουσιώδες
να πορευτώ δια ξηράς εν μέσω της θαλάσσης

Κατέφυγα στον Στίχο για την κατανόηση του κόσμου
οπλισμένος με το αγνό και φωτεινό του βλέμμα.

Δεν μου αρκεί το ενδεχόμενο αποζητώ το βέβαιο
αρνούμαι το μισοφέγγαρο θέλω ολόγιομο το φεγγάρι

Θέλω να φυτέψω Λόγο-βάλσαμο για να εκφραστεί η απουσία.

4.

Στις παρυφές του πόνου περιφέρομαι
στον κήπο της αδιάφορης γαλήνης,
αφήνομαι στην θαλπωρή της σιωπής
ν’ ακούσει τις κρυφές μου επιθυμίες.

Όχι, δεν βάζω στόχους (πεπερασμένο άνθος!)
δεν θέλω να μείνω στο εφήμερο,

να βγάζω την ψυχή απ’ το σώμα,

θέλω να γίνω ώριμος καρπός
για μια ζωή πέρα απ’ τη ζωή –

η μόνη δόξα.

5.

Σε βλέπω λύτρωση να γλυκοχαράζεις
και σαν παρθένα κρινοδάχτυλη
να αγκαλιάζεις με το πέπλο σου
ολάκερο το σύμπαν.

Θέλω ν’ αγνοήσω τον θάνατο
ν’ αδράξω μ’ ονειροπόλο βλέμμα
τις αναλαμπές της σκέψης
καθώς θα στροβιλίζονται
γύρω από το Αίνιγμα του κόσμου.

Δεν θα λυγίσω κάτω απ’ το βάρος της καρδιάς –
οι ουρανοί όταν ανοίγονται
μου δείχνουν την στοργική θεότητα
που γέρνει πάνω απ’ όλες τις πληγές.

6.

Έχει και η απογύμνωση μιαν αγιότητα.
Αλλά πρώτα πρέπει να ντυθείς κατάσαρκα
όλα σου τα ελαττώματα
και ύστερα να τα καθαγιάσεις, σκοτώνοντάς τα ένα-ένα.
Έτσι ο ένας δρόμος θα γίνει πολλοί.

Ύστερα να ξεχάσεις το όνομα –
είναι φορτίο βαρύ, δεσμώτης
και δεν σ’ αφήνει
να πετάξεις με των πουλιών τα σμήνη.

Να βυθίσεις τον εαυτό σου
στην οριστική ανυπαρξία,
να του δώσεις την ηδονή να κατέχεται.
Έτσι κερδίζεται η μέθεξη.

Και στην κρίσιμη ώρα
-τότε που σιμώνει το κάλεσμα-
με γενναιότητα πιο θαρραλέα
κι απ’ την οργή του κόσμου,
θα γίνεις δεκτός στο κατάλυμα
όπου οι μέρες απαρνούνται την μνήμη τους.

Έτσι αρδεύεται η νέα πατρίδα.

7.

Απεκδύθην
Όλες μου τις επιθυμίες,
τους πόθους μου για έκφραση,
τη θέληση για μια εύκολη ζωή
με μια ωραία και εύκολη συνείδηση,

Καθάρισον τον ρύπον της ψυχής,

Τ’ αηδόνι θέλει τρεις νότες μόνο
τον ύμνο του στη ζωή να πει,
ο άνθρωπος χρειάζεται μία αναποδιά
να πάρει πίσω τη διαύγεια της ζωής του,
στη «χώρα των ζώντων» να επιστρέψει,

Εκ του μη όντος εις το είναι,

Απεκδύθην
Όλων των οραμάτων μου,
όλων των ελπίδων μου –
πόσες άλλες νίκες να καταγάγω –
και οι ελπίδες συχνά
γίνονται επώδυνες
όταν άκαρδη η διάψευση
επελαύνει,

Τί ραθυμείς αθλία ψυχή μου,

Δημιούργησα τον κόσμο μου
ξοδεύοντας τον εαυτό μου,
ήθελα να προχωρήσω πιο μακριά
από τον ήλιο του μεσημεριού,
να βγάλω όσο σκοτάδι
απόμεινε ακόμη εντός μου,
να χρεωθώ ο ίδιος
την κάθε αποτυχία μου,

ουκ όναρ, αλλ’ ύπαρ,

Απεκδύθην
τη ραθυμία της ψυχής,
τη θρησκεία της άνεσης,
θέλω να μη θέλω τίποτα
να μην ορίζω τίποτα
πέρα απ’ τη θέλησή μου,
Τότε το παρελθόν θ’ αρχίσει
να μοιάζει ξένη χώρα.

8.

Υπήρξα.
Άνθρωπος του ανοιχτού χώρου,
με το βαθύ κόκκινο του πάθους
πάντα ετοιμοπόλεμο ν’ αδράξει τη στιγμή
πεσκέσι να τη στείλει στην υπεροψία του χρόνου.

Υπήρξα.
Δεν άλλαξα ποτέ τροπάριο,
ακόμα αποθέτω στο ίδιο εικονοστάσι
τις μικρές μου συγκινήσεις.

Ήθελα να με πάρει απ’ το χέρι
η άδολη λαχτάρα
σεργιάνι να με βγάλει
στο Άβατο της ζωής.

Εντέλει έγινα αυτός που ήθελα,
ένας μαντατοφόρος της αύρας των προγόνων.
Αλλά δοσμένος στην πιο διάφανη ταραχή
κατέληξα να γίνω η αγρύπνια π’ ανασκάβει.

Όλα καλά. Δεν έζησα ποτέ θρηνώντας.
Ακόμα και η πιο μαύρη νύχτα
δίνει τη θέση της στην αυγή που ξημερώνει.

9.

Ιδού εγώ, ο άνθρωπος, ο υιός της οδύνης, το μέγιστο θαύμα,
Εσπέρας και πρωί και μεσημβρίας διηγήσομαι
τον διαμελισμό από τους αντιπάλους μου
και τον αγώνα να επανενώσω τα χίλια κομμάτια μου.
Ιδού εγώ, ο της θλίψεως οδοιπόρος, πρέπει να θάψω
την θλίψη μου. Και μάλιστα στα έγκατα της γης.
Ιδού εγώ, ο την απελπισίαν καταπατήσας
θα πιω τον άνεμο
για να κοπάσει η καταιγίδα.
Ιδού εγώ, θα τινάξω την σκόνη της γης από πάνω μου∙
θα ποδοπατήσω την οίηση, αγρυπνώντας να λάβω
την πεπρωμένη οδηγία αναρρίχησης
σε αγλαόκαρπα τοπία.

10.

Κύριε, ματαιοπονείς μαζί μας. Καμμία
κρίση δεν θα βάλει σε τάξη την μυρωμένη
ανεμελιά μας. Κανένας κανόνας
δεν θα διαταράξει την αμεριμνησία
των μελτεμιών της ψυχής μας.
Ποτέ δεν θα γίνουμε κάτι περισσότερο
από παιδιά που ονειρεύονται να μεγαλώσουν.
Αείποτε ράθυμοι και ρεμβόμενοι
θα κρεμάσουμε την ζωή μας
απ’ τα κρόσσια του ήλιου,
θα την αποθέσουμε στα ήμερα ακρογιάλια
της ελαιόκαρπης γης μας
και ο χειμώνας δεν θάρθει για μας,
παρά για να προετοιμάσει τον δικό μας
θάνατο στον ελληνικό κήπο του ασέληνου
έρωτος και της πυρίμορφης ηδονής.




Ευθύμιος Λέντζας | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Ευθύμιος Λέντζας γεννήθηκε το 1986 στη Λάρισα.
Γράφει ποιήματα και πεζά.
Είναι συντάκτης στον ιστότοπο εξιτηριον.

 

 

 

 

ΣΕΙΣΜΟΣ 

Ευλογημένο χέρι
χέρι τρεμάμενο,
χέρι νεκρό
τρομερό σαν πεύκο ολόγυμνο
δεν βρίσκω χελιδόνι
να σου κεντήσω με βελόνα τον καιρό
να σε φορέσω περιβόλι κι ουρανό
δροσερό των προγόνων μου σπέρμα
γράψε τον έρωτα,
γράψε το θάνατο
με χέρι μεγαλόπρεπο
ζωγράφισε τη Λεύκα και τη Λευτεριά
είμαι τα πόδια μου – τίποτε άλλο δεν είμαι
Εδώ τα μάτια μου χωρίζουνε τον
άνθρωπο, τη λεμονιά και τα νερά
εδώ τα μάτια μου χωρίζουνε
τα χώματα
χέρι που δεν τραγουδάς το λουλούδι
χέρι στην Αθηνάς – καμένο κάστανο
φυλακισμένο χέρι
αυτά τα ρούχα που κρατάς είναι οι νεκροί σου
θρηνώ τα δέντρα στην αυλή, μια μέρα με λιακάδα
τον ήλιο που κοκκίνισε το ζυμωτό ψωμί
δίχως νερό, δίχως ρολόι, δίχως τοίχο
θέλω να κοιμηθώ, μα έχω πια πεθάνει
παρέα με το πέλαγος, την πόλη, το χωριό
παρέα με το θόρυβο στο ακάνθινο κεφάλι
γδύνομαι το γυαλί, το σπίτι και το αίμα
το γέλιο σου το καθαρό, στέμμα φορώ τη θάλασσα
βαρέθηκα τον ίσκιο μου, να περπατώ κι όλα
να γίνονται βροχή
μέλη και μάτια και φωνές
σκόνη αστέρια, το γιορτινό σου φόρεμα
τα χόρτα, το βασιλικό, η ομπρέλα στην πόρτα
ανοιγμένη σαν κουρασμένη γυναίκα
έρχονται κύματα κομμάτια τα μάγουλα
με τα χαλιά στο πατάρι,
τα σπασμένα σκαλιά,
τα σκονισμένα παιχνίδια
όλα να αλλάζουνε βλέφαρα και σταγόνες
και ρυτίδες, να μου φορώ χαμόγελο ασπρόμαυρο
το χέρι μου πιο μοβ κι από ανεμώνη
μικρό το πέρασμα:μες στα φλιτζάνια χαρακιές
μικρό το χέρι μου βρομοκοπάει ορφάνια
το παλτό στην κρεμάστρα περιμένει σαν θάνατος
νύχτα γεμάτη τραύματα, στα πλευρά δεξιά μια ζέστη
παράξενη- δεν ντύνεται μόνο γαλάζια η θάλασσα.
***
Κλείσαμε τα παράθυρα.
Δυο χέρια κόπηκαν απ’ τους αγκώνες,
τα τρένα φορτωμένα, άφηναν πίσω το σταθμό∙
κανένα παράθυρο δεν άνοιγε δικό μας,
κανένα σύνορο∙ κλείσαμε τον ουρανό,
ένα μονάχο ποτιστήρι πότιζε τον κήπο.
Πηγαίναμε δυτικά ακουμπώντας ελαφρά
τα πόδια στην άσφαλτο, όπως ξαπλώνουν οι
νεκροί με προσοχή στο χώμα – στο σώμα σου:
γαρύφαλλα, λουριά, ελιές, στεφάνια, γεφύρια τοξοτά∙
δεν φτάνουν οι φωνές για να σε πούμε.
Η θέση σου με το φασκόμηλο, στον κάμπο με το βαρύ
σφυγμό και με το σίδερο,
όπου μαζεύουνε τα νύχια μας – κόκαλα σκόρπια,
κορίτσια όμορφα με την ελιά στο μάγουλο και τη νύχτα
στα φύλλα
ο έρωτας στη γλώσσα – λυσσασμένο σκυλί, όταν μας
χτύπαγε ο αγέρας στο καταχείμωνο
γύρω απ’ τη λάμπα χορεύαμε πληγωμένα κουνούπια,
είχαμε τόση δροσιά στα πολύπαθα στήθια.
Οι άντρες τραβούσανε τα φουστάνια.
Στο μόνο μπαρ που απόμεινε ανοιχτό, βρήκαμε χώρο
για να πεθάνουμε,
σίγουροι πως θα ‘χουμε κι άλλα να πούμε στο μέλλον,
σίγουροι πως έχουμε μέλλον.
Δεν θα μεθάμε, δεν θα σωπαίνουμε.
Το πρόσωπό μας κυπαρισσόξυλο∙ ίδιο γυαλί, ίδιο μαχαίρι.
Ένα τσιγάρο σπασμένο στην τσέπη, ο ήλιος κομμένος στη
μέση σαν σύκο φτασμένο∙
δεν θα πεινάμε, δεν θα χορταίνουμε –
τα ρολόγια θα σταματήσουνε στις τρεις το μεσημέρι
μ’ ένα χαμόγελο χαλίκι γεμάτο και καθόλου θεό
κάθε μπαλκόνι να ‘χει το σώμα μας –
οι στάχτες, τα δάση, τα φύκια και η θάλασσα,
ίριδες ανθισμένες να βγουν απ’ το στόμα
και τα πόδια τάχα να ξέρουν που πάνε
και να ‘ναι μονάχα πόδια και τίποτε άλλο.
***
Στην αγκαλιά τσουκνίδα,
σκάω σαν κύμα στο βράχο, κακό μαντάτο
το σπουργίτι στα μαλλιά
η κοιλιά μου σκίζεται όπως το φως ανοίγεται
προς τη μεριά σου∙ να το αηδόνι, να το φίδι
παντού καθρέφτες και ρολόγια, τσιγάρα και
ορίζοντες χωρίς βουνά
τρέχει το αίμα μου ντυμένο το κορμί σου
θρυμματίζω τα νύχια, σπάω κάθε καλοκαίρι
που έρχεται χωρίς εσένα
παρηγοριά τα διπλωμένα ρούχα
τη διαθήκη μου τρώω, τα ΡΩ του έρωτα
με το κεφάλι στον ώμο και την καρδιά στη γροθιά
στο στήθος σου παλουκωμένα πέταλα,
η νύχτα κρεμασμένη
σαν σταφύλι κοιμάται ίδια νυχτερίδα
ακολουθώ τα πόδια σου∙ ακολουθώ τα
ην κρεμάλα και τη σκιά
μια γριά σιδερώνει το σώμα μου:
τα σπαρμένα χωράφια, ο ήλιος, τα στάχυα,
όπως φουντώνει το καλαμπόκι
ο χρόνος σκορπάει σαν τη σιωπή∙ τίποτα δεν
μπορεί να συμβεί – μόνο βλέφαρα και νεκροί και ζωή.
***

Τσακισμένη βροχή στη σκεπή∙
ο χειμώνας τυλιγμένος με γάζες και
μπεταντίν, ο ήλιος ένα μεγάλο καρφί:
πουθενά δεν περνάω.
Όσο με θέλει το σώμα σου ταιριαστό
με το πάτωμα, με το άσπρο σεντόνι,
στο τελευταίο πλατύσκαλο τρίζω και
η σταγόνα που τρέμει από φόβο
ψηλά στον αέρα μια σημαία
παλιά που διπλώνει στα τέσσερα και στα
οχτώ∙ μια χώρα σκοτώνει.
Μια χώρα σκοτώνει το σώμα σου.
Κάτω απ’ το χώμα ο νεκρός που δεν λιώνει.
***
Ένα κουτί ξινόγαλο πλάι στο παλιό ρολόι,
τα οστά μου στο πλακόστρωτο:
φθινόπωρο και νύχτα σαν κρασί
στα διπλανά τραπέζια, στα πιάτα
στα μαχαίρια, τα χέρια στον ώμο
και την καρδιά στα γόνατα, την ώρα
που μεθούσαμε με δυο κορυδαλλούς
άνοιγα το βήμα στη Βιστωνίδα, με τα
χείλη της πέστροφας και τη σκιά της
καμάρας στο πρόσωπο – με φύλλο
τραγανό, Τουρκία με σιρόπι όπως το
φτιάχνουνε στην Πόλη – αφήνω πίσω
την Ανατολή και τους νεκρούς, τον Πόντο
και τη Σμύρνη, τον Καύκασο και το Αϊβαλή∙
τη δάφνη τινάζω στον αέρα, με τη μαντίλα στο κεφάλι
και τον ήλιο στα πόδια: ένα κοπάδι κόκαλα
κι ύστερα πάλι το πρόσωπό σου να
βουλιάζει πατρίδα σε μια πόλη που
δεν λέει να πεθάνει, με τον Σταυρό και τον
Μουφτή, ακίνητη σαν πέτρα,
ευκίνητη όπως τα νερά στον Λουδία

– όπως καιγόμουνα λαμπάδα στο Φανάρι –

έβρεχε: ένα φλαμίνγκο έπεφτε και με φιλούσε,
ξύλινος περνούσα τη γέφυρα
στον Άι Νικόλα, ο αέρας μ’ έπνιγε σαν φύκι
πλαστικό.
Ένα κορίτσι κρατούσε το χέρι μου:
ο θάνατος άδειο κουκούλι
και η ζωή πολύχρωμη πεταλούδα
απλωμένο σεντόνι στον Ακριτικό ουρανό
έρχεσαι σαν χέλι μέσα από τις καλαμιές∙
σύνορο που αλλάζει τόπο και χρώμα, αλλάζει
γεύση, αλλάζει όνομα: σαραγλί και μπακλαβάς,
καζάνντιπί και κανταΐφι,
ξεκάλτσωτο γέλιο, όπως αλλάζεις τα βλέφαρα,
κάθε μέρα διαλέγω στρατόπεδο:
Τη μια σε λένε Layla, την άλλη Δέσποινα,
Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη
– σε όλες τις πόλεις φυσάει, όπως φυσάει χρόνια
τώρα στις αυλές με τους μεγάλους
μαντρότοιχους, στα παιδιά με τα
ξυπόλητα πόδια, όπως φυσάει
στις προσευχές, όπως φυσάει
στα μάγουλα – καιγόμαστε σαν αίμα.

Όχι, δεν περπατήσαμε αρκετά.
Δεν τραγουδήσαμε τον άσπλαχνο
μήνα. Χωθήκαμε στο σώμα:
γυναίκα και άντρας, όπως κρύβονται
οι φλέβες στα χέρια, κάτω απ’ το δέρμα
στην πόλη κυλάμε σαν χαλασμένο νερό,
και φωνάζω δυνατά πως δεν πέθανα
και φωνάζεις δυνατά πως δεν πέθανες.
320 προσεύχονται τζαμιά. Φεύγω
όπως φεύγουν τα χελιδόνια
μ’ ένα δοκάρι στο στήθος, ατέλειωτος
σαν τα ποτήρια μας, αμέτρητος όπως τα μάτια μας,

στο επανιδείν, στο επέκεινα, στη Λάρισα.
***
Τώρα
με το λιωμένο κορμί και
το γεμάτο μολύβι,
τα όμορφα σπίτια γυρεύω.
Το άπνοο πεύκο με το άνοιγμα
του ήλιου το απομεσήμερο
όπου τινάζει το σχοινί με
τ’ ασπρόρουχα και τα παιδιά
μαζεύουν το χώμα στις χούφτες
και λίγο χτυπάνε και ματώνουν
τα γόνατα∙
τα όμορφα σπίτια γυρεύω.
Τον μπαχτσέ, την κότα
και το καλαμπόκι
– σπόρος να στεριώσει το τραγούδι στα χείλη –
η άπονη σκόνη στην καρέκλα
να κινήσει τη γη,
να μυρίσει το μπαχάρι
στο μαύρο νερό όπου
αστράφτουν ανάποδα τα κεραμίδια
και οι
γάτες χορεύουν με
τις καμινάδες κι αυτοκτονούν∙
βυθισμένα στα μάτια νησιά τα όμορφα σπίτια,
σφαίρα στην κοιλιά
οι σταγόνες απ’ το ληγμένο γάλα,
η μαρμελάδα στο δαγκωμένο ψωμί:
πού τα δόντια σου; πού το στόμα;
όλες οι θάλασσες κλείνουν στο μέτωπό μου,
λάμπω στο βυθό με
τη μάλλινη πέτρα και
την ξεχασμένη γοργόνα.
Δυο χέρια γυρεύω.
Χέρια λευκά, χέρια σοβατισμένα
χέρια κλειστά σαν φέρετρα.
Τίποτα δεν ζηλεύω.
***
Τα κλειδιά είναι στη θέση τους,
με τα χέρια στα πόμολα
ο τελευταίος άνεμος
χτυπάει την πόρτα.
Σάλιο από μπίρα φθηνή στον
καπνό και στα χώματα.
Χωμένοι σε παπούτσια
με κάλους, ντυμένοι με ρούχα από
σπασμένα κόκαλα.
Η coca – cola θριαμβεύει,
η Plathθριαμβεύει στο γκάζι –
στο γαλάζιο σύννεφο∙ ποτέ δεν
ήταν τόσο γαλάζια τα μάτια μου.
Ένας πίνακας ο πόλεμος στη Συρία∙
αμέτρητα πινέλα, αμέτρητα γραφεία
κηδειών, καταλήψεις, πορείες, απεργίες,
οι νεκροί στα περίπτερα – πλαστικά
μανταλάκια. Βρεγμένη Ευρώπη, σαλαμάνδρα
το δέρμα σου, με τον τρόμο για τα
Περσικά χαλιά, με τα ιπτάμενα παιδιά
του Αλαντίν
με τις καμήλες, τις Παναγίες,
με τον τάφο σου από μαύρο χρυσό,
η βιτρίνα σου λάμπει σαν χριστουγεννιάτικη
λάμπα. Η ζωή μας στην Πατησίων, ο
άνθρωπος με τη λαμαρίνα – λωρίδα
στο στήθος οι κατσαρές μου τρίχες,
τα χέρια σου χάνω στον πάγκο
με τα κουλούρια.
Καληνύχτα στα τσίπουρα
καληνύχτα στα τραπέζια
καληνύχτα στα ποτήρια
καληνύχτα ταβάνι
καληνύχτα γλυκό μου πάτωμα.

Καληνύχτα στα μάτια μου.

***
Σαν το θεό σε τελειώνω, όπως
λιγοστεύει ο αέρας∙
μπαλωμένες στα πνευμόνια μου
κάλτσες και
τα βόδια
σηκώνουν το κεφάλι, ξεδιψάνε
και πνίγονται
χιλιάδες στο χώμα πέφτουν φωνήεντα
παριστάνουν τη φυλακή, τα σιδερένια
φύλλα, το νερό στην πλάτη της πάπιας ,
τους 92 καμένους στο Μάτι
το σώμα στο καυσόξυλο και στο αλάτι
τοστ με ζαμπόν και κασέρι
το αίμα ζεστό στα σπαγγέτι
– οι πρώτοι φάγαμε τον ουρανό –
κατάλευκη στην άσφαλτο γραμμή
τι όμορφος που είμαι;
πριν προλάβω να γεννηθώ ήμουνα
κιόλας νεκρός
ίδιος με σβάστικα
γαλάζιος αράπης στη θάλασσα,
στη θάλασσα στρατόπεδο ο τοίχος
και το απόσπασμα
θεός δεν μ’ αγγίζει
μπάσταρδος τον κόσμο γυρνώ
μπάσταρδος πως είμαι θαρρώ
ένα παιδί που σαν σκυλί σε μυρίζει.
***
Μεξικό, Αμερική, Βενεζουέλα: Με πόσα «τ» υψώνονται τα τείχη;
Αίματα τσιμέντα ανεβαίνουν στα μέτωπα. Στη Νάπολη ξεβράστηκε
μια ανήλικη κουβέρτα.

Κόκκινη νύχτα, λεκές από σάλτσα, πυροτέχνημα στο ταβάνι,
φελλοί τα κεφάλια, τινάζονται στην Αλαμπάμα: νέγροι, πουτάνες,
το όνειρο του Μάρτιν. Ο φαλλός μου στον Πύργο του Άιφελ
– Εβραίος και Ναζί.

Ο χειμώνας άσπλαχνος, το καλοκαίρι άσπλαχνο.
Τα οστά μου παραδίδω στην άσφαλτο.
Άοπλος βαδίζω δίχως τύχη (τείχη). Το χρυσόμαλλο δέρας
Δέρμα γεμάτο γυναίκα.

21.000 χιλιόμετρα μετρώ: τα τείχη στο Πεκίνο,
τα σαρκοφάγα μου μάτια, τους σφουγγαράδες στην Κάλυμνο,
τις ρίζες στα μάρμαρα σαν ένδοξες ομίχλες, ρωτώ:
Τι γυρεύουν οι νεκροί ανάμεσά μας;
Με πόσα στόματα να πω το όνομά μου;
Η ψυχή μου ιδρώνει στην Αφρική.

Oh, captain, mycaptain!

Μια πεταλούδα δακρύζει στο πάτωμα, στο άδειο μου
πουκάμισο. Πίνω νερό με μια σαύρα.
Πίθηκος, μπανάνα και χώμα. Είμαι σώμα: ώμοι
και γόνατα στάχυα φλεγόμενα. Ένας ζητιάνος
μ’ ένα βιολί στο κλαδί: ύποπτος τραγουδά σαν καναρίνι.

Μπαλόνια – πνευμόνια, το αλογάκι της Παναγιάς
καταπίνει τη Χάγη.
Όπως πέφτει η σαλάτα στο πιάτο: ένα παιδί
πέφτει νεκρό στην Παλαιστίνη. Τρέξε τώρα, τρέξε!
Μ’ ένα σεντόνι λευκό κι ένα κομμάτι απ’ τον τίμιο σταυρό:
Είμαι εγώ ο νεκρός στο νερό.

Κολύμπησε Ρόζα, κολύμπησε∙ κάτω απ’ τα δώδεκα αστέρια,
το Βερολίνο γκρεμίστηκε.
Μητέρα, με την πεντάπειρη μήτρα, η πατρίδα με ξέκανε.
Στο στήθος μου ανοίγονται μαχαίρια οι χάρτες.
Ο θάνατος τρέμει σαν βλέφαρο στα μάτια μου.
Πέτρινα κρίνα ανθίζουνε στα πόδια.
Τώρα τερμάτισα. Φίλα με.
***
Ξυπνάω πριν ξημερώσει∙
βλέπω τα ρούχα στην καρέκλα
και τρομάζω.
Κάθε μέρα ίδιος θάνατος:
κυνηγάω κατσαρίδες στο μπάνιο.
Έχω νύχια, δόντια, τρίχες.

Είμαι ζώο.




Γλυκερία Μπασδέκη | Βιογραφικά στοιχεία


H Γλυκερία Μπασδέκη γεννήθηκε στη Λάρισα το 1969. Σήμερα ζει στην Ξάνθη. Γράφει ποίηση και θέατρο. Διατηρεί το blog “Crying Game” (lifo.gr). Τελευταίο της βιβλίο: Oι Κόρες, 2020, εκδόσεις Σοκόλης.

 

 

Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΣΕΞ

ήταν η ημέρα του σεξ

όλοι έκαναν σεξ

σεξ
συνέχεια σεξ
πολύ σεξ

κι ήταν πολύ μόνη

η μόνη κοπέλα
που δεν έκανε σεξ
την ημέρα του σεξ

μόνο έγραφε για το σεξ

έγραφε σεξ σεξ σεξ

κι έκλαιγε

ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

ήταν της μόδας τότε,
τα πουλιά,είχανε
όλοι

πήρα κι εγώ τον
Ρώσο, τον λεβέντη,
τον αρχιληστή

τον Μαγιακόφσκι
σε πουλί φαλάκρα

δυο βράδια έκλαιγε, φτερά
στο πάτωμα, κραυγές,
θα ψόφαγε

λι λι λι αχ το πουλί
λίλυ λίλυ το πουλί

πήγε στη γλώσσα του
ηρέμησε

ΑΣΚΟΥΜΕΝΕΣ ΚΟΜΜΩΤΡΙΕΣ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ

δε διάβασαν
ποτέ
Σαπφώ

γυμνάσιο με το
ζόρι-μετά
κομμωτική και μανικιούρ

για δες τες,όμως

έτσι καθώς
στεγνώνουνε μαλλιά
μαζί
και στάζουν σάλια
φτυστή Γογγύλα μες στο γάλα η μια
κι η άλλη σα Σαπφώ με πιστολάκι

LIVE YOUR DREAM IN GREECE

ο αδελφός μας όλο και μετράει
τα μυρμήγκια

αν βγουν ζυγά
θα μας σκοτώσει

αν βγουν μονά
θα μας ξανασκοτώσει

από τη συλλογή “Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης” , Bibliotheque, 2016

LOVE ME TENDER

θα πρέπει
να με αγαπάς πολύ
για ν’ αγνοείς
τις δυο αιμορροΐδες

ΣΥΡΕ ΚΑΛΕ ΤΗΝ ΑΛΥΣΟΝ

θα πιάνει κόκαλο
η αλυσίδα

γάλα θα φτύνουν
τα σχοινιά

ούτε να το σκεφτείς
το θαύμα ντάρλιγκ

δεν έχεις
πιθανότητες
εδώ

τι κι αν
γυναίκα πρωτομάστορα

δεν πιάνουνε
οι τίτλοι
στη Δεσμούπολη

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΓΙΑΤΙ ΠΟΝΑΕΙ ΤΟ
ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΡΩΙ

θείες ιπτάμενες
θείες Γκαγκάριν
θείες να σε φυλάει
ο Μεγαλοδύναμος

στην τρίχα
οι άτιμες-
σαν ζωντανές
σας λέω

σμήνη
ομογάλακτα
με σκάφανδρα εντατικής,
με τις ρενάρ του
γάμου

βαθειά μέσα στο ποίημα
να γελάνε

ΑΥΤΟΣ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΚΑΤΑΠΙΕ ΕΝΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ

έκτοτε
κατοικεί
στο μπλε

ντύνεται κόλες
της
συσκότισης

την τρέλα του
τη λέει
Αεροπορία

Η ΜΑΜΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΤΡΙΑ

ω, ναι –η μαμά είναι
σπουδαία ποιήτρια

όλη τη μέρα μαγειρεύει κόμματα,
σκουπίζει χρόνους, σιδερώνει
πτώσεις

αντί να δει Δευτέρα βλέπει Τρίτη

λέει το πλυντήριο ωκεανό,
τη χύτρα υπερωκεάνειο

ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ Β΄

άχνιζε το κεφάλι μου

έβγαιναν δικηγόροι
και γιατροί, συνάψεις, γάγγλια
σε φαγοπότι

φύγετε,φύγετε
-έχω τη μάνα μου
στην αιμοκάθαρση

έφτυνα, σκόνταφτα, έσερνα
κατάρες, δεν ήμουν
στα καλά μου προφανώς

φύγετε, φύγετε
– έχω να βγάλω δυο
καισαρικές, έχω τρελό στο σπίτι,
πάρτε δρόμο

τους έπεισα στην τελική
– πήρανε τσάντες, σώβρακα, συμβόλαια,
πήγαν στους δίπλα με το εγκεφαλικό

από τη συλλογή Σύρε καλέ την άλυσον,
Eνδυμίων ,2012 & Bibliotheque, 2014

ΣΟΥ ΤΗΛΕΦΩΝΩ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΡΤΟΚΙΝΗΤΟ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

αύριο δεν θα μας συνδέει κανένα καλώδιο
αύριο θα πεθάνει ο γκράχαμ μπελ
αύριο θα γυρίσουμε στη μεγάλη σπηλιά
θα φοράω τη γούνα που έγδαρες
θα σε περιμένω με τα δεκατρία παιδιά μου
θα παρακαλάω να’ναι όλα δικά σου
αύριο θα πεθάνει η σταθερή τηλεφωνία
αύριο θα πεθάνουν τα άι φον
αύριο θα’χουμε τη μεγάλη κηδεία
χωρίς καλώδια
χωρίς οπτικές ίνες
η γούνα θα’ναι ζεστή
θα μπουσουλάω στα τέσσερα
τα παιδιά θα πεινάνε
η σπηλιά δε θα μας χωράει
θα βγούμε έξω
έξω θα’ναι ο λύκος
έξω θα’ναι η αρκούδα
θα χορεύουμε πόλκα στην κηδεία του εφευρέτη
θα ζωγραφίζουμε τηλέφωνα με μωβ κορδέλλες
θα με λένε το Κορίτσι χωρίς Καλώδιο
θα με λένε η Γυναίκα με τα δεκατρία παιδιά
θα με λένε Μαύρη Ντριν
Θα με λένε Μαύρη Ντραν
θα με λένε Αλό,
ιζ ενιμπόντι δέαρ;

αύριο δε θα’χουμε πολιτισμό
αύριο θα’μαι λιγότερο γενναία
αύριο δεν θα μας συνδέει κανένα καλώδιο

πονάει ο λαιμός μου
έκλεισε ο λαιμός μου
ένας βράχος σφήνωσε στο λαιμό μου
έχει κατολίσθηση απόψε κι είναι ωραία
μην κλείσεις!
έχω κρατήσει λίγο καλώδιο
ίσα ίσα να περνάει μέσα απ΄τα βράχια
τι βράχια απόψε!
συγνώμη που μιλάω λίγο περίεργα
συγνώμη που καπνίζω δέκα πακέτα
συγνώμη που καπνίζω σαν πούστης
συγνώμη που έκλεισε η φωνή μου
έχω ένα βράχο μες στο λαιμό μου
έχω φωνητικές χορδές του κώλου
συγνώμη που ακούγομαι σαν καμπαρετζού
συγνώμη που σου σκοτίζω την Παναγία
-είναι ο βράχος ,αυτός τα κάνει
μέριασε βράχε να διαβώ
το κύμα απάνωθέ μου
θε μου
θε μου
Θε μου σώσε με
Θε μου πάρε το βράχο
απειλείται η φωνή μου
απειλείται η σχέση μου
απειλείται το κόκκινο νυχτικό μου
απειλείται το σετ μεταξωτά εσώρουχα/σουτιέν-κυλότα
απειλούμαι
χάνω τη φωνή μου
χάνω την τραχεία
χάνω το φάρυγγα
χάνω την έσω λαρυγγική
σε χάνω απόψε-
μην
μην
μην κλείσεις
-αύριο δεν θα μας συνδέει κανένα καλώδιο

(απόσπασμα από τη σύνθεση Καλώδια,για μια performance της bijoux de kant)




Λάμπρος Παπαδήμας | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Λάμπρος Παπαδήμας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1988. Σπούδασε Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας κι εργάζεται ως δάσκαλος. Σπουδάζει Φιλοσοφία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Παιδαγωγικό τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2019 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Μηχανική Θλίψη» από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.

συντεταγμένες

η Δύση είναι απόσπασμα
κι η Ανατολή σταυρός
όπου και να κοιτάξω
ο ήλιος μελλοθάνατος

χώμα

δεν λειώνω όπως το χιόνι
δεν έχω μνήμη
είμαι η μνήμη
αποθηκεύω
τον θρήνο του ανθρώπου
σας προκαλώ να παίξετε μαζί μου

μετά τη βροχή

ψίθυροι γυάλινοι
τρυπούν το τζάμι μου
μικρά, δάκρινα μάτια
μέσα μου κοιτάζουν
όσο κι εγώ γίνομαι διάφανος
βλέπω πλέον καλύτερα
ότι το σχήμα της βροχής
είναι το σχήμα που κλέβει
απ’ όσους την ψηλάφισαν
δίχως κανένα φόβο
εμείς βεβαίως
μία ζωή στο απόβροχο
ξέρουμε μόνο για τα λιβάδια
κι όχι για τη σπορά
το πράσινο δεν ήταν πάντα πράσινο
γι’ αυτό κι οι παπαρούνες
φυτρώνουν σαν τα μνήματα
αιματοκέντητη άνοιξη
ανθίζει σαν σφαγείο
κι εκείνοι τρέχουν πένθιμοι
να πιάσουνε τον φταίχτη
τον Ήλιο που μαχαίρωσε
πισώπλατα τα στάχυα

οχιά

καημένε Μάνο,
αχ και να ’ξερες
πως στη δεξιά σου τσέπη
επωάζεται ένα αυγό
χρόνια ψαχούλευες τη φόδρα
κι ούτε που το κατάλαβες
πως έσκασε απ’ τ’ αυγό
η οχιά
κι είναι καιρός,
καημένε Μάνο,
που παρακολουθεί
την καρωτίδα σου

το μέσα δωμάτιο

Κάθε πρωί, μπρος στο παράθυρο, αποστηθίζω το χάος.
Στο βαθυκόκκινο ξημέρωμα ακούω τα κόκαλα του
ήλιου να τρίζουν. Χιονίζει θάνατο στο Αιγαίο, το
στρώνει στην Ομόνοια. Ο πόνος λιμνάζει κι είναι τόσα
που δεν γνωρίζω, έξω απ’ το παράθυρο κι από την
Ιστορία. Πόση απώλεια να εξαντλεί τις προσευχές του
κόσμου; Κάποτε θα μάθουμε να μιλάμε και γι’ αυτά.
Κάποτε θα γράφουμε για το ψωμί και τ’ απλωμένα
χέρια. Η πραγματικότητα σε διαρκή μετάσταση. Στον
έξω κόσμο το παρόν γερνά ταχύτερα. Το μέσα δωμάτιο,
μόνη καταφυγή, μικρή κατάφαση ζωής σε αίνιγμα
θανάτου. Σε βλέπω, ψίθυρος κι άγριο θυμάρι η ανάσα
σου. Την άνοιξη γύρω σου περιπολούν μελίσσια.

στατιστικές αλήθειες

στατιστικές αλήθειες
ταξινομούν
τον σφυγμό των κυττάρων μας
κι απογυμνώνουν
τη ζωή μας
από κάθε απόχρωση
λοιπόν
ζωή που καταχωρείται
σε φύλλα λογιστικά
και σε κατάστιχα
λέω πως πια
δεν χρησιμεύει πουθενά
παρά μονάχα σε προσθέσεις
μα κυρίως
σ’ αφαιρέσεις

νύχτα

καλοί μου κι άγιοι νοικοκύρηδες,
αυτό που μέσα σας φωλιάζει
είναι μια νύχτα
γεμάτη βεβαιότητες
κι ακονισμένα νύχια
γεννήθηκε
στης Κόλασης
το συμπαγές σκοτάδι
κι έφτασε έρποντας στον τόπο μας
στην πιο βαθιά της εκδοχή
καλοί μου νοικοκύρηδες,
η νύχτα αυτή έχει μια δίψα
μια δίψα δίχως προτιμήσεις
κι ο διάβολος ξέρει καλά
πως στο Αφρίν, στη Γάζα ή στο Αιγαίο
το αίμα έχει την ίδια γεύση
και πυκνότητα

συντεχνιακές αρχαιρεσίες

η γενική συνομοσπονδία
αποφάσισε να χωρίσει
τα επαγγέλματα
σε δύο συντεχνίες
η μία με τους ποιητές
τους γλύπτες, τους ιστορικούς
κι η άλλη
με φιλόλογους
χειρούργους και
πάσης φύσεως τεχνοκράτες
μοναδικό κριτήριο ένταξης
η συγκίνηση
κι η στάση τους
όταν κρατούν μαχαίρι

τα μπλε παράθυρά σου

ένας χειμώνας να τρυπώνει
από τις χαραμάδες
κι ο Βαμβακάρης πλάι στη σόμπα
να μουρμουρά με μια φωνή
μεταλλικό καρφί πάνω στον δίσκο
τα μπλε παράθυρά σου
όλου του κόσμου η βροχή
σ’ ένα ποτήρι
κι εσύ γλυκόθυμη να λες
«αν πιούμε ακόμη ένα, θα μεθύσω;»

όνειρο

ύπνος πυκνός
σαν αγριάδα
και σαν χιόνι
στο μαξιλάρι μου
γεννοβολούνε ύαινες
και θεριά της νύχτας
μυρίζουν τον πεθαμένο
στόχο
που ’χω παραχωμένο
βιαστικά
μες τα σκεπάσματα
ξηλώνω τ’ όνειρο
κλωστή κλωστή
γύρω μου κλείνουν πόρτες
κι έμεινα στο κατώφλι της ζωής
χωρίς κερί ή αντικλείδι




Μαρίνα Παπαδημητρίου | Βιογραφικά στοιχεία

Η Μαρίνα Παπαδημητρίου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Λάρισα. Τα τελευταία χρόνια ζει στη Θεσσαλονίκη.

 

 

 

 

 

 

η γλώσσα νυστάζει τις ώρες που στο δωμάτιο μόνη
καταπίνω τον αέρα σου το σώμα σου
με τέσσερα πόδια μπλε ελαφίσια σε γαργαλούσα όλο το βράδυ τώρα πώς θ’ αναπνέω
αυτοί οι ήχοι οι λαρυγγικοί ήχοι της άνοιξης του αποσπερίτη της μαρμελάδας ξημερώματα
με γεύση μέντα αδυνατώ
πώς γίνομαι ένα με το περιβάλλον 80% βαμβακερή σε χρώμα μαύρο
πώς μυρίζω αμύγδαλο και λινάρι
πώς γίνεται να ξεχαστείς να με κλειδώσεις μέσα

Όταν ακούσω τα κλειδιά φυσικά πολύ θα σε ρωτήσω αν πεινάς
γιατί δεν είχα τίποτα τίποτα να κάνω σπίτι όλη μέρα
μόνο μακαρόνια με νερό

όπως μέσα σ’ ένα σκάφανδρο δυο σώματα
προσπαθούν να συνεννοηθούν κι αποτυγχάνουν
είμαστε δυο τυχαίοι όλο το βράδυ κολλητά στο ηχείο
μάλλον αύριο δεν θα ξέρεις τ’ όνομά μου όμως τώρα

τώρα βρισκόμαστε κρυφά στις φαβέλες του whitechapel
μυρίζεις κανέλα κι αντισηπτικό κι εγώ περνάω σαν ελαφίνα τις λεωφόρους
με δόντια μαύρα από το τσάι μπλούμπερι μάφιν τα φιλιά σου
ίσως είχα ανάγκη απλά ένα σ αγαπώ
ίσως το πράμα που πασάρεις

Βαρκελώνη

λιώνουν οι γύψινες γωνίες του εγκεφάλου
όταν πίνω τον καφέ σου αχτύπητο

ένα αέτωμα του αγίου Δημητρίου κοστίζει πολύ λιγότερο από το χέρι σου στα μπούτια μου

εγώ δεν έχω υπαρξιακά και ξέρω πως το βράδυ θα ρθεις

Με σκοτώνει η κυβέρνηση ακροδεξιά

μπεατρίτσε

κόλαση είναι ένα μέρος όπου με ερεθίζουν οι άντρες σε πληθυντικό αριθμό
με αποκαλούν δεσποινίς ή λολίτα και είμαι ένας πίνακας γυμνό με τίτλο «ταχυφαγείον»
το θερμό αίμα του καθηγητή έσταξε απ’ την γραβάτα
σαν να είχα μόλις σκουπιστεί απ’ την περίοδο

σύντομα θα εκδώσω
τις «βουλωμένες αρτηρίες ενός βρυκόλακα»

33

οι μέρες μου περνάνε μεταφράζοντας καμμινγκς στο κίτρινο κάλυμμα του καναπέ σου
έχω αγοράσει τρία κιλά πορτοκάλια και στο κρεβάτι έχω κρύψει τα κοκαλα
οι νύχτες χωρίς τα χέρια σου είναι τυραννικές
όλο παίζει το ίδιο κανάλι όλο ξεχνιέμαι και καίω στο στόμα μου τα χθεσινά σου αποτσιγαρα
είναι κάτι που δεν σου το λέω που το γράφουν οι εφημερίδες του 1968
πως το βλέμμα σου
είναι πυρηνική καταστροφή
Το βλέμμα σου είναι κόκκινο πιπέρι
μέσα σε μοσχαράκι γάλακτος

ζηνοβία

στο πάρτι ανοικείωσης η λαχτάρα μου είναι πασαλειμμένο φυστίκι παγωτό στον καναπέ
της μάνας του

(θέλω να σου κάνω 34 υποδόρια χάδια)

με είπε πανέμορφη κι εγώ
χαμογέλασα στο κατάστημα της τίγρης

αν με βγάλει ραντεβού
θα τον ξεσκίσω

imperium. saliva.

δυο χέρια αγκαλιάζουν το αριστερό πλευρό
το ένα ατσάλινο μυρίζει ντετολ το άλλο χορτάρι
από το 1768 το πανω σκοτώνει για να πεθαινει το κατω
από σήμερα η Μαγδαληνή με χυμένο το πρόσωπο είναι ο καινούριος θεός
ο Χριστός καβατζώνει αναπτήρες στα πιο άβολα πάρτυ

προχθές μου είπε τον έγλειψες και μου ζητούσε συγχώρεση
είσαι μαύρος
είσαι ζεστός
σκοτώνεις τις μέλισσες
σαν άνθρωπος κανονικός

2020. Η πόρτα του ψυγείου μισάνοιχτη

όταν πάγωσε, είπε
μια Μαγδαληνή ήταν αρκετή, mea culpa

όταν ξεπάγωσε με κοιτούσε κατανυκτικά
σαν ακίδα με ερέθιζε στο ισχίο

έχει σπάσει πάνω αριστερά το γάμα του σταυρού
και φαίνομαι πολύ γελοία

ηλεκτροφόρα χέλια χαϊδεύονται ασύδοτα
όπως εμείς
μεγάλες παρασκευές και τρίτες

για να ζεστάνει τις κλειδώσεις
περπατά στο νερό βελάζοντας
σαν ποίμνιο

πεθαίνοντας στην Θεσσαλονίκη εφτά φορές

ο ρυθμός της πόλης που έχει στην ανάσα σου κλειστεί είναι το μοναδικό σου ελάττωμα

δυσκολεύεσαι να αγαπήσεις μα με νανουρίζεις γλυκά
όταν μιλάς ληξιπρόθεσμα

η Αφροδίτη ματώνει κάθε βράδυ στην Λαμπράκη
στην ρωμαϊκή πλατεία άφυλα παιδιά χαϊδεύουν τον Ιησού
ο Αλέξης σκοτωμένος και χλωμός ξέρει πως εγώ
κορίτσι μη μακεδονικό θέλω τ όνομά σου
τα μεσημέρια πρωκτικό
να μου επιτραπεί να γράφω

στης παύλου μελά το αριστερό παγκάκι
είχα μες στην κουκούλα σου κρυφτεί
κι ήταν αίμα γεμάτη

μου αρέσει πώς
στο κρεβάτι πολύ πατρικά με ρωτάς,
μήπως πείνασες

pilgrimage

αναγνωρίζω στα χέρια σου ο, τι μου έλειπε καθώς μεγάλωνα
όταν κοιμάσαι μέσα μου θέλω να γράψω πολύγλωσσα ποιήματα

όταν απομονώνεται στο πιο φιλανδικό τοπίο
λαχταρώ το Σώμα σου όπως το καλοριφέρ σου
απλήρωτο

διάλειμμα

το άνοιξε κλείσε των ποδιών
αυτόματες κινήσεις που μισείς από τα είκοσι εφτά σου
ένα άνοιξε κλείσε των ματιών
με κοιτάς και πέφτει στους ποταμούς το χιόνι

σκέφτομαι πώς με φιλάς
και πώς πετούν οι πεταλούδες




Σωτήρης Παστάκας | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Σωτήρης Παστάκας γεννήθηκε το 1954 στη Λάρισα. Σπούδασε ιατρική στη Ρώμη και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική. Από το 1985, και επί τριάντα χρόνια, εργάστηκε ως ψυχίατρος στην Αθήνα. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1981 δημοσιεύντας τέσσερα ποιήματα στο λογοτεχνικό περιοδικό «Το Δέντρο» του οποίου στη συνέχεια υπήρξε τακτικός συνεργάτης. Επίσης, συνεργάστηκε σε τακτική βάση με το περιοδικό «Πλανόδιον», καθώς και με άλλα έντυπα ή ηλεκτρονικά περιοδικά και εφημερίδες («Νέα Εστία», «Ποιητική», «Μανδραγόρας» κ.ά). Έχει μεταφράσει ιταλούς ποιητές στα ελληνικά, έχει γράψει έναν θεατρικό μονόλογο, ένα βιβλίο με δοκίμια και τις ποιητικές συλλογές: Το αθόρυβο γεγονός (Το Δέντρο, 1986), Η μάθηση της αναπνοής (Πλανόδιον, 1990), Ο κοινωνός των αποστάσεων (Νεφέλη, 1997), Νήσος Χίος (Πλανόδιον, 2002), Η μάθηση της αναπνοής…σε τρεις κινήσεις (Μελάνι, 2006), Προσευχές για φίλους/Prayers for friends (δίγλωσση έκδοση, μτφρ. Γιάννης Γκούμας, Heteron, 2007), Χόρχε (Μελάνι, 2008), Νήσος Χίος/The Isle of Chios (δίγλωσση έκδοση, μτφρ. Γιάννης Γκούμας, Οδός Πανός, 2009), Όρος Αιγάλεω (Ενδυμίων, 2009), Ύποπτος Φυγής/Suspect of escape, Selected Poems 1980-2010 (δίγλωσση έκδοση, μτφρ. Γιάννης Γκούμας, Σαιξπηρικόν, 2010), Χαμένο Κορμί (Μελάνι, 2010), σώμαΜΕσώμα (Ακτίς, 2012), Τριλογία (Παρουσία, 2012), Συσσίτιο (Σαιξπηρικόν, 2012), Παραπάτημα στη χαρά (Μετρονόμος, 2012), Ραψάνη (Θράκα, 2014) Τόποι τόπι (Bibliotheque, 2014) και Αλτσχάιμερ αρχόμενο (Μελάνι, 2017). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες. Το βιβλίο «Food Line» κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α το 2015. Το 2002 δημιούργησε τη διαδικτυακή επιθεώρηση ποιητικής τέχνης www.poiein.gr. Το 2013 μαζί με τον Θάνο Γώγο και τον Αντώνη Ψάλτη ίδρυσε το Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης.

Μ’ αγαπάτε;

Τις νύχτες έκοβα κίτρινα φύλλα.
Μαδούσα τις γλάστρες στο μπαλκόνι μου,
Βήματα μπρος-πίσω φυλακισμένου ανθρώπου.
Μ’ αγαπά-δεν μ’ αγαπά ο κόσμος,
Η ζωή, το όνειρο του κόσμου; Χρόνια
Και χρόνια-σαράντα, αν δεν σας φαίνονται
Λίγα, κατέληξα να μαδώ φρέσκα κλαδιά,
Λόχμες κι ανθούς και κρίνα.

Τις νύχτες έχανα τη μνήμη μου.
Αντί απ’ το περίσσευμα, τον ίδιο
Τον κήπο μου ξερίζωνα,
Για να σας τον χαρίσω.

Κοντά στα σαράντα του έτυχαν μαζί
Ένας πρώτος γάμος κι ένα δεύτερο βιβλίο.
Απλή πράξη αποταμιεύσεως, η ωριμότητα-
Ποιος το είπε; Κατασπατάλησε ό,τι κι αν είχε
Και τώρα από το καινούριο του ρετιρέ,
Όρθιος στο κέντρο της παρέας, με το άσπρο
Λινό κοστούμι, το ανεπίκαιρο λευκό μπορσαλίνο
Με τη μαύρη κορδέλα, υψώνει το ποτήρι του
Στους καλεσμένους. Ας κρυφακούσουμε:

«Η ποίηση, αληθώς λέγω, δεν μας διασώζει
Από τα σφάλματα του παρόντος. Παρηγοριά
Και συναίνεση παραχωρεί για να επανα-
Λαμβάνουμε, μικροί μου εν τέχνη αδελφοί,
Διαρκώς βελτιωμένα: σε ένα τρίτο βιβλίο,
Ένα δεύτερο γάμο.»

Η μάθηση της αναπνοής, Πλανόδιον, 1990

Πορτραίτο του ποιητή κοντά στα σαράντα

Κοντά στα σαράντα του έτυχαν μαζί
Ένας πρώτος γάμος κι ένα δεύτερο βιβλίο.
Απλή πράξη αποταμιεύσεως, η ωριμότητα-
Ποιος το είπε; Κατασπατάλησε ό,τι κι αν είχε
Και τώρα από το καινούριο του ρετιρέ,
Όρθιος στο κέντρο της παρέας, με το άσπρο
Λινό κοστούμι, το ανεπίκαιρο λευκό μπορσαλίνο
Με τη μαύρη κορδέλα, υψώνει το ποτήρι του
Στους καλεσμένους. Ας κρυφακούσουμε:

«Η ποίηση, αληθώς λέγω, δεν μας διασώζει
Από τα σφάλματα του παρόντος. Παρηγοριά
Και συναίνεση παραχωρεί για να επανα-
Λαμβάνουμε, μικροί μου εν τέχνη αδελφοί,
Διαρκώς βελτιωμένα: σε ένα τρίτο βιβλίο,
Ένα δεύτερο γάμο.»

Η μάθηση της αναπνοής, Πλανόδιον, 1990

Ο δρόμος με τα μπαχαρικά

Στη Πόπη Γκανά

Μια υποψία και μόνο,
ούτε καν υπόσχεση.
Σαν να περπατάς στην Ευριπίδου
και η μύτη σου να φορτώνει μυρουδιές
κανέλλα ρίγανη βασιλικό και δυόσμο.
Οσμή που δεν ξαναγίνεται γεύση.
Γεύση από παρελθόντα
που έγιναν μυρωδικά
κι υποβιβάστηκαν στην όσφρηση.
Όχι πλέον δια της αφής.
Να χαϊδεύεις και τα δάκτυλά σου
ν’αφήνουν πίσω τους χρώμα,
μια επιδερμίδα
ινδιάνου αρχηγού,
το υπερκίτρινο της ζαφοράς
και πως τρίβουν το πιπέρι.
Μια όραση κλούβια
να βλέπει μόνο τη λακκούβα
το σπασμένο κράσπεδο
το μηχανάκι που κάνει
ζιγκ-ζαγκ στον πεζόδρομο
ανίκανη να μετουσιώσει.
Η ακοή σου να βγαίνει περίπατο
σαν το τελευταίο στερεοφωνικό
του αυτοκινήτου όταν το σετάρεις,
ν’ ακούς όλους τους σταθμούς από λίγο,
δίχως συγκίνηση,
σαν να περπατάς αγκαζέ
με την ακοή μου
στην Ευριπίδου. Στην Ευριπίδου
με τις οσμές απ’ τα μπαχαρικά,
μια παλιά γεύση αμαρτίας
στο στόμα,
μια πολύχρωμη αφή,
μια κλούβια όραση
και μια ακράδαντη πίστη στα έκτα:
τα Ταρώ, τους καφέδες, τα ωροσκόπια.
Σαν να περπατάω στην Ευριπίδου
μαζί σου γυμνός. Γυμνός και μόνος.

Προσευχές για φίλους, Heteron, 2007

*

Ο Γάτος μου [1]

Ο γάτος μου
σκαρφαλώνει σε κλαδιά
και χαμόγελα,
γραπώνει τα νύχια του
σε σελίδες βιβλίων,
πού και πού ανοίγει
κάποιο και το διαβάζει
μπροστά μου,
υπογραμμίζει τις ωραιότερες
φράσεις και δεν παραλείπει
ούτε έναν στίχο.

Ο γάτος μου [7]

Ο γάτος μου παραμένει γάτος
τέσσερα χρόνια τώρα.
Δεν ξέρω αν σκέφτεται
ν’ αλλάξει υπόσταση
εγώ πολύ θα το ’θελα
να τον έκανα βοηθό μου.
Είναι άριστος να υποδέχεται τους πελάτες μου
τρέχει αμέσως στην πόρτα
τους χαιρετάει
αφήνεται στα χάδια τους.
Καταλαβαίνει τον πελάτη
μόλις χτυπήσει το κουδούνι
αναγνωρίζει το βιαστικό για τα ταβοράκια του,
κι όταν ακούει κάποιον ν’ αναρωτιέται
αν έχει νόημα η ζωή του
ο γάτος μου γλύφει τα μουστάκια του.

Χόρχε, Μελάνι, 2008

Τον προσκάλεσε

Τον προσκάλεσε να περάσουν
στη δυτική βεράντα, τον έβαλε
να καθίσει δίπλα της, στο σκαμπό
όπως κάθεται ένα ζευγάρι
και μοιράζεται το ίδιο πιάνο με ουρά.
Την ευτυχία πρέπει
να τη μαζεύει κανείς με τις χούφτες
σαν αυτό το χρυσάφι
του δειλινού, κι εκείνος
πήρε όσο κρατούσε
η χούφτα του. Να ’χει να ξοδεύει
και να φιλοδωρεί

το επερχόμενο σκοτάδι.

Όρος Αιγάλεω, 2009, Ενδυμίων

*

Έστρωσα το τραπέζι για έναν.
Για μένα. Άναψα την τιβί.
Κάθισα. Για να σωθεί ο καπιταλισμός
απαιτούνται θυσίες απ’ όλους μας.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ρωτούσες
αν μπορούσες να περάσεις.
Μπορούσες. Έσβησα την τιβί.
Σηκώθηκα. Ο καπιταλισμός
αιμορραγεί και πεθαίνει. Είπα.
Άλλαξα τραπεζομάντιλο.
Έστρωσα το τραπέζι για δύο.

Τρακόσια μιλημένα χιλιόμετρα

Τρακόσια μιλημένα χιλιόμετρα.
Λογάκια διάσπαρτα.
Θα σε μιλήσω διάθεση
ν’ ανθίσεις
ως το τέλος του κόσμου.

Χαμένο κορμί, Μελάνι, 2010

Μια σόμπα

Μια σόμπα ηλεκτρική
για ολόκληρο σπίτι.
Εκεί μαζευόμαστε
φλούδες μανταρίνι
ο ένας τυλιγμένος
στον άλλον. Να σβήσετε
επιτέλους την τιβί
και να μου πείτε
ένα παραμύθι.

Ροή ρακής, Τριλογία, Παρουσία, 2012

Ένας άνδρας

Ο Σταμάτης Αλεξίου

Δεν φοβήθηκα τη ζωή μου. Ταξίδεψα
πολύ μακριά. Πέραν των ορίων
του Νομού Πιερίας οδήγησα
δίχως δίπλωμα. Ερωτεύτηκα μια ξένη.
Την παντρεύτηκα. Έχασα δυο παιδιά
και κράτησα μια κόρη. Την Άνοιξη
φοβήθηκα. Στάθηκα όρθιος στις Άρπυιες.
Τα ωδικά πτηνά. Τις άριες του Καζαντζίδη.
Την καλλίφωνη μοναξιά του κάμπου.

***

Δεν έσφαλα αρκετά. Έπρεπε να επιμείνω
λίγο περισσότερο, να επιδείξω μεγαλύτερη
επιμέλεια, εργατικότητα. Να επεξεργαστώ
το έμφυτο ταλέντο μου στην παρανομία,
τα κτυπήματα κάτω από τη μέση. Να εκ-
μεταλευτώ το χαμογελαστό μου πρόσωπο
να τους εξολοθρεύσω όλους κι όχι να λά-
βω αυτή τη μεταλαβιά της συγχώρεσης μετά.
Όχι, δεν αμάρτησα αρκετά, το παραδέχομαι.

***

Τελευταία είμαι χαρούμενος λένε. Λένε
για μένα πως αυτό εκείνο και το άλλο.
Ακούω μέσα μου φωνές πως το τάδε έτος
και ξεσπούν γέλια. Ζητοκραυγές. Έκανα
πολλά και ξέχασα περισσότερα. Κάποιες γυναίκες
με φωνάζουν Σταμάτη αλλά δεν γυρίζω
να τις κοιτάξω. Ψευδείς αναμνήσεις
μου φτιάχνουν το κέφι. Θα ξυπνήσω
με ένα καλό προαίσθημα τη μέρα που θα πεθάνω

Αλτσχάιμερ αρχόμενο, Μελάνι, 2017


Άγγελος Πετρουλάκης | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Άγγελος Πετρουλάκης γεννήθηκε το 1952 στη Λάρισα, όπου και κατοικεί μόνιμα.
Από το 1971 ως τον Μάρτιο 1996 (που παραιτήθηκε), υπηρέτησε στην Ελληνική Χωροφυλακή και την Ελληνική Αστυνομία. Τμήμα τής ζωής του εκείνης τής περιόδου καταγράφεται στο μυθιστόρημά του «Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ). Η σχέση του με τη δημοσιογραφία ξεκινά το 1967, όταν δειλά – δειλά, ως μαθητής τού Γυμνασίου, αρχίζει να γράφει σημειώματα, σχόλια, άρθρα στις τοπικές εφημερίδες τής Λάρισας.
Από το 1982 και μέχρι το 1986 κρατά το χρονογράφημα της πρώτης σελίδας στην τοπική εφημερίδα της Λάρισας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Εργάζεται στον ίδιο δημοσιογραφικό οργανισμό ως αρχισυντάκτης και διευθυντής τού μηνιαίου περιοδικού «Θεσσαλικές Επιλογές» από τις 24-9-1986 μέχρι τις 31-12-2011.
Η σχέση του με τη λογοτεχνία ξεκινά επίσης το 1967, δημοσιεύοντας ποιήματα στο λογοτεχνικό περιοδικό τής Λάρισας «Προσανατολισμοί». Το 1981 κυκλοφόρησαν από τις «Εκδόσεις Δεδεμάδη» εφτά τόμοι με διηγήματα και νουβέλες του, που είχαν βασιστεί στα εγκληματολογικά αρχεία και χρονικά τής Ελληνικής Χωροφυλακής τής 25ετίας 1955-1980 με το γενικό τίτλο «Εγκλήματα στην Ελλάδα». Τα «Εγκλήματα στην Ελλάδα» είναι τα πρώτα που εισάγουν στην αστυνομική λογοτεχνία υποθέσεις που άπτονται των εγκληματολογικών χρονικών και παρουσιάζουν ρεαλιστικά την πορεία για την εξιχνίασή τους. Οι τρεις πρώτοι τόμοι τους κυκλοφόρησαν ξανά το καλοκαίρι του 2018 με την εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ». Άλλα έργα: «Μου πες να κουρευτώ και κουρεύτηκα» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ (2002) | «Κρυφοί έρωτες» – μυθιστόρημα – Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (2004) |
«Ζωές στο κόκκινο» – μυθιστόρημα – (2010) – Εκδόσεις ΓΡΑΦΗΜΑ. Προς έκδοση: «Ο αστυνόμος» – μυθιστόρημα. Τόσο το «Κρυφοί Έρωτες», όσο και το «Ζωές στο κόκκινο» επιχειρούν την ανάγλυφη αποτύπωση ενός κοινωνικού μορφώματος που ζει λάθρα στην καθημερινότητα όλων εκείνων οι οποίοι αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο και αποτελούν σκληρή καταγγελία τού σύγχρονου τρόπου ζωής κάποιων ανθρώπων που έχουν προτεραιότητα τον ευδαιμονισμό και τον εύκολο πλουτισμό. Τα στοιχεία τής μυθοπλασίας τους είχαν κάποτε απασχολήσει το πανελλήνιο ως «ροζ γκαρσονιέρες τής Λάρισας» και άλλα σκάνδαλα. Έχει εκδώσει επίσης: «ΛΟΓΟΣ πρώτος» – ποίηση (1981) | «ΛΟΓΟΣ δεύτερος» – ποίηση (1984) | «ΛΟΓΟΣ τρίτος» – ποίηση (1999) |«ΛΟΓΟΣ και αιτία για ένα ταξίδι» – ποίηση (2001) | «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια σιωπή» – ποίηση (2001) | «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια θύμηση» – ποίηση (2011). Προς έκδοση: «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια τελεία και μια παύλα» – ποίηση.
Έχει γράψει τα κείμενα του φωτογραφικού λευκώματος «Μικρά αντίο» του καρδιοχειρουργού Σωτήρη Πράπα (Εκδόσεις Καστανιώτης).
Έχει σχεδιάσει, επιμεληθεί και γράψει τα κείμενα του φωτογραφικού λευκώματος του Γιώργου Μποντικούλη «ΛΑΡΙΣΑ – άνωθεν».
Πλέον αρθρογραφεί στην ηλεκτρονική εφημερίδα τής Λάρισας Larissapress, με τη στήλη χρονογραφήματος «Μονολογώντας» και στα ηλεκτρονικά περιοδικά Fractal, ΤΟΒΙΒΛΙΟ.net και Globalview.

Από το «ΛΟΓΟΣ τρίτος»

Α12.

Σταυρωμένος
σε πετάγματα τόσα όσα οι μέρες τής οδύνης,
συντριμμένος
σε πετάγματα τόσα όσα οι μέρες τής μοναξιάς
και όσα τα «γιατί» και τα «μη»
και τ’ αναρίθμητα «κατηγορώ».

Σταυρωμένος,
συντριμμένος κι ελεύθερος
στο ποτάμι τής αιώνιας σκέψης,
εγκυμονώ τον νέο λόγο,
τις λέξεις που θα οριοθετήσουν σε κάποιο αύριο
το «Εσύ» και το «εγώ»,
το λάξευμα του έρωτα απ’ τον ανένταχτο πόνο μου.

Με γραφές για σένα και για είδωλα
για βλέμματα αποτυπωμένα σε πανάρχαιες κουρτίνες.

Με γραφές για σένα,
που προχωρούσες στο αίνιγμα ολόφωτη,
που προχωρούσες στο χθες μ’ ολόκλειστα τα πέταλα,
ολόγυμνη στον άνεμο,
με τις χούφτες σου ολάνοιχτες στη σιωπή μου…

Με γραφές για σένα
και για είδωλα,
για προσωπεία θεών και συστημάτων
που έζησαν τυλιγμένα σε μύθους
καλλιεργώντας τον δικό μας θάνατο.

*

Α22.

Υπάρχουμε
μαζί με κάτι σκουριασμένα παράθυρα,
μαζί με κάποια ξερά τριαντάφυλλα,
μ’ ένα λιωμένο κερί.

Στα τζάμια κρυσταλλωμένα δάκρυα,
σημάδια βροχής από αγγίγματα οδύνης,
από χειμώνες που δε λεν να διαβούν…

Στα τζάμια απογεύματα μουσκεμένα με παρελθόν,
ήλιοι διαθλώμενοι, που χρωματίζουν
τις γυμνές δεντροκορφές με ρευστό κόκκινο…

Υπάρχουμε,
γράφοντας την ιστορία μας
στον σπασμένο καθρέφτη
τού σκαμμένου προσώπου μας.

Υπάρχουμε,
ψαχουλεύοντας την παγωνιά τής άδειας τσέπης,
τις γεωγραφικές συντεταγμένες
τού πυρπολημένου στήθους…

Υπάρχουμε
μαζί με κάτι γκρίζα ολόγυμνα κλαδιά,
γεμάτα σιωπή και απόγνωση,
με Φλεβάρηδες καθηλωμένους στα μάτια μας,
με τις χιονισμένες αγωνίες μας…

Στα όνειρά μας,
οι άνοιξες έρχονται με χαμόγελα πικρά…

*

Από το «ΛΟΓΟΣ και αιτία για ένα ταξίδι»

Ταξιδεύω στη νύχτα με την επίγνωση του τέλους. Κάτω απ’ το πουκάμισο κρύβω τα τρομερά «γιατί», που έγιναν φράχτες αδιάβατοι. Στις τσέπες μου κρύβω μια παλιά μουσική, που φύλαξα ζηλότυπα απ’ τους ανθρώπους.
Έχει και η μνήμη τη δική της μουσική επένδυση…

Συνάζω τις θύμησες,
γκρεμίζοντας τα «πρέπει» και τα «μη»
της αναιμικής έξωθεν μαρτυρίας
και ομολογώ
το βάφτισμα το ένα
σ’ ό,τι αρχέγονο σε χαρακτηρίζει…

Με την επίγνωση του τέλους
που εμπεριέχει τούτη η πτήση,
κλείνω τα μάτια σ’ ό,τι σε μόλυνε
κι ανεβαίνω ψηλά,
πάνω απ’ τα σύννεφα,
μήπως κι έτσι μπορέσω
ν’ ανακαλύψω το φως
που σε γέννησε.

Συνάζω τις θύμησες
μικρές-μικρές μπουκιές
για να χορτάσει η νύχτα
κι εσύ να επιστρέψεις,
σχίζοντας την ομίχλη στα δύο…

Να σταθείς στη μέση του φωτός
για να χορέψεις…

Κουράστηκα να συζητώ
και να ελπίζω,
πασχίζοντας να μεταλλάξω
τις εξισώσεις τής άρνησης
σε χειραψίες αγάπης.

Κουράστηκα να εισχωρώ σε διαφάνειες
που με αποκαλύπτουν.

Καιρός για εν-τειχίσεις.
Καιρός για ενδοσκόπηση.

Δική μου η ζωή
και η πορεία του πόνου,
επίσης.

Δικό μου και το δάκρυ,
με σένα
«εκτός»,
στο απυρόβλητο πάντα,
για να δικαιωθούν οι γραφές
του Λόγου τού Τρίτου…

*

Δι’ ευχών τών πουλιών
και των τριαντάφυλλων
σε ταξιδεύω στο «αύριο».

Κεκλεισμένων τών θυρών,
πλέον, εξομολογούμαι.

Ό,τι ζήσαμε υπάρχει.
Ό,τι ονειρευτήκαμε δε θα το κλέψει κανείς.
Ότ,ι κι αν ζήσουμε θα μας ανήκει.
Ότ,ι κι αν ζήσω θα ταξιδέψει μαζί μου.
Ότ,ι κι αν ονειρεύομαι θα ξαφνιάζει τις αισθήσεις…

Κεκλεισμένων τών θυρών μου,
εξομολογούμαι…

Λόγος αφιερωματικός
στην υπεραξία τών χειλιών σου…
Λόγος ικετευτικός
στην ανεπάρκειά μας
να κατανοήσουμε την πολλαπλότητα
του ταξιδιού μας…

Η σιωπή τών εξόριστων λέξεων
ορίζει τη μεταφυσική μιας ενόρασης
που σ’ εν-περιέχει…

Εφεξής θα μιλώ με τα ποτήρια που ακούμπησαν τα χείλη σου, με το κραγιόν σου, που έκλεβα τις νύχτες κι έγραφα μ’ αυτό το « σ’ αγαπώ» στους καθρέφτες. Θα προσκυνώ τα θυμητάρια που αποτύπωσαν την αφή τών δαχτύλων σου. Θα εισχωρώ στον ιδρώτα των σεντονιών που έμειναν άθικτα στην άκρη τού κρεβατιού
-γλυπτική οδύνης και ηδονής-
με το κορμί σου
-ολόγυμνο λεπίδι-
εν-τυπωμένο ανάγλυφα
και ολοζώντανο παράλογα…

Κεκλεισμένων των θυρών,
λοιπόν,
απολογούμαι
στα ενδεχόμενα «κατηγορώ».

*

Aπό το «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια σιωπή»

Κ υ ρ ί α

Ανήκεις στις εικόνες,
πια,
από θάνατο
και λήθη
εσαεί προστατευμένη
και πορεύεσαι
ολόφωτη και μόνη,
λογχίζοντας με την απουσία σου
το λευκό,
το κόκκινο,
το πράσινο,
το ατέλειωτο μπλε,
καταθέτοντας
στο εσαεί φλεγόμενο σώμα τού Ιουλίου,
το φυλακισμένο στην αγκαλιά τού Αιγαίου,
όσα σημεία τού χθες
θυμίζουν οι γκρεμισμένες μετόπες
αρχαίων ναών,
ή
οι λέξεις κιτρινισμένων χειρογράφων…

Λευκό ασύνορο,
εκτυφλωτικό,
και κόκκινο,
και πράσινο…

Χρώματα χωρίς εσένα,
μόνο χρώματα
και απουσία…

Το λευκό
να μετουσιώνεται σε τοίχο,
ή – αν θες – σ’ αιωνιότητα,
ή, ακόμα, σε τάφο ερμητικά κλεισμένο.

Το κόκκινο…
Είχες πει να ξεχάσω το αίμα,
και μαζί και τα χείλη σου,
και μαζί και το άγουρο εφηβαίο,
που αιχμαλώτιζε τον ήλιο
και το ακροτελεύτιο των κυττάρων μου.

Το πράσινο…
Είχες πει
πως θα το κρατήσεις στα μάτια σου
πέρα από ένα φθινόπωρο,
πέρα από ένα χειμώνα,
να σηματοδοτεί την απέθαντη άνοιξη,
εκείνη την θύμηση που οριοθετεί τις στιγμές μας,
ως σημείο και σήμα
στην αιωνιότητα.

Είχα πει,
χωρίς να ξέρω
ούτε το Α της Αιωνιότητας
πως
ανήκεις στα Αειθαλή…

*

Να σ’ αγκαλιάσω, πώς;

Αφού τα χέρια μου γέμισαν ερείπια,
τα μάτια μου πλημμύρισαν εικόνες φρίκης
κι ένας αιώνας ανισόρροπος
δυναστεύει τη σκέψη μου…

Να σ’ αγκαλιάσω,
πώς;
Αφού τα δάχτυλά μου
πάγωσε η ερημιά και ο θάνατος,
αφού οι τόσες εξουσίες
διαμέλισαν τις αισθήσεις μου;

Υπάρχεις,
τον πόθο μου κραδαίνοντας
ως τρόπαιο.

Άραγε,
τι να ξέρεις εσύ
από τις γεύσεις τού θανάτου;
Άραγε,
γιατί φοβάσαι
να ταξιδέψεις στην αιωνιότητα;

 

 

Ξανά θα φωνάξω:

Το κόκκινο ήταν το χρώμα που αγάπησα
κι εσύ το βαθύ μπλε…
Τα μάτια σου
ήταν που δεν άντεχα
κι εσύ τη σιωπή μου.

Τώρα φοβάμαι τους ανθρώπους, που προχωρούν σέρνοντας ο καθένας και τον μύθο του. Φοβάμαι τα τόσα χαμόγελα που έρπουν στους δρόμους, τα τόσα πέλματα που αλλάζουν την ρότα τής ζωής.
Κι όμως… Εσύ υπήρξες γήινη, ακόμα και στα πετάγματά σου, λατρεμένη ακόμα και στις καταβυθίσεις σου…
Ήθελες να βαδίζεις γυμνόποδη, ήθελες να έπινες λαίμαργα τον ήλιο, ήθελες να μιλάς με την βροχή και να σε κυνηγά ο άνεμος…

Κράτα ένα μικρό κοχύλι στην χούφτα σου και μίλησε για τις θλιμμένες προσωπίδες στους ανθρώπους.
Ψιθυριστά να τους μιλάς, ψιθυριστά να τραγουδάς, μην τύχει και τον ύπνο τους ταράξεις.
Εγώ θα είμαι εκεί, στην ακροποταμιά, παίζοντας με τις θύμησες και τους πόνους τών καλοκαιριών. Θα είμαι εκεί ζεσταίνοντας με φύλλα και ξερόκλαδα ένα παράπονο του φετινού χειμώνα.

Παράξενα ωραία
και συγκλονιστικά διαχεόμενη στο χώρο,
θα κυριαρχείς επί των δελτίων ειδήσεων,
αποκαλύπτοντας την ευτέλεια των γεγονότων.

Όπου υπάρχεις,
υπάρχεις αμετάκλητα,
ανεμίζοντας την παραφροσύνη τής ομορφιάς
και το άπειρο της λαχτάρας μου
σ’ ένα κόσμο με θρυμματισμένες αισθήσεις,
οριοθετημένο με αριθμούς.

Ανάμεσα στο πρόσκαιρο
και το παντοτινό,
οριοθετείς τα «πρέπει» και τα «μη»
ενός κόσμου παράφρονα.
Εσύ,
η προορισμένη από καταβολής σου,
για επαναστάσεις,
αμφισβητήσεις
και φυγές.

*

Από το «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια θύμηση»

Σαλπίζω το προσκλητήριο των ωρών που δραπέτευσαν απ’ την ευνομία, σφραγίζω τα παράθυρα και συνθηκολογώ με την παγωνιά.

Πίσω από σφραγισμένα παράθυρα ο κόσμος μου!

Εκεί, ο δικός μου Άθως.
Εκεί, οι δικές μου θάλασσες.
Και τα πειρατικά μου όνειρα εκεί,
ζηλότυπα φυλαγμένα
ως δρώμενα αρχαίων μυστηρίων.

Εκεί, τα σιωπηλά εωθινά τής αναζήτησης.
Εκεί, και οι εσπερινοί τών δακρύων.

Πίσω απ’ τα σφραγισμένα παράθυρα
το ζεϊμπέκικο της απελπισίας,
τα σπασμένα ποτήρια,
τα σπασμένα βήματα,
το βλέμμα που πνίγηκε στην ερημιά.

Στο εικονοστάσι τών χθεσινών όρθρων
το δικό σου πουκάμισο,
να του ανάβουν κερί οι ήχοι
με τα ξεφτισμένα μοβ χρώματα…

Το αρχέτυπο του πόνου εγωιστικά δική μου υπόθεση.

Η πολιτεία, άνυδρος κόσμος, αναπνέει την αλλοτρίωση, δηλώνοντας έγκοπη και στις απλούστερες ακόμα διαδικασίες της. Στις διαδικασίες θανάτου δηλώνει απούσα. Με πιστοποιητικά αναπηρίας ταξιδεύει.

*

Θα σ’ αγαπώ και τους χειμώνες,
το ίσως φυλακίζοντας στην προσδοκία
και στέλνοντας χαιρετισμό στα γλαροπούλια
που στόλιζαν τα στήθη σου,
τις ώρες τών τρομερών ερώτων.

Τα μεσημέρια
θα τεμαχίζω το απέραντο μιας επιθυμίας
-ξεφλουδίζοντας το αύριο-
και θα μιλώ με σήματα
και με αριθμούς.

Μαθαίνω απ’ την αρχή
την αριθμητική τής απόγνωσης
προσθέτοντας στο χθες την οδύνη,
αφαιρώντας από το αύριο την προσμονή,
πολλαπλασιάζοντας την φυγή με το εσύ,
διαιρώντας την προσδοκία μ’ εμένα.

Η αριθμητική τής απόγνωσης,
η νοηματική τών πραγμάτων
και οι γραφές, που αταξίδευτες μένουν…

Ανάμεσα στις ερειπωμένες λέξεις και στα αποσιωπητικά σχηματοποιείται η διαίσθηση για την έλευση ενός ακόμα χειμώνα. Μυρίζω το ρούχο σου, που ανακάλυψα ξεφυλλίζοντας παλιούς ημεροδείχτες και βεβαιώνομαι πως οι νύχτες ταρίχευσαν καλά τις εικόνες σου.
Κλείνω το παράθυρο και συν-ομιλώ με τις ακίνητες φιγούρες των κάδρων, με τον Πέτρο που ταξίδεψε άωρα και τις κόκκινες πινελιές που σκιάζουν το πρόσωπό του.

Σε στάχτες μέσα
ανακαλύπτω ένα τραγούδι
κι ένα καψαλισμένο φτερό…
Πλημμύρισαν κόκκινο οι ρωγμές τού χρόνου.

Θα υπάρχεις – μ’ ακούς; – το ουρλιάζω τις νύχτες,
που γυρίζω σαν λύκος στο σκοτάδι τών έρημων δρόμων,
ρινηλατώντας την απουσία σου.

Παραφρονώ, μιλώ με τ’ ασχημάτιστα
και προχωρώ με τα χέρια στην έκταση,
– σχήμα τού σταυρού –
σώμα εσταυρωμένο στην απέλπιδα δύση μου.

Εκτροχιασμένες θύμησες
κι επιστροφές εκεί όπου υποπτεύομαι
πως ανασαίνεις τη νύχτα.

Σε κόγχη ερειπωμένης εκκλησίας
ανακαλύπτω τα μάτια σου
και κρατώ το δάκρυ σου μόνο
και νιώθω πως σ’ έχω εγώ
κι όχι οι άλλοι που κρατάνε το γέλιο σου
και νιώθω πως σ’ έχω μονάχα εγώ,
που ξέπλυνα το αίμα και την σκόνη απ’ τα πόδια σου.

Το άδειο πουκάμισο της Ελένης για κείνους,
το Ίλιον του έρωτα και του θανάτου για μένα.

*

Από το «ΛΟΓΟΣ και αιτία για μια τελεία και μια παύλα»

Για ποιες αγάπες μου μιλάς,
όταν η ζωή σχηματοποιείται σε ανιχνευτή θανάτου;

Άδεια τα χέρια, άδεια τα μάτια…

Η ιστορία μας,
αφηγηματική τού σπασμένου καθρέφτη,
καταργεί αναμνήσεις και προσδοκίες,
σαρκάζοντας κάθε άγγιγμα της αφής σου…

Εγκαταβιώνω πλάι σε άωρους έρωτες,
ματαίως αναζητώντας στη νύχτα ίχνη ονείρων.

Συνομιλώ με τους οργασμούς σου
με λέξεις που ξέφτισαν,
με πόθους δεσμώτες…

Είναι κάτι νύχτες κολασμένες.

Μετέωρος σ’ ένα κενό απροσδιόριστο.
Σταχτοδοχεία, αποτσίγαρα, λέξεις τσαλακωμένες.
Η αγωνία τής ήττας σε μια κούπα καφέ.

Το τόξο τής ήβης σου
σημαδεύει κατάστηθα τα πρωινά μου.

Θα σου χαμογελώ…

Ακόμα κι όταν η βροχή
θα σχηματίζει στο τζάμι
το περίγραμμα του προσώπου σου,
ακόμα κι όταν η βροχή
θα χορεύει μεθυσμένη πάνω από τις αναμνήσεις.

Θα σου τραγουδώ…

Ακόμα κι όταν το χιόνι
θ’ αφηγείται με την αβάσταχτη σιωπή του
την περιπέτεια μιας ανοιξιάτικης νύχτας
που θέλησε να περάσει γυμνόποδη στην αιωνιότητα.

Θα σ’ αγαπώ με την ηρεμία
των παλιών καρνάγιων
που ακούν ιστορίες τής θάλασσας
ή ζωντανεύουν με την αφηγηματική
κάποιων ζωγράφων που αγαπούν
τα παροπλισμένα σκαριά
και τα ξεφλουδισμένα χρώματα.

Στην ψυχή σου θα μιλώ
για τις μέρες τού μέλλοντος
που θα ’ρθουν χωρίς εμένα.

Και τότε θα είσαι εσύ που θα χαμογελάς,
γιατί θα ξέρεις πως πολύ αγαπήθηκες,
χωρίς ποτέ κανείς να σπάσει τη σιωπή
τών αρχαίων ερειπίων…

*

Ξεφλουδίσαμε την ζωή μας
στο σώμα τού έρωτα.
Κερδισμένες ήττες
εξ αρχής τού παιχνιδιού.

Ό,τι δεν ανακαλεί η μνήμη, δεν υπάρχει.

Η αφή και τ’ αγγίγματα ταξίδι ανυπαρξίας
στη συμπαντικότητα του τίποτα,
σε γαλαξιακά νεφελώματα αδιευκρίνιστα.

Δεν υπήρξες, δεν υπήρξα.

Μια ψευδαίσθηση οργασμού και μια ματαίωση.
Ο κόσμος άδειος από ιστορία.
πορεύεται ερήμην μας.
Θα μας μείνει η φθορά,
οι ανομολόγητες αναμνήσεις,
ένας ανήθικος εγωισμός
που τρώει σάρκες και όνειρα.

Η μνήμη συγκρατεί τα πικρά και τα παράλογα.
Η μνήμη συγκρατεί το κουρελιασμένο ‘‘εγώ’’,
την οίηση του τίποτα..
Ίσως και κάποια τραγούδια που ήθελες ν’ ακούσεις,
αλλ’ άκουγες μόνο υλακές.

Έχουμε τα πάντα.
Έχουμε το τίποτα.
Έχουμε τις στιγμές
και μια μουσική που μας σκάβει.

Μας ανατρέπουν εκείνα
που ως σημεία στίξης οριοθετούν το μάταιο,
αλλά και το άπαν…

Οι αγωνίες που μας ταξίδεψαν,
δεν ήταν θάλασσες.
Πυροβασίες ήταν
και πια με φτερά τσουρουφλισμένα
πασχίζουμε να δώσουμε πρόσωπο σε απουσίες
και σιωπές.

Τα εικονίσματά μας
ήταν ιστορημένα με μυστικά δάκρυα
και αναζητήσεις μάταιες
από

το πρώτο – πρώτο κι όλας γράμμα,
το Α-ΛΦΑ, δηλαδή,
που είναι και πρώτο στην Απουσία,
στο Άχρονο,
στο Άδικο…

Η ιστορία τών σωμάτων
καταγράφηκε με σπασμένες λέξεις,
μισόλογα και υπεκφυγές,
πάντα σε υποσημειώσεις και υστερόγραφα…

Όταν κάποτε θ’ αντιληφθούμε
την αστρική μας υπόσταση,
ίσως να μην υπάρχουν τραγούδια να μας στεγάσουν,
παρά μόνο ένα αξημέρωτο παράπονο
γιατί μείναμε μ’ ένα ποτάμι ανάμεσά μας,
αντί να ναυαγήσουμε στο αναπότρεπτο…




Γιώργος Σαράτσης | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Γιώργος Σαράτσης κατάγεται από την Ελασσόνα. Είναι γυμναστής και ραδιοφωνικός παραγωγός.
Κείμενά του δημοσιεύονται τακτικά στον τύπο και το διαδίκτυο.
Το 2012 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Φαρφουλάς το πρώτο εκδοτικό του εγχείρημα.
Διατηρεί το ιστολόγιο: apotypoma.blogspot.com

 

 

Οι αδιαθεσίες μου

Το ανυπόφορο στέκει αθόρυβα μέσα μου
Θλίβομαι κάθε που αντικρίζω τα χωράφια να χλομιάζουν
γίνομαι αφελής κι αφηρημένος
Θέλω να πω, σπανίως νιώθω ότι μεγάλωσα
*
Ο πόνος μεταφράζεται συχνότερα ως αδιαθεσία ―
όπως ολοκληρώνεις ένα ανάγνωσμα
κι αισθάνεσαι μια παροδική ικανοποίηση
ή πιάνεις χαρτί να σημειώσεις τις σκέψεις σου
*
Όπως πέφτει αργά το σκοτάδι
κι αρνείσαι να επιστρέψεις ―
μέσα απ’ τις φυλλωσιές ακούγονται νυχτοπούλια
ο θόρυβος της πόλης, μηχανές και άνθρωποι
*
Άγριο μελίσσι χωρίς τον βόμβο του —
Προφυλαγμένος ανάμεσα από κωνοφόρα
εκτεθειμένος ανάμεσα σ’ ανθρώπους
*
Αγαπώ τόσο την ζωή
που την συνήθισα
και την μισώ

Ανταπόδοση
από μια κάψα κολαστηρίου
που ευδοκιμεί στη συμπρωτεύουσα
*
οριστικά διάτρητος
όπως οι γλάστρες της βεράντας

ποτίζεις
και τρέχει ποτάμι το λασπόνερο
*
φουντωμένο κλαδί ακακίας στο μπαλκόνι μου —
μια αλήθεια απ’ το ισόγειο στον δεύτερο
*
ονειρεύτηκα, θυμάμαι, κάτι σαν ποίηση
και είχαν, λέει, πεθάνει όλοι

ήμουν κι εγώ νεκρός

μάλλον, αυτό είναι ποίηση —
να πεθαίνεις και να πεθαίνουν όλοι
*
φοβισμένος — δεν το κρύβω
με διαλυμένες φλέβες

πότε κοιτούσα το πρόσωπο
πότε τα άκρα και τους όρχεις

Θεέ μου, σαπίζω —
αναφώνησα

Και ήμουν τόσο μόνος και άτεκνος
*
Φλέγομαι απ’ τον ίδιο ήλιο που θα δει το τέλος μου
Θα δεχτεί την καταδίκη της φυλής και του τόπου

Χρειάζεται να κλείσω μια σελίδα λόγια
Πριν φυτρώσουν νύχια κι ανάμεσά τους βρωμιά και χώμα

Πρόσφορο χώμα

Θέλησα να βαδίσω με τα χέρια
και βρέθηκα να σέρνομαι
με το κεφάλι.
Ούτε ρούχα φορούσα
ούτε δέρμα.
Όσα είχα να πω για την Ελλάδα
τα είπα.
Μένει τώρα να συντάξω
επικήδειο
και να βρω πρόσφορο χώμα
να την κηδέψω.

Προσκαλώ φαντάσματα
κι έρχονται οσμές από χρόνια
που δεν έζησα.
Χρειαζόμουν τροφή, νερό
και στέγη
κι ας μην είχα κάτι να στεγάσω.

Τώρα, μπορώ να καταλάβω
γιατί πονούσα
κάθε που άκουγα την βροχή να πλησιάζει.
Υπήρξα έτοιμος για δάκρυ
κι αναχώρηση.
Ποτέ όμως δεν έκλαψα
ποτέ δεν αναχώρησα ―
Και ’δω που τα λέμε,
να πάω πού;

Κι ας είχα λόγους πολλούς
να κλάψω

Ακροβασίες

κάτω από τα βήματα
μικρές ακροβασίες

κάποιος θόρυβος
μπορεί κι έντονο φως
άγνωστοι που έγιναν φίλοι
με γλώσσα κρυμμένη
πίσω από δόντια

ό,τι κάποτε υπήρξαμε
πήρε σάρκα απ’ τη σάρκα μας
και μας εγκατέλειψε

Συνήθως απέχω

Τούτο το σπάσιμο είναι κείνο που μ’ εξορίζει:
είμαι ο σπαραγμός του
Alain de Lattre

Αν το δικό σου σπίτι ανηφορίζει προς βορρά
το δικό μου
το τρώει η υγρασία του νότου
Δεν έχει σημασία ποιο βρίσκεται κοντύτερα στη θάλασσα
ούτε έχει σημασία αν είμαι εν ενεργεία άνεργος
Τόσοι και τόσοι κερδίζουν το ψωμί τους
κοροϊδεύοντας
Άλλοι πάνω σε κρεβάτια
άλλοι σ’ αναμμένα κάρβουνα
Μοναχικές θα ’ναι πάντα οι επιστροφές μας
*
Συνήθως απέχω απ’ τον καιρό μου
Κρύβομαι
Διπλώνω χαρτιά στα τέσσερα
μεταγράφω στίχους
εικόνες σκοτωμένες
Συνήθως δεν είμαι καλά
Μετέχω της καταστροφής
*
Αν ποτέ λυτρωθώ
θα ’ναι για να σας φτύσω κατάμουτρα
Ένας θεός ξέρει πόσο σκοτάδι κόστισε η ζωή σας

Χωρίς ψυχή

Θα γράψω κάποτε για την πατρίδα
σα να ήταν γυναίκα ξένη και άτεκνη.
Η ελπιδοφόρος θλίψη του Σεφέρη,
ο εναγκαλισμός με το φορτίο του χρόνου.
Γνωρίζεις μετά από καιρό το σώμα σου
και ’κείνο αρνείται να συνεργαστεί.
*
Παρακεταμόλη στο αίμα.
Μέσα στον χώρο πέρα από έπιπλα και συσκευές
υπάρχουν σώματα που ποτέ δεν είδες. Κινούνται
σέρνονται αργά σε τοίχους, δάπεδο, ταβάνι.
Σώματα ξένα σαν δικά μας. Άσαρκα, ζεστά,
χωρίς ψυχή. Κανένα σώμα ζωντανό δεν έχει ψυχή.
*
Είμαι το δέντρο που δεν κατόρθωσε ν’ ανθίσει
οι φωνές των πουλιών που σώπασαν
από κάτι εκκωφαντικό
και ύποπτο.

Δεν έχω πολλά να πω

αρκετά μεγάλος πια να καταλάβω
το άδοξο
ορισμένων συναντήσεων

Σκέφτομαι την ομορφιά των κοιμητηρίων
τη φθορά των μαρμάρων
τη μυρωδιά σβησμένου καντηλιού
από δριμύ άνεμο

Κατάγομαι από τόπους δύσκολους ―
εδώ οι ευαισθησίες πληρώνονται ακριβά

Αέρας η γλώσσα

Η Ποίηση είναι μια απάτη
κι ο Ποιητής αρχιψεύταρος.
Μόνο το Σώμα που λατρεύεις υπάρχει.

Ηλίας Πετρόπουλος

Είναι κάποια στόματα που υποψιάζονται και δεν μιλούν. Κάποια μάτια βαθύτερα απ’ το σκοτάδι. Κάποιες ανάσες που γίνονται φωνές και τρέχει αέρας η γλώσσα να σωθεί. Είναι κάποιοι άντρες φορτωμένοι τη θλίψη όλου του κόσμου. Κανείς ν’ απλώσει χέρι. Θηρίο αρσενικοθήλυκο μας κατατρώει. Άνθρωποι έντομα πετούν, ανοίγουν φτερά για τον μεγάλο γυρισμό. Οι τόποι αυτοί ανθίσαν μια φορά. Και ίσως μόνο ένα παιδί αντιληφθεί κάποτε το ανώφελο. Βαθαίνουμε. Γι’ αυτό φλυαρούν τα χρώματα το σούρουπο. Γι’ αυτό ηχηρές οι κραυγές των πουλιών. Μέχρι ο άνθρωπος να πνίξει τα πάντα. Μέχρι το παν να πνίξει τον άνθρωπο. Βαθαίνουμε κι ούτε μια φωνή απ’ τη στεριά. Το πράσινο να δεις, το χρώμα που παίρνει το δέρμα καθώς ξημερώνει. Καμιά βεβαιότητα, σύντροφοι. Μέσα απ’ τους στίχους ψηλαφάται η φθορά.

Μας προστατεύει η καταδίκη

i.
Κοντά
στα ανάκτορα του Κελεού
μια πέτρα
από δύσκολη θάλασσα

Πάτησα όπου πάτησε
ο Δημοφών —
συχνά
καταλάβαινα περισσότερα
απ’ όσα μπορούσα

Η μεγάλη χαρά
των πληγών μου
η θλίψη της πατρίδας

Ο χειμώνας πέρασε —
δεν ωφελεί

ii.
Ακίνητα νερά
ύλη επιπλέει στην επιφάνεια
κυματίζει αργά
βυθίζεται

Στο καϊμάκι του καφέ
μεγάλο μάτι
με κοιτά

Αρσενικό κερασφόρο πρόβατο
πιέζει ο χρόνος την καρδιά —
μας προσεγγίζουν εικόνες
δεν είμαστε εκεί

Από τα δάχτυλα
έρχεται το τέλος

iii.
Η γραφή
ευθύνη φορτική
λες και μου χρωστά
ή της χρωστάω

Αργότερα
με κατάπιε η υπερβολή
ανάσα δεν πρόλαβα να πάρω –
Θέλω να πω
βαδίζω μες στο ακατανόητο
σπρώχνω το κεφάλι σε τρύπες
υπομένω μια ύπαρξη
φτιαγμένη για ασπόνδυλα

Ολόκληρος
μια αδιαθεσία

iv.
Ήλιος θρεπτικός του χειμώνα
σκηνικό αποκαθήλωσης

Ακόμα κι οι χριστιανοί
ειδωλολάτρες είναι

Τίποτα για τον άνθρωπο
δεν έχει να πει ο θάνατος

Αφήνει πίσω του κενό
όμοιο μ’ αυτό που κληρονόμησε

v.
λίγα χιλιόμετρα μετά
η ίδια γεύση στο στόμα —
κοίταξα καλύτερα
μήπως κάτι υπήρχε να δω

προστατεύουμε
ό,τι είναι καταδικασμένο
να χαθεί

μας προστατεύει
η καταδίκη

Μικρά

i.
πληγές
από αλλοπρόσαλλα φιλιά
κήτη
που τα ξέβρασε
η θάλασσα

ii.
το άχτι μου
αποτύπωμα δοντιών
σαν αποβάθρα
πίσω απ’ τα αυτιά

iii.
πίνω ακριβά
το σάλιο σου
προσάναμμα
τα χείλη
να ζεσταθώ

iv.
το χάντρεντ μάιλς στ’ αφτιά μου
κίτρινα φώτα στο παρμπρίζ
σταγόνες απολίθωμα
φορτηγών πλοίων

v.
χαλασμένα δρομολόγια
ή το παράδοξο να βλέπω μακριά
κάτι δικό σου



Πέτρος Σκυθιώτης | Βιογραφικά στοιχεία


Ο Πέτρος Σκυθιώτης γεννήθηκε το 1992 στη Λάρισα.
Σπούδασε Παιδαγωγικά κι είναι Υποψ. Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Συνθήκη ισορροπίας» (Θράκα, 2014) και «Οι ακαδημαϊκές σημειώσεις του Ίαν Μάρκεζιτς» (Θράκα, 2018).
Συμμετείχε στο 2ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών στο πλαίσιο της 12ης ΔΕΒΘ (2015), ενώ έχει συμμετάσχει σε διάφορες ανθολογίες και αφιερώματα και λογοτεχνικά φεστιβάλ (στην Ελλάδα και διεθνώς) με ποιήματά του που έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα κροατικά και τα σλαβομακεδόνικα. Είναι επίσης στιχουργός.

i) Είναι ένα τετραγωνικό Αιγαίου
μέσα στο τετραγωνικό της σημαίας

όσο βραδιάζει
κι ανοίγουν οι τρύπες στα νερά
όσο βραδιάζει
κι απλώνει γύρω η ησυχία
του θανάτου

τόσο πιο ρομαντικά
πιο θαυμαστά
λάμπουν
από πάνω τους

και τα δώδεκα αστέρια

ii) Μαύρος ο μεσαίωνας
το πέλαγος και τα κορμιά
μαύρες οι σβάστικες
τα δάκρυα και τα κοστούμια
των αστών
σ’ αυτόν εδώ τον πίνακα
που κάνει δισεκατομμύρια

γιατί είναι τέχνη υψηλή και κλασική
όλοι να ‘ναι εκεί
κανένας να μη φαίνεται

iii) Δεν μιλάμε πολιτικά
τα ‘χουμε πει τόσα χρόνια τώρα
και δεν τα ξαναλέμε

βιβλία γράφτηκαν εφημερίδες βγαίνουν
ειδήσεις λέγονται και κόμμεντς
δεν απομένει σ’ εμάς παρά να μαλώνουμε

καθόμαστε τώρα ο καθένας
με τις δουλειές που είναι να πιάσει
τα προσωπικά
ως πιστόλια
τις προσωπικές φαντασιώσεις
ως σφαίρες
τις φαντασιώσεις πάσης φύσεως βελτιώσεων
ως εαυτό
που παρανοεί σκέφτεται και παρανοεί καλύτερα

ωριμάζουμε έτσι κάθε νύχτα
στα τριάντα
δεν θα ξαναγνωριστούμε

iv) Γυναίκα
Δομούν τα στήθη της το σινεμά της νιότης
με μονοπλάνα που στα όρια αρκούν
ν’ αναρριγήσουν δυο φορές πριν διαρραγούν
ν’ ανατινάξουνε στην τρίτη τ’ όνειρό της

καπνίζει γύρω ο χειμώνας τα χωράφια
και η γυναίκα ν’ ανασταίνει τον σωρό
να στερεώνει την ζαρτιέρα στον μηρό
μουρμουροψάλλοντας ερωτικά εδάφια

είναι μια νύχτα σκοτεινή σε ώρα αιχμής
αναβοσβήνοντας τον άνθρωπο αφής
κάνε ένα ξέσπασμα να μοιάζει μουσική

κάνε ένα ξέσπασμα ν’ αξίζει τα λεφτά του
κι εμείς καλύτερα από πριν και πιο πιστοί
θα χρεωθούμε τους ερωτικούς θανάτου

Από την «Συνθήκη Ισορροπίας» (εκδ. Θράκα, 2014)

16.
Τα όνειρα
σαν τα ρούχα τα παιδικά
αλλάζεις αλλάζεις
κι έρχεται
η στιγμή
που πια δε χωράς
όσο αγαπημένα κι αν
ήταν

19.
Κυνηγώ ακόμα να σε σκοτώσω
στο πάρκο με τους καθρέφτες

όποιος ξεφύγει απόψε για πάντα θα ξεφύγει

και διήρχετο ώρες δέκα
εκ της λεωφόρου ο τρόμος

ο τρόμος μην τυχόν και πρόωρα
ξημερώσει

20.
Ακόμα κι αν οι κόκκοι άμμου
μετατραπούν
σε ανθρώπους
η έρημος παραμένει έρημος

 

 

Από τις «Ακαδημαϊκές σημειώσεις του Ίαν Μάρκεζιτς» (εκδ. Θράκα, 2018)

ΘΗΛΥΚΟΜΟΡΦΑ ΑΓΓΕΙΑ

Ο Αλμπέρτο είχε στον κήπο του τρία αγάλματα γυναικών. Στο ένα έλειπαν τα χέρια, στο άλλο έλειπαν τα πόδια, το τρίτο δεν είχε λεπτομέρειες.
Ο χρόνος έρωτα, είπε, είναι ο χρόνος γλυπτικής του ειδώλου.
Ο τρόπος είναι η ευκρίνεια των λεπτομερειών του.
Απ’ αυτές εδώ τόσο πρόλαβα να μάθω, τόσο πρόλαβα να φτιάξω.
Ίσως να βοηθούσε μόνο ένα, του είπα, μόνο ένα με ζεστό πηλό και χωρίς κεφάλι.

Έχω ήδη ένα τέτοιο, είπε, σε θερμοκρασία αίματος ακόμα.

ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΗΛΩΣΗΣ

Ο Αλμπέρτο ρώτησε κάποτε γιατί στοιχίζουν τους ανθρώπους. Σκέφτηκα πως ίσως γιατί δεν βλέπουν το ίδιο όνειρο ή γιατί δεν έχουν το ίδιο βήμα·
είπα πως σίγουρα γιατί δεν επέλεξαν μια ιδέα να
κυκλοφορεί ελεύθερα.
Σηκώθηκε, βγήκε στην αυλή, μέτρησε αργά έντεκα βήματα, έκανε μεταβολή και έριξε με το πιστόλι. Εγώ έμεινα να κοιτάζω την τρύπα·
το νέο κόσμο που άνοιξε η σφαίρα πίσω απ’ τον τοίχο.

Γι’ αυτό στοιχίζουν τους ανθρώπους, είπε ο Αλμπέρτο.
Για να σκοτώνουν έντεκα.

Η ΤΕΧΝΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ

Κάποιο βράδυ άρχισε να βρέχει. Ο Αλμπέρτο κάθησε στο πιάνο.
Η βροχή θα κατεβάσει κάτω τα ψάρια, είπε.
Και τα ψάρια βλέπουν στο σκοτάδι.
Και τα ψάρια τρώνε ό,τι μικρό βλέπουν. Σε λίγο τα νερά μπαίνανε μέσα, εγώ ανέβηκα στο τραπέζι.
Η νύχτα είναι μικρή μα η τέχνη είναι μεγάλη, είπε ο Αλμπέρτο. Τα νερά φτάνανε τώρα στο στόμα του.
Η νύχτα είναι μικρή μα η τέχνη είναι μεγάλη, συνέχιζε ο Αλμπέρτο·
ώσπου η μουσική σταμάτησε και βγήκανε
τα ψάρια.





Αθανάσιος Τζίκας | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Αθανάσιος Τζίκας γεννήθηκε στη Λάρισα στις 11 Αυγούστου του 1982 . Απόφοιτος του τμήματος Ιατρικών Εργαστηρίων ( μετεκπαιδευθείς στη Ραδιολογία ) , εργάζεται σήμερα ως πυρηνικός τεχνολόγος. Από την παιδική του ηλικία διακατέχεται από το ανήσυχο πνεύμα της λογοτεχνικής δημιουργίας κι από πολύ μικρός επιδίδεται στην έντονη εσωτερική του κλίση , που είναι η συγγραφή. Το 2012 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο Αποίμαντος νους από την ΗΡΑ εκδοτική. Την ίδια χρονιά βραβεύεται από την αστική εταιρεία “Διοτίμα και Μούσες”. Το 2015 στην Αθήνα εκδίδεται η ποιητική συλλογή Χαιρετισμοί από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη. Έργα του έχουν δημοσιευθεί στα λογοτεχνικά περιοδικά, Ποιείν, Οροπέδιο , Θράκα και Poetics. Ποίημά του, κορφολογήθηκε στην ανθολογία ελληνικών ποιημάτων του 2018. Το 2020 εκδίδεται το βιβλίο του Μπλε Θυσία, στην Αθήνα από τις εκδόσεις Ιωλκός.

Ρητορικό της τέχνης

Μα δεν προσδοκά η τέχνη άλλο μεγάλο της γύμνιας
Μα δεν προσδοκά η γη άλλα μεγάλα από μικρά μικρά αγκαθάκια
και τα δέντρα;
που πήγαν τα δέντρα ;
ίσως κι αυτοσχεδόν ψηλώναν ντυμένα
μα πώς ν’αντέξουμε των ρούχων την τόση ευγένεια ;

Μπλε Θυσία, Ιωλκός

Οι β άρκες

Με τα πόδια βυθισμένα στις όχθες της λογικής ,
νιόβγαλτο σπάει το κύμα, τις βάρκες στα γόνατα.
Τ’αστέρια περίλαμπρα μοιράζονται τη μοίρα –
ψάχνει τη στιγμή με τις ακέφαλες σφήκες –
απόψε επενδύει στην αμφισβήτηση-

σαν με τότε μικρή που η θυσία
μεγάλωνε ίσα αιώνια ξένη ,
τάχα με μας να συγγενεύει ,
-πως πάλεψε τώρα, να μην μοιάσεις στ’άγαλμά σου-

Μπλε Θυσία, Ιωλκός

Το καλοκαίρι

Τα καλοκαίρια τα λάτρεψα
τούτο γιατί με τάιζαν φλόγες
βρισιές των ερώτων .
αντικριστά στο νησί των Μακάρων
η φύση σε καταπίνει
σε γεννά κάθε χρόνο στις έντεκα
ουδεμιά μακαρία σου πρέπει
εκτός της ηδείας της γεύσης σου
Ιδίας και ηδείας –
τ’ασήμαντο ένα μου
Ιδίας κι αηδίας –
στα χείλη σου χύθηκε ένα βάμμα γλυκύτητας
πουλί που κολυμπά στα ουράνια
και βουτά το ηλιοβασίλεμα σα θάνατος.
Οι ναύτες λεύτεροι στο άσπρο λινό του μυστηρίου
κι ένας Αύγουστος εκστασιασμένος
αρνείται πεισματικά τις Πρωθιέρειες
στης μνήμης τη θέα
έπλεξα ζεστά την ιδέα των αρωμάτων
ως την εδώ περιπλέον
σαν καλοκαίρι
έχεις του κόμπου το ελάχιστο τι

Μπλε Θυσία, Ιωλκός

Ερωδιός

Οι Ερωδιοί της λαχτάρας φωτιάς
έναν νέο ποιητή κοιμίσανε πρόωρα
ίσα που οι δαίμονες της σκιάς πήρανε πάνω .
εκείνο το ποίμα του σ’εννέα γλώσσες μεταφράστηκε
ματωμένο ανάσαινε σαν ντούρο ελάφι
πότε ο ήλιος παλινωδεί στην αχλή .
πότε η βροχή φέρνει κουλτούρα –
τραγούδι να τραγουδιέται
να μιλούσε περί μετάφρασης των έργων ;
…τι να’λεγε πιο μάταιο ;
ψάχνει για σχήμα στο φως
είν’ασύλληπτα καθώς , τα κρίματα της μορφής – .

Μπλε Θυσία, Ιωλκός

Φ ‘ Χαιρετισμοί
2

Οι θεόρατοι βράχοι κρατούν φυλακισμένες ιδέες
γιατί ο νους δεν ήταν καλή φυλακή
αβασάνιστα έπεφτε σε πέτρινους χρόνους
και πως γνώριζαν ότι η ευτυχία προσθέτει ανάγκες ;
και τηνε φύλαξαν μισή σε φωτεινές παράγκες
κι εμείς μετρημένοι στο χρόνο ,
απ’ένα ακόμη μήνα
που’κλεισε ήσυχα την πόρτα στην ιστορία

3

Τα φεγγάρια πήραν κείνο το λάβρο χρώμα της σκουριάς
κι έτσι αυθόρμητα λάμπουν
ασφαλισμένα με των ανθρώπων τη μικροπρέπεια
σκώνεται η γη
τον ουρανό φιλεί
κι είσαστε όλοι ταιριαστοί

Χαιρετισμοί, Γαβριηλίδης

Υ΄ Χαιρετισμοί

Ηφαίστεια σεισμοί
λιμοί και καταποντισμοί
αντιμάχονται το χωματένιο παράδεισο
νερώνουν τα χρώματα της γης
κι αχνιάζουν
κοιμάται ο Θεός των αχράντων
ατάραχος δημιουργός των πάντων
μα πιο σωστά της αιτίας των πάντων

είναι μια βουβή και θεριά πλάνη
παραμένει αιώνια γινομένη
στου βυθού τα σκοτάδια
αυτή τη λένε Μητρομάνα
η πρώτη βροχή η επουράνια
που ο ουρανός
βροχερός τη ζητεί

αυτή η παραφορά τ’ουρανού
η γαλάζια αφριά του δαρμένου νερού
με βοηθά
σέρνω το βάθος στις πλάτες μου
κι όπου ακουμπώ αγιάζει το φως
η νεράιδα τις χαρές της γιορτάζει
έκανε πως γελά
και της πέφτει το πρόσωπο

Χαιρετισμοί, Γαβριηλίδης

Καταβατικό 5

Μέσα της γης το μέτρο μακραίνει
το πέρας εδώ , του κόσμου τελεύει
καμιά γη …
δε φτιάχτηκε απ’ουρανούς των ονείρων
βιάζουν την ευτυχία των άστρων
οι ελευθερίες ντυμένες πουλιά
στρώνουν τη μοίρα μας γη
κανείς ουρανός…
δε ψήλωσε παράταιρος
κράζει υπέρ σας , Χερουβείμ
σπάζει στη μέση τη σιωπή του απείρου
κι αρχίζει να λύνεται ένα κουβάρι
από παλιές των άκρων ζωές

Χαιρετισμοί, Γαβριηλίδης

Το crescendo μιας σταγόνας νερού

Οι συνειδήσεις , ένα γάργαρο και καθάριο ποτάμι
που παρασύρει τα δεσμά του ,
τόση φυσήθηκα ζωή , που αναρωτιέμαι –
αν υπάρχει μία συνείδηση .
ότι πια στάσιμο , είν’και βρωμερό…

Χαιρετισμοί, Γαβριηλίδης

Ξ’ Χαιρετισμοί

Αποζητώ την παμπάλαια κρήνη
που χύνει τη χάρη
τη θεία του νου
ξεσκαλίζοντας από τη λάβα του ουρανού
που κάψαμε
σβηστά φωτοστέφανα
με γύψο λαξέψαμε
και ρίξαμε άσπρο αντήλιο φως

2

Ελευθερώσαμε με ταξιδιάρικα πουλιά
αισχύνη και πόνο
που πιάστηκαν
καταυγάζοντας λίγο τους ασημένιους αγέρηδες
χωρέσαμε στη σχισμάδα των βράχων
μιας λαμπρής των ξένων
ξένος κι εγώ .
εκεί που η μετάνοια καθρεφτίζεται

Χαιρετισμοί, Γαβριηλίδης

Ωριμότητα

Παρά πάσαν προσδοκίαν
γράφω μονάχα γι’ αυτόν εδώ τον κόσμο ,
χωρίς άλλο ύστερα ,
ο Άδης με γράμματα δεν ημερεύει.
ούτε τα μήλα κι η Έρις ,
η των αμαρτημάτων ,
ο αριούσιος οίνος αρκεί να ψωμώσει τη φαντασία ,
αντ ‘αυτού λοιπόν βάζω τελείες στα άγουρα συναισθήματα
και παραδέρνομαι ανάμεσα σε συγγενείς κι αδέρφια,
γιατί έτσι και μόνο –
με άλλα λόγια καμπουριάζοντας,
θα τεντώσω καλά τη χορδή της ψυχής
που μετακόμισε από συμφέρον στην πλάτη μου ,
αλλά επιτέλους θα βρω τ’αγίνωτο
που δεν θέλησε να γίνει όνειρο °
αυτό που παράπεσε μέσα σε κάποιο βανάκι των ΕΛΤΑ.
Υπόψιν αναπαύσεως,
– την ωριμότητά μου αποστρέφομαι
μέσα μου σπέρνει ζιζάνια ευτυχίας .

Ανέκδοτο


Αντώνης Ψάλτης | Βιογραφικά στοιχεία

Ο Αντώνης Ψάλτης κατάγεται από την Κρανιά Ολύμπου. Γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα και το 1982 με την οικογένεια του μετακόμισε στην Λάρισα. Έζησε όλα τα παιδικά και σχολικά του χρόνια στην Λάρισα και στην Κρανιά Ολύμπου. Το 1997 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Νομική σχολή του Α.Π.Θ. Το 2005 συνέχισε τις μεταπτυχιακές σπουδές του σε ζητήματα βιοηθικής και συνταγματικού δικαίου στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, όπου και εκπόνησε την εργασία του, η οποία αφορούσε την παραγωγή οργάνων από κλωνοποιημένα έμβρυα. Από το 2007 δικηγορεί στην Λάρισα. Το λογοτεχνικό του βιογραφικό είναι το κάτωθι:
(2018) Βασίλειο για ένα μολύβι, Κέδρος | (2013) Το καντήλι και άλλα ποιήματα, Αιγαίον | (2005) Ο ήρωας μέσα μου, Γαβριηλίδης.
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα: (2019) Εγχειρίδιο νέας ποιητικής, Ρώμη |
(2017) Ξέρετε το τέλος, Αντίποδες. Μεταφράσεις: (2019) “Φέρτε λυσίποθο κρασί”, Θράκα [ανθολόγηση, μετάφραση] | (2018) Hölderlin, Friedrich, 1770-1843, Nachtgesänge και άλλα ποιήματα, Ρώμη.

1.

Η ν ί ο χ ο ς

Αν έχουν οι κομπάρσοι σωματείο
ευθύς για σένανε θα γίνω μέλος
τις νύχτες όταν κλείνει το μουσείο
στη στάση μου να δίνω λίγο τέλος·

στα πλάνα σου σαν μπαίνω θα κοιμάσαι
(στα όνειρα χορταίνουμε αντάμα,
δες: φλέγεται του μύθου μας το κράμα)
η όμορφη κοπέλα μου και θα ᾿σαι·

ζώσε με, καλή μου, μπαΐλτισα στου
χαλκού, εγκλωβισμένος, την πλησμονή,
εσύ μόνο, σαν θέλεις, το μπορείς, του
Χρόνου δεν αντέχω την Υπομονή.

Από παντού σε βλέπω· με θαυμάζεις,
μα στον αστερισμό με περιφράζεις.

2.

ο Nietzsche για τους ποιητές

δεν παίζει, σκέφτομαι, αυτό το πετραδάκι
να ‘ναι αληθινό

πόσα πετραδάκια πια ;
περάσανε και δέκα χρόνια,
κι αφήσανε κι ένα κομμάτι αγκρέμιστο
για την ιστορία και τις φωτογραφίες αρκετό ·

στην εποχή μας, ειρήσθω εν παρόδω,
η μπίλια της μόδας έκατσε σε Benjamin, Celan
και Βερολίνο.
( και μεις οι ποιητές αλίμονο αν είμαστε μπανάλ ·

πάντως,
αν διαγωνιζόμαστε
για δάφνες και τα συμπαρομαρτούντα
δηλώνω, για να τελειώνω και μ’ αυτό,
πως απ’ τους ποιητές
της ryanair γενιάς μας
είμαι ο λιγότερο ταξιδεμένος στα εξωτερικά.
ούτε μ’ ατζέντηδες τραβιέμαι,
ούτε μ’ άλλα τέτοια συναφή,
όπου συναφή βλέπε :
άλλοι λατρεύουν τα ποιήματα,
κι άλλοι τους εαυτούληδες. )

τίμιος σταυρός κατάντησε,
για να γυρίσω στο ποίημα και στα πετραδάκια του,
ο κομμουνιστοτουρισμός,
και πόσος επιπλέον τουρισμός στην επανάσταση,
διαρκώς.

κι αυτοί οι μπαγάσηδες Γερμαναράδες
να τ’ αρπάξουνε από παντού !
να μου πεις, και ποιοι δεν πουλάνε.

( στάσου να δεις,
πως το ‘χε πει ο Nietzsche ;
– τσιτάρω από μνήμης – :
οι ποιητές, λέει,
ανερυθρίαστα εκμεταλλεύονται τις εμπειρίες τους ·
προφανώς, προσθέτω εγώ,
μπας και γράψουν κάνα ποίημα.

με άλλα λόγια :
οι λέξεις προλετάριοι
το ποίημα υπεραξία )

σε κάθε περίπτωση, αποφασίζω,
είναι ψεύτικο το σουβενίρ αυτό.
και τι μ’ αυτό ;
δεν θα φύγω δα μ’ άδεια χέρια !
και τέλος πάντων
να ‘χω κάτι να θυμάμαι ·

δε πα να ‘ναι κι απ’ το διπλανό εργοτάξιο,
εγώ θα τ’ αγοράσω !
ενθύμιο από το τείχος του Βερολίνου.

3.

στο μαύρο το παλτό στο κόκκινο κασκόλ

σ’ αυτή την τσόχα όλοι θα στρωθούμε
γρασίδι κηπουρού δροσίζει τη σιωπή
κανείς δεν βλέπει νούμερα που να κερδίζουν
κανένας δεν αλλάζει θέση
(κι ούτε λόγος για γκανιότα δεν θα γίνει)

μ’ αυτό το ποίημα
που ξεκινάει με το τέλος
και πάει καρφί για την αρχή
όλοι συμφωνούμε

του λοιπού Καρδένιε
μικρέ μου αγαπημένε
μη βιάζεσαι να συγκινήσεις

γιατί με αφιέρωση στο υπογράφει ποιητής,

όσοι ποντάρουνε στη μοναξιά
το κάνουν μπας και χάσουν

4.

πρόταγμα

τέτοιον απτόητο σακάτη δεν έχω ξαναδεί· σχεδόν κρο-
νόληρος για ιστορία, σχεδόν μπατίρης εξαρχής· επίμο-
να στρατεύει τα πλέον εκλεκτά στελέχη, εκεί στηρίζε-
ται κι αντέχει· με χάρη νεοσύνης υπακούν αυτά, με
θράσος μόνο ζωής· κι ας είναι μάταιος αγώνας,
τι κι αν κοστίσει πόνο με ψυχή
ο έρωτας πληροί τις εξεγέρσεις,
τις εξιστορεί·
πόσες επαναστάσεις γράφονται
πόσες μπαρουτιάζουνε
μία στα πόδια της για να σταθεί

5.

sarvam anityam

(προσωπογραφία Λορέντζου Μαβίλη)

Άφθονη μπίρα στο Μόναχο ρέει
κι αφράτα κορίτσια πίνουν μαζί μου,
σαν πάντα μετρώ την κάθε στιγμή μου!
κι άγνωρη δίψα το είναι μου καίει.

Όμως η θλίψη στα γλέντια πληθαίνει,
του πόθου η φύση δεν ξεθυμαίνει,
ματαίως ζητώ να βρω την γαλήνη
κάθε σελίδα το σκότος την σβήνει,

μα μόλις η πρώτη σούτρα φωτίσει
αλήθεια στιλπνή ο νους θα γνωρίσει:
μοιάζει με πέπλο η πλάνη του κόσμου

σε μίας πνοής το θρόισμα πέφτει ,
αιώνα μισό θα βλέπω το φώς μου
κι είναι οι στίχοι του βίου το ξέφτι

6.

(άτιτλο)

βγήκανε στους δρόμους καρναβάλια
ντυμένοι δολοφόνοι
με όπλα αληθινά
σκοτώνοντας τους κόσμους
εξαίφνης
εξ’ επαφής
είμαστε ντυμένοι δολοφόνοι
λένε

είστε ντυμένοι νεκροί

7.

(άτιτλο)

η κυρία αυτή
κάθε μέρα
με περιμένει στην είσοδο
με χαιρετά μου χαμογελά
μου φέρεται ευγενικά
και φαίνεται πως η κυρία αυτή
με πέρασε
για τον Θάνατο

8.

οι μάγοι φταίνε;

το ξέρω πως δεν άλλαξες πλευρά του κάκου
(τα χρόνια δέρμα πλέον από σένα διεκδικούν). όμως άκου:
σαν σε στολίζουν οι αχρείοι σερπαντίνες χλεύης
με θρόνου παροράματα να τις παλεύεις

κι αν ξεπροβάλλουν στίχοι ωραίοι σαν ιδαλγοί
σε σκουριασμένα βάθ αν έπεται το νιώθεις η μαρμαρυγή
στο libro d’oro δεν πρόκειται να μπεις
σε κάποιων φίλων το περιοδικό τους ύμνους σου θα δεις

ο Σάντσο Πανσα ομολογεί πιστός
φυρόμυαλος εκδότης πονηρός
στα σκούδα των πωλήσεων ελπίζει
όσο το πείσμα σου αφαίμακτο φλογίζει

ας είναι. με τα όπλα του λοιπόν καθείς
ιππότης της ελεεινής γραφής

9.

Ein Gespenst geht um in Europa

πορεία κέντρο πρωινό μετρό τα πρόσωπα σφιγμένα
(άλλη πορεία δεν γνωρίζω, παρά μόνο στο
ρεπό, παραθεριστής, ίσως μια τύχη μου θα φανταστώ)
ποια πόλη; το σύμπαν όλο κυνηγά εμένα·

βράδυ μέσα σε δύστροπα στενά και μπιραρίες
πάλι στου κάπιταλ ανοίγομαι τις ευκαιρίες,
κρίμα, το νιώθω, βουβό να καταρρέει το ποτό

–das Gespenst der Einsamkeit

10.

η πλαστογραφία μου

εσείς οι δικηγόροι μέσα στο ψέμα !

( all time classic, σκέφτηκα.
ενώ εσείς,
οι άλλοι,
πήγα να του πω,
κολυμπάτε στην αλήθεια ·

ειδικά σ’ αυτή την αντροταβέρνα
με τα κατρούτσα να φεύγουν καραβάνια
και την ειλικρίνεια να παιανίζει νικηφόρα
ποιον να πρωτογοητεύσουμε είμαστε δω μέσα …
εμάς,
τους άλλους,
ή τους εαυτούς μας ;

– πάντως οι ποιητές, είπα στον εαυτό μου,
το ψέμα το ‘χουν στο τσεπάκι τους,
απ’ τα ποιήματα,
μέχρι τα ποτοπωλεία ·
κατάρα κι αυτή, συλλογιέμαι, στην Ελλάδα :
δικηγόρος – ποιητής,
πφφφ
να μας κλαίνε ίαμβοι και ρίμες ! –

και τέλος πάντων
άσε με στην ησυχία μου
να πιω κάνα κατοσταράκι
μετά από οχτάωρο
– ψέμα : τέσσερεις ώρες το πολύ –
στα πρωτοδικεία ! )

κοίτα, του απαντώ μπας και ξεμπλέξω,
η κοινωνία όλη λέει ψέματα ·
εμείς απλώς την εκπροσωπούμε στα δικαστήρια.