Παρουσίαση των ποιητών από την πόλη των Τρικάλων που συμμετέχουν στο 8ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης.
Αζέλης Αγαθοκλής | Αλέξη Παρασκευή | Αλεξίου Ελένη | Βαναργιώτης Αλέξανδρος | Κεφάλας Ηλίας | Κολοβελώνη Γεωργία | Ντίνα Λιλή | Χριστοδούλου Βάσω
Αγαθοκλής Αζέλης | Βιογραφικά στοιχεία
Ο Αγαθοκλής Αζέλης γεννήθηκε στη Μηλιά Μετσόβου. Σπούδασε αρχικά στην Αθήνα, στη Φιλοσοφική Σχολή. Παρακολούθησε ως υπότροφος μεταπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης, όπου εκπόνησε διδακτορική διατριβή στο αντικείμενο της Ιστορίας, έλαβε δε τον τίτλο του διδάκτορα. Εργάστηκε ως έμμισθος ερευνητής στην Ακαδημία Επιστημών της Αυστρίας, ως Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, όπου δίδαξε ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία και ιστορία των ιδεών, και ως καθηγητής στο αγγλόφωνο «Vienna International School». Από το 1997 διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση στην Ελλάδα ως φιλόλογος, ενώ κατά τα έτη 1999-2003 οργάνωσε τα Γενικά Αρχεία του Κράτους-Αρχεία Νομού Τρικάλων διατελώντας προϊστάμενος της υπηρεσίας. Εκ των συγγραφέων του σχολικού εγχειριδίου Ιστορίας Γ΄ Λυκείου θεωρητικής κατεύθυνσης, έχει συγγράψει εξωσχολικά εκπαιδευτικά βοηθήματα, ενώ βραβεύτηκε από το αυστριακό κράτος για τη μετάφραση γερμανόφωνης λογοτεχνίας στα ελληνικά. Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις σε ελληνικά και διεθνή συνέδρια με επιστημονικό ή εκπαιδευτικό περιεχόμενο, έχει δημοσιεύσει μελέτες σε ελληνικές και αυστριακές επιστημονικές επετηρίδες και συλλογικά έργα, στα ελληνικά, στα αγγλικά και στα γερμανικά, ενώ έχει μεταφράσει ιστορικές μελέτες από τα γερμανικά. Διετέλεσε μέλος του «1. Wiener Lesetheater» («Πρώτο Θεατρικό Αναλόγιο της Βιέννης»). Συνεργάστηκε με ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά και έχει δημοσιεύσει τρεις ποιητικές συλλογές, με τίτλο «Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο» (Μεταίχμιο 2008), «Εωθινές Επιγνώσεις» (Πλανόδιον 2011) και «Σκιές Ασωμάτων» (Λογείον 2016). Κείμενά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, τα φινλανδικά και τα ισπανικά. Από το 2017 υπηρετεί ως διευθυντής στο 7ο Γενικό Λύκειο Τρικάλων.
Schälen[1]
Απολεπίζονται οι λέξεις σαν το χιόνι
Και ξεπροβάλλουν από κάτω πάλι λέξεις
Φθίνει το κρεμμύδι στο ξεφλούδισμα
Όμως πυρήνας πουθενά
Μόνο σωρός τα τσόφλια ένα γύρο
Στο χέρι σπαρταράει το κενό
[Νύχτες στο θρυμματισμένο ενυδρείο]
Κατεδάφιση
Την πόρτα είπε να του τη φυλάξουν
Δίφυλλη, με τραχύ και επίμηκες κλειδί
Και λουρί από προβατοκούδουνο
Σε δεύτερη χρήση. Το αλλοιωμένο χρώμα
Του κατωφλιού διέβησαν ποικίλες ηλικίες
Βήματα σταθερά, αβέβαια που γίναν
Επάλληλες νεανικές υπάρξεις εν εξελίξει
Κάτι να θυμίζουν.
Ο σανιδένιος φράχτης πρόβαρε τσιμεντόλιθους
Το χώμα ψώνισε επένδυση μπετόν
Δένδρα πυκνόφυλλα κόπηκαν σε καυσόξυλα
Κι ο ήλιος περονιάζει πια τη λείψανδρη αυλή.
Μια γαλανόλευκη να σαβανώνει
Τ΄ απομεινάρια οικογενειακών εγγράφων
Με το κοντάρι αυτοσχέδιο μπαστούνι ορειβασίας.
Βουλιμικός ο χρόνος με την κατασκευή
Διόλου ανορεκτικός με τους ενοίκους
Θριαμβεύει η αρχή της αφθαρσίας της ύλης
Σε μισό πορτόφυλλο αναρτημένο στο μπαλκόνι
Με το υπάκουο κλειδί για πάντα αχρηστεμένο.
[Εωθινές Επιγνώσεις]
Πεφιλημένοι
Στον Γιώργο Κόκκινο
Αν ήταν ουράνια σώματα
Οι έγκλειστοι του οστεοφυλακίου
Δεν θα παρέμεναν αθέατοι
Από του μέλλοντος τους γόνους
Όμως σώματα γήινα φθαρτά υπήρξαν
Γεννήματα έρωτα εφήμερου ή διαρκούς
Σκυτάλη σάρκινη περαστική υποκαταστάσιμη
Αυθορμήτως ή κατά βούληση
Στης μνήμης τη σκευοφόρο.
Ένα μεγάλο κοιμητήριο η ψυχή μου
Με φρέσκους ενοίκους τετραετίας
Τακτικώς επισκέψιμους στον ανθισμένο κήπο
Παλιοσειρές επώνυμες ακόμη στα κουτάκια
Ακαίρως να εκμαιεύουν δάκρυα ανεπίδοτα
Και χύμα στο χωνευτήριο αζήτητοι
Οι διάττοντες παλαιού μεσουρανήματος
Που αχνοφέγγουν τα ονόματά τους
Χωρίς φωτογραφία σε ευκαιριακές συζητήσεις
(Μηλιά Μετσόβου, 22/08/2010)
[Εωθινές Επιγνώσεις]
Αναπόληση δίχως ηχώ
Στην Όλγα Κατσιαρδή-Hering
Καταμεσής στην απολεπισμένη ευτοπία
Παρεπιδημούν της διασποράς οι νοσταλγοί
Καιρό πλυμένοι από του πέλαγου τ’ αλάτι
Τ’ άγευστα χέρια τους νωχελικά επιθεωρούν
Δίχως να βρίσκουν ίχνη της διαδρομής
[Σκιές Ασωμάτων]
Αντίδωρο
Στη Φανή Μπαλαμώτη
Ενδύματα ασώματα κλεισμένα στο ερμάρι,
Γραφές ερήμην της χειρός σωπαίνουν ηχηρά·
Βλεμμάτων ερεισίνωτα θραύσματα τρυφερά,
Χαρά και αναφιλητών αναλωμένη χάρη,
Προσκυνητή του χρόνου μας έξω από το κορμί σας,
Πνοών ψηφιδωτό δειλό με πλάθουν στη σκιά,
Τα ίχνη μας στα ίχνη σας ψάχνοντας αγκαλιά,
Την απουσία ακίνητη θωρώντας στη μορφή σας.
[Σκιές Ασωμάτων]
Απουσία
Στη γυναίκα μου Ελένη
Του όρθρου μου σε βρήκα πρώτη ύλη
Θύρα και οίκο, γέλιο φωτεινό
Μάρμαρο, βάθρο, της ζωής μου σμίλη
Φως, οδοδείκτη, έκθεση, κοινό
Μα εζήλεψεν ο χρόνος τον βλαστό του
Τη σμίλη οξύ την έσυρε δεινά
Έξυσε από την πέτρα το γλυπτό του
Τα όστρακα τα άφησε αδειανά
Προορισμούς στερήθηκεν η πόλη
Διαδρομές σβηστήκαν στη σιγή
Εχάθη κάθε θλίψης μου η σχόλη
Δεν έχει πια η φυγή διαφυγή
Της μέρας έμεινα εγώ καινούργια μέρα
Σε σένα μ’ επιστρέφει βήμα αργό
Απέμεινα της μνήμης μου μητέρα
Την κόρη μου θαμπά να νοσταλγώ
[Σκιές Ασωμάτων]
Μετρώντας Πάσχα(τα)
Στις κόρες μου Μαρία και Μιχαέλα
Ο χρόνος πορεύεται με μικρές παύσεις
Σε πλατύσκαλα εορτών επετείων
Το σπίτι μικραίνει οι άνθρωποι κονταίνουν
Η εξώθυρα κρεμιέται αλλού
Φυτρώνουν δρόμοι μες στους δρόμους
Ξανοίγονται στο φαινομενικώς ατέρμονο
Ασθμαίνοντας εστιάζω στον ορίζοντα
Πλάγια να βλέπω δεν προκάνω
Το δέος ξεραίνεται πιστεύω σε μένα
Οικεία όλα δεν με ξαφνιάζουν
Προσφάτως μόνο
Του πατέρα μου τα μάτια
Με κοίταξαν με νοσταλγία
Στον καθρέφτη
[Σκιές Ασωμάτων]
Νυχτερινό
Μνήμη Μίσιου Τ. Αζέλη
Δεκαετίες τώρα με προσμένεις
Σιωπηλός να μεγαλώσω στην κορνίζα
Σε πραγματικό χρόνο να γίνω συνομήλικος
Όπως παλιά μες στο συρτάρι προσδοκούσες
Να παλιώσεις να σου πάρω κορνίζα
Καθώς η μνήμη ζητάει παραστατικά
Όσο την θολώνει η νοσταλγία
Φευγαλέα σε βλέπω στον πρωινό καθρέφτη
Πριν σε σβήσει η ξυριστική
Δίνοντάς μου πίστωση χρόνου
Άραγε θα συμπέσουν οι ηλικίες μας
Να μιλήσουμε την ίδια γλώσσα
Θα γίνεις ποτέ παιδί μου
Να σε νουθετήσω και να σε συγχωρήσω;
Μέχρι τότε θα συμπορευόμαστε ασύμπτωτοι
Μοναχική δικαίωση προσωρινή αλλήλων
Βουβοί σάμπως κατάκοποι
Που ξεφόρτωσαν όλες τις εξηγήσεις
[Σκιές Ασωμάτων]
Απόπειρα Σελευκιδών
Αναθηματική ανάγλυφη η Ζηνοβία
Τον θεατή κοιτάζει και δεν βλέπει
Βαρύτιμα στολίδια στο κεφάλι στο κορμί
Του εφημέρου βασιλείου της Παλμύρας
Λίθινη μες στην άμμο της ερήμου μνήμη
[Ανέκδοτο]
Παγκόσμια ημέρα …
Σήμερα το μενού προσφέρει ποίηση
Οι διαχρονικοί θ’ αναταμούνε στα σχολεία
Κατόπιν εγκυκλίου εντολής
Οι θεσμικοί θα προσκληθούνε στις πρωτεύουσες
Να τους ακροασθούν οι μυημένοι
Οι διάττοντες σε κανάλια θα πλοηγηθούνε
Διαγράφοντας ελεύθερη την πτώση
Οι αζήτητοι θα ειρωνευτούν τους προηγούμενους
Μέχρι να πάρουνε κι αυτοί θέση στο μαυσωλείο
[Ανέκδοτο]
[1] Ξεφλουδίζω, στα γερμανικά.
Παρασκευή Αλέξη | Σύντομο βιογραφικό
Η Παρασκευή Αλέξη κατάγεται από τη Δεσκάτη Γρεβενών. Ζει και εργάζεται στα Τρίκαλα. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Τάξη ονείρων» (Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012) και «Μόνο αν βρέξει» (Λογείον, 2019).
Αντίο
Κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα
Περιμένεις να μπω να με τρομάξεις
Νομίζοντας πως θα γελάσω
Και θα το πάρω σαν παιχνίδι που παίζαμε παιδιά
Μα γω φοβάμαι πως δεν μπορώ πια
Να αναγνωρίσω την παιδιάστικη διάθεσή σου
Σε περιμένω
Βγες λοιπόν από την κρυψώνα … Είναι ώρα να φύγω
Πώς θα σου παραδώσω το Αντίο
Αν δεν σε δω.
Θα πρέπει να το εγκαταλείψω εδώ
Καρφωμένο στους τοίχους
Να στοιχειώνει όλους τους ενοίκους
Που θα περάσουν τούτο το κατώφλι
Μόνο αν βρέξει, Λογείον, 2019
Οι ατελείς εξισώσεις
Κλείνοντας το παλιό τετράδιο των εξισώσεων
Θεώρησα πως έληξε το πρόβλημα που με τυραννούσε αιώνια.
Η λύση τόσο απλή, μόνο ένα κλείσιμο του τετραδίου
Και γω τόσα χρόνια να γράφω και να σβήνω ψάχνοντας για
Χαμένα κρατούμενα και ατελείς διαιρέσεις.
Έχωσα το τετράδιο στο βάθος του συρταριού, το κλείδωσα τέσσερις φορές
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα σε «κείνους» που είχαν λυμένα τα προβλήματα
Και καθαρή συνείδηση
Ανακατώθηκα μαζί τους και όλα ξεχάστηκαν
Είναι φορές όμως που οι πνιγμένες μου εξισώσεις επαναστατούν προσπαθώντας
Να τινάξουν το χοντρό εξώφυλλο του τετραδίου και να δραπετεύσουν απαιτώντας
Τη λύση που τους είχα υποσχεθεί.
Μόνο αν βρέξει, Λογείον, 2019
Σχέδιο διαφυγής
Το μετέωρο πέρασμα προσχεδιασμένο
Μα ο φόβος που με γνωρίζει και με φωνάζει με το όνομά μου
Κούμπωσε και στοίχειωσε μες στη ντουλάπα
Τρέμω στην ιδέα να την ανοίξω για να πάρω το παλτό μου
Θέλω να φύγω
Και η γέφυρα διαφυγής κρέμεται δεμένη
Από την κατάρα της επιστροφής
Ένα πέταγμα
Ένα πέταγμα είναι αρκετό
Μόνο αν βρέξει, Λογείον, 2019
Οι Σκιές
Στην άκρη του κρεβατιού στοίβαξα κορμί και μνήμη
Όλα τα φώτα κλειστά
Ορθάνοιχτα μόνο τα μάτια μου
Και οι Σκιές του «τότε» με επισκέφτηκαν
Τραγούδησαν τον κώδικα εισόδου του μυαλού μου
Χωρίς να ζητήσουν έγκριση
Μου ανακατέψανε το νου έτσι απλά
Δεν με τρόμαξε η παρουσία τους
Με τρόμαξε το «τότε» που κουβαλήσανε ως εδώ
Η κρύα τους ανάσα δεν αποκρίθηκε
Σε όσα «γιατί» κι αν είχα
Άνοιξα απότομα το φως
Κι εκείνες έφυγαν με την υπόσχεση της υποχρεωτικής επιστροφής
Μόνο αν βρέξει, Λογείον, 2019
Η μνήμη
Η μνήμη μου,
Επιλεκτικά αποφάσισε να μην με αναγνωρίζει
Και λησμονά να μου θυμίσει τις υποχρεώσεις της προς το εγώ μου
Χαμογελά στις επιληπτικές επιλογές μου
Και χαίρεται με τα αδιέξοδα που με έσπρωξε να παίξω
Και γω με τα χέρια στις τσέπες
Κάνω βόλτες γύρω από το μυαλό μου
Και σφυρίζω σκοπούς που ξεκλειδώνουν τις ενοχές
Και τα κενά της απραξίας μου
Καταλήγω πάλι να ικετεύω την μνήμη μου
Να μου ανοίξει την πόρτα
Μόνο αν βρέξει, Λογείον, 2019
Οι ρίζες
Ψάχνω κρυφά στη λήθη μου
Για να ανακαλύψω…
Δεν θυμάμαι τι…
Χρόνια η λεύκα σκυμμένη στο νοτιά
Δεν ένοιωσε παρά τη μούχλα
Οι ρίζες συνέθλιψαν τις πέτρες και ο τοίχος κατέρρευσε
Δεν απόμειναν παρά μόνο τούτες οι καταραμένες ρίζες
Που σαν ουρές φιδιών απλώνονται
Όλο και περισσότερο κάτω από τον ίσκιο μου
Και συνθλίβουν τώρα το κορμί μου
Χωρίς να είναι καν οι δικές μου ρίζες…
Μόνο αν βρέξει, Λογείον, 2019
ΠΩΛΕΙΤΑΙ
«ΠΩΛΕΙΤΑΙ
Διαμέρισμα φωτεινό, διαμπερές, ευρύχωρο »
Το ξεφτισμένο χαλάκι στην εξώπορτα εμποδίζει την πόρτα να κλείσει
Πόσα βήματα μέτρησε χωρίς να λογοκρίνει;
Πόσο βάρος αποδέσμευσε χωρίς να το ζυγίσει;
…..Πωλείται μαζί και το χαλάκι;
Το παρκέ απάτητο μοιάζει
Λες και κατοικούσαν εδώ αερικά
Η κάπνα του τζακιού σφραγίζει τα δάχτυλα, τα μάτια, τη μνήμη
Η θέα από τα παράθυρα αγγίζει τα βουνά
Μα τα βουνά μου κρύβουν τον ήλιο
Και παγώνω
Κλείνετε σας παρακαλώ τα παράθυρα;
« ΠΩΛΕΙΤΑΙ
Διαμέρισμα νεόδμητο, ρετιρέ, άνετο»
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ; ΕΝΤΟΣ ΜΟΥ
Μόνο αν βρέξει, Λογείον, 2019
Εισιτήριο Επιστροφής
Χωροχρονικά δεν ανήκω εκεί που με ακούμπησαν οι μοίρες
Στερούμενη ταυτότητα και μνήμη
Το μόνο που με παρηγορεί είναι πως το εισιτήριο που έχωσες στο χέρι μου
Γράφει «με επιστροφή»
Μα δεν ξέρω πού θέλεις να επιστρέψω
Στο άυλο παρελθόν που διαψεύστηκε ή
Στο γεμάτο ενοχές μέλλον που με πρόλαβε;
Μόνο αν βρέξει, Λογείον, 2019
Ο Χρόνος
Δεν είναι μόνο θέμα του ορίζοντα που κλείνει
Ο χρόνος θέλει να μείνεις δίπλα του
Να τον φροντίσεις σαν μικρό παιδί
Εκείνος είναι που φοβάται μόνος
Γι΄ αυτό σε κάθε γωνιά που τρέχεις να κρυφτείς
Σε ψάχνει
Δεν θέλει να σε ξεγελάσει
Μόνο να κουρνιάσει μέσα σου
Να υπάρξει
Τάξη ονείρων, Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012
Η τιμωρία
Η τιμωρία σημασία δεν έχει
Αν δίκαια ή άδικα την ζεις
Εκείνο που μετράει είναι
Αν τη φοράς για γιορτινό ή καθημερινό σου ρούχο
Εκείνο που μετράει είναι πόσες φορές
Απ΄ τη ντουλάπα θα τη βγάλεις
Πόσες φορές θα τη φορέσεις
Και θα την λεκιάσεις
Εκείνο που μετράει είναι πότε
Θα το ξεφτίσεις τούτο το παλιόρουχο
Πότε θα το πετάξεις
Τάξη ονείρων, Νέος Αστρολάβος / Ευθύνη, 2012
Eλένη Αλεξίου | Σύντομο βιογραφικό
H Eλένη Αλεξίου γεννήθηκε και ζει στα Τρίκαλα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαίδευση στο University of Bath της Αγγλίας. Παρακολούθησε το ετήσιο πρόγραμμα επιμόρφωσης στην Ειδική Αγωγή και τις Μαθησιακές Δυσκολίες του Παν/μίου Ιωαννίνων. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, Το Φλας (λογείον, 2009) και Ποιήματα που γράψαμε μαζί (Μελάνι, 2015). Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί σε ανθολόγια και σε διαδικτυακά και έντυπα περιοδικά λογοτεχνικού περιεχομένου. Πρόσφατα ποίησή της συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία Ποιήματα της κρίσης, 2008-2018 (εκδόσεις Ιωλκός) και διήγημά της συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία Ρroyecto GreQuerías. Antologia del minicuento griego contemporaneo που κυκλοφόρησε στην Ἱσπανία (EDA Libros).
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Η παραμυθία τρώει από τα πράγματα
την όψη τους.
Θεριεύει με τα σχήματα
και την υφή τους.
Πολτοποιεί τη λογική
μηρυκάζει την αλήθεια
κι όλα τα φτύνει
γεύματα παχιά κι ανθυγιεινά
Το Φλας, λογείον, 2009
«Walk together»
Αυτό που ψάχναμε δεν βρήκαμε
μα μείναμε στον ίδιο δρόμο
κι αυτοί
που τίποτα δεν ψάχναν
για να βρούνε
αυτοί και χάθηκαν και χάσαν.
Το Φλας, λογείον, 2009
ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Λύσαμε το χειρόφρενο και πέσαμε στη λίμνη.
Το άλλο πρωί μας βρήκανε στο πίσω κάθισμα οι δύτες.
Μα πριν σωθούν οι έντιμοι σωσίες μας
αμνήμονες τάχα και απαθείς
διέψευσαν τον έρωτα
αρνήθηκαν ότι υπήρξαμε
και στρέψανε αλλού το βλέμμα
σαν να ‘μασταν άγνωστοι
ή πεθαμένοι.
Μετά τη βροχή
βγήκαμε από τη λίμνη εμποτισμένοι
απάρνηση και χωριστά
επιστρέψαμε στην άνυδρη ζωή.
Ποιήματα που γράψαμε μαζί, Μελάνι, 2015
ΣΙΩΠΕΣ
Μη μιλάς, θα διακόψεις τη σιωπή.
Αυτή η λαλίστατη ησυχία κοντεύει να με πείσει.
Καλύτερα να στρέφουμε αλλού τα μάτια
ν’ απλώνουμε αλλού τα χέρια.
Τώρα που διαφωνούν ως και τα φιλιά μας
καλύτερα να ανταλλάσσουμε σιωπές.
Ποιήματα που γράψαμε μαζί, Μελάνι, 2015
ΧΙΟΝΙ
Μαύρο ζεστό στα τσιμεντόλιθα
Σπαράζει το χιόνι καθώς
Οι ρίζες των κυπαρισσιών σπάζουν
Τον τοίχο του κοιμητηρίου
Εδώ η υδαρή αιμορραγία του στους υπονόμους
Οι νιφάδες που έγιναν αφράτη λάσπη
Η ομορφιά πριν γίνει ματαιότητα
Χιόνι
Επαλήθευση του εφήμερου
Χιόνι
Πατρίδα του προσωρινού
Λάμψη του ανεπίστρεπτου
Υπόθεση χαμένη
Παρέμβαση, τ.184-185, 2017
ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ
Οι βαριοπούλες χαλούσανε τον κόσμο
Έσπασαν τα μάρμαρα έβγαλαν την πέτρα
Τρίψανε τον γύψο γκρέμισαν τις χελιδονοφωλιές
Το αίμα μου ριγούσε όπως
Το δέντρο ανατριχιάζει με τριγμούς
Πριν σωριαστεί με πάταγο
«Εδώ γεννήθηκε η μάνα μου
Οι παππούδες μας δάμασαν τη γη
Κρεμάσαμε διπλώματα
Φωτογραφίες γάμων
Ενθύμια ξενιτιάς
Εδώ τα σπίτια μυρίζουνε τα χνώτα των προγόνων μας
Εδώ τα σπίτια είναι συγγενείς»
O Hans o καινούριος ιδιοκτήτης
Δεν γνώριζε ελληνικά
Με κοίταζε με βλέμμα βουβό
Σαν ραγισμένο πλατύσκαλο
www.andro.gr, 20/1/2019
ΜΕΣΟΧΩΡΑ
ποτάμι αγύριστο πλαταγίζει στο φράγμα
το πνιγμένο χωριό καταριέται την πόλη
μουγκρίζουν μπουλντόζες
βογγά το βουνό
από δύο πλευρές φαγωμένο
άκου
κυνηγοί καλούν τα σκυλιά τους
τσοπάνης με δίκυκλο σαλαγά το κοπάδι
εκπνέει η πετρούλα
που κρατούσε τον βράχο
πριν σαρίσει η πλαγιά
και γκρεμιστεί το εργοτάξιο
πριν χαθούνε στη λίμνη
Χαρτοκόπτης, ανθολόγιο ποίησης Γ.Χ.Θεοχάρη, facebook
«τσου/κνί/δα/λά/πα/το/πα/ζί/»
η γιαγιά είναι σοφή
ξέρει όλες τις λέξεις που
παράγει η γη
όταν τρίβει τα χόρτα
ένας λαχανόκηπος ψηλώνει στη γλώσσα της
γεμίζει η λεκάνη πράσινες συλλαβές
αρχαίο τύμπανο και πάλλεται
κρουστή κοιλιά και τρέμει
γυναίκα αφίλητη που φίλησες
σκουλήκι εργένικο κι έγινε τζιτζίκι
Πρώτη δημοσίευση
«θερμοσίφωνες πλυντήρια
παλιά καλοριφέρ»
άλλο δεν έχει ο παλιατζής
αυλές ταράτσες καθαρίζει
άλλο δεν έχουν οι άνθρωποι
ανανεώνουν τη σκουριά
Πρώτη δημοσίευση
Αλέξανδρος Βαναργιώτης | Σύντομο βιογραφικό
Ο Αλέξανδρος Βαναργιώτης (Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1966) σπούδασε στο Κλασικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωαννίνων. Εργάζεται ως καθηγητής Φιλόλογος στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Δημοσίευσε τις συλλογές διηγημάτων Διηγήματα για το τέλος της μέρας (Εκδόσεις Λογείον, Τρίκαλα, 2009), Η θεωρία των χαρταετών (Εκδ. Παράξενες Μέρες, Αθήνα, 2014) και Κατά μήκος της Εθνικής Οδού (Εκδ. Εύμαρος 2019).
Μέγα και παράδοξον θαύμα
Υπάρχουν λουλούδια
που τρυπούν την άσφαλτο.
Δε ζουν πολύ.
Η εξάντληση της πάλης,
η επικινδυνότητα της θέσης,
τα καταβάλλουν.
Το θαύμα όμως έχει συντελεστεί.
Είναι η ανύψωση προς τον ήλιο
ενός σπόρου,
που δεν του δόθηκε ελπίδα.
Η ηδονή των ρωγμών
στο συμπαγές ολέθριο κατράμι
και τα χαμόγελα των εωρακότων
είναι
μπρος στην παράδοξη
και ευφρόσυνη
έγερση.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Κ. Καρυωτάκης
Όλα το μαρτυρούσαν:
το καφενείον «Ουράνιος Κήπος»,
η βυσσινάδα,
η θέση Βαθύ της Μαργαρώνας,
ο ευκάλυπτος
και το σκληρό ψαθάκι ακόμη.
Όλα το μαρτυρούσαν,
μα μόνο τα πουλιά
μπορούν και διαβάζουν τέτοια ποιήματα.
Μόνο τα πουλιά
που ξέρουν από πυροβολισμούς και φτερουγίσματα,
που κατανοούν το αβέβαιον μιας μέρας.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Το διαγώνισμα
Αντέγραφα από τα μάτια σου
στο διαγώνισμα του κόσμου.
Αποβλήθηκα οριστικά,
όμως από τότε κουβαλάω
κείνο το γαλάζιο που κοιτούσες.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Μια ήσυχη νύχτα
Ήσυχη νύχτα,
σχεδόν καλοκαιρινή.
Ακόμα και τα σκυλιά είχαν λουφάξει.
Ένας νοτιάς ψιθύριζε στ’ αυτιά μου.
Ο Ωρίωνας ο κυνηγός
ξαπλωμένος στον ορίζοντα
είχε λες αποκοιμηθεί.
Μονάχα μερικά σύννεφα
δάκρυζαν.
Έπεφταν οι σταγόνες τους
στα μαλλιά, στα μάτια
και στο στόμα μου.
Δεν ήταν δικά μου δάκρυα αυτά.
Κείνη την ώρα έτυχε να ‘μαι
ο αποδέκτης κι ο διάμεσος
της θλίψης του κόσμου.
Όπως οι πυλώνες του ΟΤΕ
που μεταφέρουν χιλιάδες μηνύματα
χωρίς ούτε ένα να ‘ναι δικό τους,
πέρα από τη μοναξιά τους
που πλανιέται ανάμεσα
στα γυμνά κλαδιά
τις έρημες λεύκες
και πάνω από τον ήσυχο κάμπο,
μερικές παράξενες νύχτες του Νοέμβρη
που κρατούν κάτι από καλοκαίρι.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Για την αγάπη
Πίστευα πάντα στην αγάπη.
Κάθε φορά που στους δρόμους μου
έβρεχε,
έσκυβε σαν ιτιά
και με σκέπαζε.
Πίστευα πάντα στην αγάπη.
Έτρεχε πίσω μου
τότε που κρύωνα
και με θέρμη με τύλιγε.
Πίστευα πάντα στην αγάπη.
Όσες φορές κι αν ηττήθηκα
έγινε κιβωτός
που μέσα της κρύφτηκα.
Πιστεύω ακόμη στην αγάπη.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Τα καλοκαίρια
Όλο το υλικό μας
χτίστηκε πάνω
σε ένα παιδικό καλοκαίρι.
Με τη ζεστή πνοή της αγάπης
υψώθηκε το αερόστατό μας.
Μας τραβούν τώρα με γάντζους
και σκοινιά.
Φωνάζουν “εδώ είναι η ζωή”
“κατέβα”.
Μα πώς να ξεχάσει
ένας που γνώρισε
τον ουρανό;
Κάτω από κασκόλ
παλτά και καπέλα
σε κάθε ευκαιρία
θα μελετάμε τα σύννεφα.
θα ξεχνιόμαστε κοιτώντας
τα πουλιά
και τ’ αεροπλάνα.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Αδυναμίες
Δεν αγνοούσε ο Ξέρξης
ούτε στον Άθω
του Μαρδόνιου τα ναυάγια
ούτε στον Μαραθώνα
την ταπείνωση του Άγη.
Μα είν’ η έκσταση
που η δύναμη σε φέρνει
κι όλο ξεχνάς του Αχιλλέα
τη φτέρνα
και τα μικρά κενά
που ‘χουν οι πανοπλίες
και βρίσκουν δρόμο
του Δαβίδ οι πέτρες.
Κι έτσι τα παίγνια των Ελλήνων
δεν τα ένιωσε
που τον εφέλκυσαν
κοντά στη Σαλαμίνα.
Κι η θάλασσα που έδειρε
φριχτά τον τιμωρούσε.
Στενή λουρίδα, βούρδουλας,
τα πλοία του ρουφούσε.
Τέντωνε για να δει
στο Αιγάλεω τον αυχένα
κι ο Αρτάβανος ο Υρκανός
τρόχιζε το μαχαίρι.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Οι βράχοι
Μονάχα οι βράχοι
αντιστέκονται στ’ αλήθεια.
Δεν ξέρουν τη διπλωματία των δέντρων.
Δεν έχουν την ευελιξία της βάρκας.
Της άμμου που μαζεύεται κι απλώνει.
Γυμνοί, περήφανοι και μόνοι
στέκουν στο χρόνο και στην ιστορία.
Δεν τους βαραίνει ούτε μια αμαρτία,
ερημητήρια γι’ αλμύρα και για σκόνη.
Κοίταξα μέσα τους, ομολογώ, με ζήλεια,
όμως παντού μια γύμνια και ένα ψύχος.
Ούτε μια φλέβα, ένα ρίγος, ένας χτύπος
ή ένα θρόισμα να πεις πως ζουν ακόμη.
Ίσως εν τέλει
τόση αντίσταση σκοτώνει.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Στο νησί
Τώρα θα πάω στο νησί,
τώρα, που φεύγουν
τα καράβια φορτωμένα.
Θα μπω σε άδειες εκκλησιές
ν’ ανάψω τα καντήλια.
Θ’ αγγίξω πόρτες γέρικες,
σοβάδες φουσκωμένους.
Θα πάρω απ’ τα πλακόστρωτα
χαμένα σκουλαρίκια,
μαντίλια που πατήθηκαν,
σπασμένα κομπολόγια.
Θα ανασάνω μυρωδιές
που πίσω ξεχαστήκαν,
ρυγχόσπερμου, αγράμπελης,
βασιλικού και μίνθης.
Ένα καφέ μετά θα πιω
στην άκρη της πλατείας,
του ανέμου άθυρμα κι εγώ
με τα πεσμένα φύλλα.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Αποχαιρετισμοί
Και τα δοκηθέντ’ ουκ ετελέσθη
(αυτά που ελπίζαμε δεν έγιναν)
Ευριπίδης
Φθίνουν και τα φθινόπωρα
σαν σαπισμένα φύλλα.
Χιονίζει αθωότητα
στους χθεσινούς τους δρόμους.
Χιονίζει μνήμες παιδικές,
ενώ λυσσάει ένας βοριάς
απ’ τα βουνά των χρόνων
κι εμείς αμίλητοι κι ωχροί,
χωμένοι μέσα σε παλτά,
ακολουθούμε σκεφτικοί
τα εξόδια μιας μέρας.
Δημοσιευμένο στο Facebook
Ηλίας Κεφάλας | Σύντομο βιογραφικό
Πρωτοεμφανίστηκε στὰ γράμματα τὸ 1980 μὲ τὴν ἔκδοση τῆς πρώτης του ποιητικῆς συλλογῆς μὲ τίτλο “Τὰ Μαστίγια”. Ἀπὸ τότε ἐξέδωσε συνολικὰ 35 βιβλία μὲ ποίηση, δοκίμιο, πεζο-γραφία, λογοτεχνία για παιδιά και ἀνθολογίες.
Διακόνησε ἐπίσης τὴν εἰκαστικὴ καὶ λογοτεχνικὴ κριτική, συνεργαζόμενος μὲ τὰ περιοδικὰ Τομές, Νέες Τομές, Διαβάζω, Ὁδὸς Πανός, Εὐθύνη, Νέα Εὐθύνη, Ἐντευκτήριο, Φρέαρ κλπ, καὶ σποραδικὰ στὶς ἐφημερίδες Αὐγὴ καὶ Καθημερινή. Φωτογραφίζει μὲ πάθος μοναχικὰ δέντρα καὶ παλιὰ ἐρειπωμένα σπίτια. Οἱ περισσότερες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες σιγοψιθύρισαν κάποια ποιήματά του.
ΦΥΓΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ
Ἡ δυσκολία στὸν χωρισμὸ εἶναι νὰ πεῖς δυὸ λόγια
Ὅμως ἐμεῖς δὲν τὰ ’παμε – καθὼς συνήθως γίνεται –
Καὶ ἔτσι τελειώσαμε
Τώρα πῶς νὰ γυρίσω πίσω
Καὶ νὰ σοῦ τὰ ἐξιστορήσω ἀπ’ τὴν ἀρχὴ
Πῶς νὰ μπορέσω νὰ σοῦ ἐξηγήσω
Ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ μὲ ὁδήγησαν
Καὶ θὰ μὲ ὁδηγήσουν σὲ ἄλλες πιὸ βαθιὲς ἀπελπισίες
Τώρα ὅλα αὐτὰ γίναν φευγαλέα ὁράματα
Καὶ ἐγὼ φυλακισμένος σ’ ἕνα τρένο
Φεύγω σὰν μαῦρο βέλος μέσα στὴ βροχὴ
Δὲν ὑπάρχει πιὰ δυνατότητα ἐπιστροφῆς
Καὶ τὸ τρένο μουγκρίζει στὶς ἀνηφόρες
«Μεταλλαγὴ στὸ Ἀπροσδόκητο», 1982
Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Τὰ σπίτια γέρασαν
Καὶ μὲς στὴ νύχτα
Τὴν ἐπικὴ ζωή τους διηγοῦνται
Τὸ χιόνι μαυρίζει στὸ νεκροταφεῖο
Καὶ οἱ πεθαμένοι στὰ κεράκια τους
Νὰ ζεσταθοῦν
ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Ἡ νύχτα ὴταν γεμάτη μυστικὰ περάσματα
Δέντρα φωσφόριζαν στὸν κάμπο
Νερὰ βογκοῦσαν στὰ βουνὰ
Οἱ ἀνάσες τῆς πικρῆς δροσιᾶς
Φυγάδευαν τὰ πράγματα σὲ ἄλλες διαθλάσεις
Μὲς στὴν ἀπελπισία ποὺ ἔφερνε
Ὁ ἄνεμος τῶν μακρινῶν κραυγῶν
Ὁ κόσμος ράγιζε
Ἡ στάθμη ἀνέβαινε ὅλο καὶ πιὸ ψηλὰ
Τότε ἦταν ποὺ τὸ χλωμὸ φεγγάρι
Ψιθύρισε στ’ ἀρχέγονα φυτὰ
«Εἶναι κανεὶς ἐδῶ; Εἶναι κανεὶς ἐδῶ;»
Μονάχος σήκωσα τὸ βάρος τῆς ἀπάντησης
Σκληρὸς μέσα στὰ φάσματα τῶν ἄστρων
«Δὲν εἶναι πιὰ κανεὶς ἐδῶ
Δὲν εἶναι πιὰ ‒ Κανεὶς ‒ Ἐδῶ»
«Τὰ φύλλα τοῦ νεροῦ», 1986
Η ΛΕΞΗ «ΓΙΑΤΙ» ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΤΕΓΗ
Γιατὶ βρυχᾶται ὁ ἄνεμος
Γιατὶ ραγίζει τὸ βουνὸ
Γιατὶ τὸ δέντρο ξεμαλλιάζεται
μ’ ἕναν νεκρὸ πιασμένο στὴ διχάλα του
Γιατὶ ἡ πεδιάδα συμμαζεύεται
σὲ μιὰ στενὴ αὐλακιὰ καὶ φεύγει
Γιατὶ φοβᾶται τὸ χωριὸ
Γιατὶ πεθαίνει ἡ πόλη
Γιατὶ τὸ σπίτι τρίζει καὶ πενθεῖ
μ’ ἕνα τρελὸ φεγγάρι στὸ κατώφλι του
Γιατὶ σπαράζει ὁ ποταμὸς
Γιατὶ βογκᾶ ἡ λίμνη
Γιατὶ οἱ ποιμένες φύγανε στὸν οὐρανὸ
νομίζοντας τὰ σύννεφα κοπάδια
Γιατὶ ἡ ἡλικία τρέχει μέσα ἀπ’ τὸ παιδὶ
ὀργώνοντας τὸ τρυφερό του δέρμα
Γιατὶ ὁ χρόνος φέρνει μέσα ἀπ’ τὴν πιὸ βαθιὰ σπηλιὰ
τὰ δόντια τοῦ θανάτου
Γιατὶ ἐγὼ ποὺ μπῆκα νύχτα στὸ γιατὶ
μαρμάρωσα στοὺς πέντε δρόμους
ΟΠΩΣ
Ὅπως ὁ ποταμὸς ψάχνει γιὰ τοὺς ναυαγισμένους
Ὅπως ἡ ἄνοιξη πυροβολεῖ ἕνα ἔρημο λιβάδι
Ὅπως ὅ ἥλιος χτυπᾶ τὸ μέσα κρύσταλλο τῆς πέτρας
Ὅπως τὸ χιόνι γυρεύει τὸ χαμένο του αἷμα
Ὅπως τὸ μάτι τοῦ τρελοῦ φτεροκοπᾶ μὲς στὸν καθρέφτη
Ὅπως ὁ πεθαμένος ψάχνει τὰ βήματά του στὸν διάδρομο
Ὅπως κοιμήθηκε ὁ μικρὸς στρατιώτης στὸ νυχτωμένο τρένο
Καὶ ξέχασε ὅλους τοὺς σταθμοὺς
«Σκοτεινὸς Μαγνήτης», 1989
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΝ ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ
Ἦταν μεσημέρι, στὸ σπίτι κανένας, προσπάθησα νὰ κοι-μηθῶ, μὰ ἦταν ὁ ὕπνος τῶν κακῶν ὀνείρων. Σηκώθηκα κι ἀφουγκράστηκα: ἀπ’ τὰ κατάβαθα τοῦ σπιτιοῦ ἐρχόταν πνιχτὸς ὁ ἦχος, σὰν νὰ ροκάνιζαν τὴν πέ-τρα.Ἔφερα ἕναν γύρο στὰ δωμάτια, ὁ ἦχος κρουστὸς καὶ ἀνένταχτος ἀνέβαινε ἀπὸ κάτω. Δισταχτικὰ κατέβηκα τὴ σκάλα τοῦ ὑπογείου. Ἄνοιξα. Πίσω ἀπὸ τὸ πλατύσκαλο, σὲ δύο σαρακοφαγωμένα σκαμνιά, κάθονταν ὁ παπποὺς καὶ ἡ γιαγιά μου, νεκροὶ ἀπὸ χρόνια. Ἡ γιαγιὰ ξεσπύριζε φασόλια σ’ ἕνα παλιὸ ταψί. Ὁ παπποὺς μὲ τὸ μακρὺ χαμένο μας μαχαίρι ψιλόκοβε καπνὸ σ’ ἕνα σανίδι. Σὲ μιὰ στιγμὴ σήκωσε τὸν πριόβολο, γιὰ νὰ τροχίσει τὴ φαγωμένη λάμα. Τότε μὲ εἶδε, σκούντηξε τὴ γιαγιὰ καὶ οἱ δυὸ σηκώθηκαν καὶ χάθηκαν σὲ μιὰ ἄλλη πόρτα, ποὺ ἔβγαζε πιὸ χαμηλά, σ’ ἕνα ἄλλο, ἄγνωστο ὑπόγειο. Ξέρω ὅτι τοὺς εἶδα σίγουρα, ὅπως ἐπίσης ξέρω, πὼς ὄχι μόνο δεύτερο ὑπόγειο στὸ σπίτι δὲν ὑπῆρχε, μὰ οὔτε κἄν τὸ πρῶτο ποὺ κατέβηκα.
ΤΙ
Σ’ ἄγνωστη πόλη ἔπεσα μεσάνυχτα. Κι ὅπως περνοῦσα μόνος ἄνοιγε ἡ παλιὰ πλατεία σὰν χούφτα σκοτεινὴ μὲ χνούδια φῶς. Ἄδεια τελάρα φρούτων καὶ βαρέλια τοῦ κρασιοῦ ἀνάσαιναν μὲ ἀπελπισία. «Δὲν εἶναι αὐτῆς τῆς ὥρας» εἶπα κι αἴφνης ἕνας ἀγέρας ποὺ ξυπνοῦσε τὴ βροχή, σηκώθηκε ἀπ’ τὰ πίσω χρόνια. Μὲς στὰ ὑπόγεια οἱ ἀνέμες τῶν βυρσοδεψείων γύριζαν. Ἀφὴ ἀπὸ σκόνη σὲ χαλκὸ καὶ πέρα τὸ ποτάμι χώνευε τὴν σκόνη τῶν ὑφαντουργείων. «Ὄχι, δὲν εἶναι αὐτῆς τῆς ὥρας», εἶπα ξανά σχεδὸν φωνάζοντας καὶ πῆραν νὰ κατεβαίνουν τὰ ρολά. Ἔφευγα κι ἔπεφταν μαραμένα φύλλα καὶ κλεῖναν τὰ παντζούρια στὰ παράθυρα καὶ σφάλιζαν οἱ πόρτες καὶ ἀόρατα βήματα στοίχειωναν τοὺς ἄδειους δρόμους. Ἀερικὸ παράξενο ἀναλήφθηκα καὶ ἄλλο δὲν εἶπα τίποτα τὴν ὥρα ποὺ ἐγκατέλειπα τὴν τρομαγμένη πόλη.
«Λόγος γιὰ τὴν Ἀβεβαιότητα», 1997
ΓΡΑΦΗ
Στὸν Κλεῖτο Κύρου
Γράφω μ’ ἕνα στυλὸ νυστέρι
Ἀπὸ τὰ σωθικὰ τοῦ ἄσπρου χαρτιοῦ
Βγαίνουν οἱ μαῦρες λέξεις
Σὰν σύννεφο παλλόμενο
Πρόπλασμα τοῦ ποιήματος καὶ ξόρκι
Ἤ μήπως ὅμως εἶμαι ταχυδακτυλουργὸς
Καὶ μὲ τὰ δάχτυλά μου βγάζω αὐτὰ
Τὰ γράμματα – μυρμήγκια
Ποὺ ὅπως ἀνακατεύονται καὶ ἐπαίρονται
Γίνονται δέντρα καὶ πουλιὰ
Λιβάδια καὶ καράβια
Ἀλλὰ καὶ πάλι τί εἶμαι ἐγὼ ποὺ γράφω
Ἂν πράγματι εἶμαι ἐγὼ ποὺ ἐνεργῶ
Καὶ ποῦ εἶναι οἱ λέξεις ποὺ δὲν γράφονται
Ποῦ κρύβονται ποῦ σπαρταροῦν
Ποῦ εἶναι τὸ κλάμα ὅταν δὲν ἔρχεται
Καὶ πῶς ὑγραίνει τὸ χαρτὶ
Ὅταν οἱ λέξεις κλαῖνε
Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ ποὺ λέω αὐτὰ
Καὶ ἄν ὄχι ποιὸς τὰ λέει σὲ μένα;
Αὐτὴ τὴ λέξη ἐγὼ τὴν ἔγραψα
Ἢ μήπως μιὰ ἀπορημένη λέξη εἶμαι κι ἐγὼ
Ποὺ μυστικὰ τὴν ἔγραψε ἕνας ἄλλος;
«Τὰ μνῆστρα τῆς Ἀβύσσου», 2003
ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Στὸν Μάρκ Ντελούζ
Ὦ βουνὸ – ἀνοιχτὸ βιβλίο
Μὲ τὴ βαθιά σου ρεματιὰ-σελιδοδείχτη
Καὶ τὰ καλλιγραφήματα τῶν δέντρων
Ἄφωνες λέξεις στὴν ὕψιστη σαφήνειά τους
Μεῖνε ἀνοιχτὸ ὦ βουνὸ-βιβλίο
Ἂς μὴ σὲ ξεφυλλίσει ὁ καιρὸς
Καὶ ἡ κακόγουστη μοῖρα
Στὰ πόδια σου προσπίπτω ὁ ἀναλφάβητος
Μέχρι νὰ ἀντιληφθῶ πλήρως τὶς ἔννοιες
Τῆς γεγραμμένης σου παρειᾶς
ΑΝΑΤΟΛΗ
Χάραμα πορφυρὸ
Ἡ ἀνατολὴ μὲ ντύνει μὲ τὴν ἁλουργίδα της
Σπίθες τοῦ ἄλικου στὰ μάτια μου
Στεναγμοὶ καὶ μνῆμες στὴν καρδιά μου
Γιατὶ βιάζομαι;
Ποῦ θὰ μὲ πάει αὐτὴ ἡ μέρα;
Τέλειωσα τὴν ἐπιστολή μου
Κλείνω τὸν φάκελο
Ἐξέρχομαι
«Τὰ Λιλιπούτεια», 2015
Γεωργία Κολοβελώνη | Σύντομο βιογραφικό
Η Γεωργία Κολοβελώνη γεννήθηκε στα Τρίκαλα, όπου και ζει. Σπούδασε Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Κατέχει δύο Μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, καθώς και σε συλλογικούς τόμους. Ποίησή της συμπεριλήφθηκε πρόσφατα στην ανθολογία «Ποιήματα της κρίσης, 2008-2018» (εκδόσεις Ιωλκός). Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Γαλλικά και Ιταλικά και έχουν δημοσιευθεί σε αντίστοιχες ανθολογίες ποίησης. Ένα μικροδιήγημά της μεταφράστηκε στα Ισπανικά και δημοσιεύθηκε στην ανθολογία σύγχρονου ελληνικού μικροδιηγήματος «Ρroyecto GreQuerías. Antología del minicuento griego contemporáneo» (EDA Libros, Málaga, Espaňa, 2020). Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ιστορίες με λυπημένη αρχή» (Νέος Αστρολάβος /Ευθύνη 2012) και «Μελάνι στον ουρανίσκο» (Μελάνι 2015).
Εγγενής αντίθεση
Το σύμπαν μου όλο
Δυο φωνήεντα
Εύπλαστα και υγρά
Κι ένα σύμφωνο
Σκληρό
Σαρκοβόρο
Εσύ
Ιστορίες με λυπημένη αρχή, Νέος Αστρολάβος/ Ευθύνη, 2012
Ενύπνιο
στη νύχτα θα μπούμε
με πόδια γυμνά
θα φυτρώνουν αγκάθια
στους βολβούς των ματιών μας
το μυαλό μας θα λιώνει
σε τοίχους με χρώματα
ένας σκύλος θα γαβγίζει σε τέλειο ανάπαιστο
θα είμαστε ήδη νεκροί
τυλιγμένοι σε φύλλα
από δέντρα
στη νύχτα θα μπούμε
από περάσματα άδεια
που οδηγούνε σε σώματα
Παύλου Μελά Λασσάνη Προξένου Κορομηλά
σε πολιτείες ανυπόταχτες θα απλώσουμε
την πραμάτεια μας
ένα άδειο κουφάρι από κάποτε δέρμα
γάμπες γόνατα κνήμες
φλέβες χεριών
σε τιμή ευκαιρίας
στη νύχτα θα μπούμε
μετέωροι
ξένοι
που πουλάνε στιγμές στο δρεπάνι του χρόνου
από τη νύχτα θα μας βγάλει
μια σφαίρα
καρφωμένη
στα σπλάχνα της μέρας
Μελάνι στον ουρανίσκο, Μελάνι, 2015
Άνυδρο τοπίο
κάτι μέρες όπως αυτή
που η σήψη απλώνεται στην πόλη
ο αέρας μυρίζει φορμόλη
οι γάτες μαδάνε
στα πλακάκια της κουζίνας
εσύ χαμογελάς από τη λήθη
κι ο θάνατος με βγάζει στο σφυρί
για μιαν αυταπάτη βεβιασμένης ζήσης
το μυαλό μου εκρήγνυται σε κόκκους χρώματος
από την παλέτα σου στο υπόγειο
την ξεχασμένη
κάτι μέρες τέτοιες
θέλω να κλείσω τον κόσμο όλο σε μια λέξη
να μουτζουρώσω βάναυσα το αδηφάγο λευκό
μα δεν έχω στάλα μελάνι
στον ουρανίσκο
Μελάνι στον ουρανίσκο, Μελάνι, 2015
Δεκέμβρης
ξαπλώνει στο κρεβάτι του
αγγίζει τα οστεώδη χέρια του
το κορμί του ζεστό
το στόμα του άγραφη σελίδα
δεν τον φιλά
ανασαίνει δυο στιγμές σιωπής και φεύγει
μέσα της χιονίζει λέξεις
Μελάνι στον ουρανίσκο, Μελάνι, 2015
Μεταμφίεση
κατοικεί σε κουστούμια ενηλίκων
σε προσωπικές αντωνυμίες πληθυντικού αριθμού
-δευτέρου πάντα προσώπου-
σε ζωές που ισορροπούνε σε κλωστή τεντωμένη
παραφυλάει θηράματα σε κάθε κίνηση
κρυμμένο σε φυλλώματα ρόλων
αόρατο στα μάτια των πολλών
τα βράδια βρυχάται στο σκοτάδι
ακονίζει τα νύχια του και περιμένει
να κομματιάσει μια σάρκα
-ας είναι και η δική του-
το ζώο που κρύβεται μέσα μας
Μελάνι στον ουρανίσκο, Μελάνι, 2015
Η Εύα και το φίδι
μου άρεσε το δέρμα της
μύριζε ήλιο και βατόμουρο
είχα βαρεθεί τη γεύση του μήλου
της το πρόσφερα
ήθελα να νιώσω την κοιλιά της
να σέρνεται στο χώμα
μαζί με τη δική μου
είπε το φίδι
κι η Εύα
ήταν σαν τότε
που κατοικούσα Αλλού
πριν αποκτήσω τα δυο μου πόδια
η φωνή του με προκάλεσε
μου άρεσαν πάντα τα υγρά συριστικά
τι ψέμα ότι ζητούσα την αθανασία
την είχα ήδη από αιώνες βαρεθεί
Μελάνι στον ουρανίσκο, Μελάνι, 2015
Πρωθύστερες διαδρομές
καθώς η πόλη κυλούσε
στις σιδηροτροχιές μιας άνοιξης
που νοσταλγεί κρυφά τον χειμώνα
φύσηξε ένας βαρδάρης επίμονος
σαν αρρώστια ενός αιώνα που σήπεται
κι άλλο δεν είχα παρά να μάθω
να σε νοσταλγώ
κι άρχισε να ξεβράζει η θάλασσα λέξεις
όπως ντεπώ ή Δημητρίου Γούναρη
αλλιώς εσύ
σε μια γεωγραφία ξεχασμένη
να ρωτάς αν θα συναντηθούμε
κάπου στην Αριστοτέλους
αν θα πετάξω ύστερα στο πάτωμα
τα ρούχα
ή μόνο τη μοναξιά μου
αν θα σε ντύσω ήχους
κι έκτοτε θα σε συναντώ
στη σελίδα ας πούμε εκατόν εξήντα έξι
κι η πόλη
με στόρια κατεβασμένα
σ’ ένα παράθυρο που βγάζει
γλώσσα αλεξικέραυνο
να κοιτάζει από τις γρίλιες τη ζωή
να προχωράει
ανάπηρη
Περιοδικό (δε)κατά, τχ 41 (Άνοιξη 2015- Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη)
Όταν
όταν τις νύχτες καλπάζει πλάι μου
η φλέβα του λαιμού σου
το χέρι μου εφευρίσκει από την αρχή
τη γεωγραφία του κόσμου
λάβα ηφαιστειακή τυλίγει
το υδρόγειο σώμα μου
ύστερα ονειρεύομαι πτώσεις
με αντίτιμο
κι άλλες χωρίς
και ακυρώνω αυτό το ποίημα
που επιμένει να κραυγάζει
για ζωή
Δημοσιεύθηκε στο Ποιητικό Ανθολόγιο της εφημερίδας ‘Η ΑΥΓΗ’ στις 17.01.2017 (Ανθολόγος: Γιώργος Χ. Θεοχάρης)
Επαρχία
είναι μια επαρχία
που αγαπάει το κίτρινο
φυτρώνουν ήλιοι στους δρόμους της
στρογγυλές κοιλιές τα κεφάλια τους
γεννάνε μάτια
μας ξυπνάνε τις νύχτες
δεν κοιταζόμαστε
οι κόγχες μας άδειες
ο φόβος κίτρινη γύρη
αιωρείται στο σκοτάδι
κανένας δεν τολμάει
να ανάψει το φως
Περιοδικό ‘Παρέμβαση’, τχ 184-185, Καλοκαίρι 2017
Νομοτέλεια
προσποιούμαστε
πως όλα κυλάνε κανονικά
πηγαίνουμε ερχόμαστε
σπίτι δουλειά σούπερ μάρκετ
κουβαλάμε σε πλαστικές σακούλες τη ζωή μας
λέμε τη θάλασσα ωκεανό
όταν αλλάζει συχνότητα το γέλιο μας
βγαίνουμε στον ήλιο
να μηρυκάσουμε την τόση ευτυχία
αυτό είναι πάντα εκεί
σαράκι που ζητά την τροφή του
τις νύχτες αλλάζουμε διαδρομή
να ξεγελάσουμε ή να ξεγελαστούμε
στο βάθος ξέρουμε
ο κύβος έχει ριφθεί
τα σκουλήκια τρώνε ήδη τα μάτια μας
Περιοδικό ‘Παρέμβαση’, τχ 184-185, Καλοκαίρι 2017
Λίλη Ντίνα | Σύντομο βιογραφικό
Η Λιλή Ντίνα, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στη Φαρμακευτική σχολή. Κατοικεί στην Αθήνα.
«ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ ΣΙΩΠΗΣ» είναι η έκτη ποιητική της συλλογή. Προηγούνται οι ποιητικές συλλογές «Εκδότης χρόνος», «Η ενηλικίωση των παραμυθιών», «Αποτσίγαρα λόγια», «Η γραφειοκρατία του δισταγμού» και «Θυρίδα μνήμης».
Το βιβλίο της «Η ενηλικίωση των παραμυθιών» είχε περιληφθεί στα 10 καλύτερα βιβλία ποίησης από το περιοδικό «Διαβάζω» εκείνης της χρονιάς. Συμμετείχε σε δύο ετήσια τεύχη του Εργαστηρίου Δημιουργικής Γραφής του Δήμου της Αθήνας, 2019 και 2020 με ποιήματα και πεζά. Συνεργάζεται με την Εταιρεία Μελέτης Πολιτισμικής Ετερότητας (ΕΜΠΕ), με την οποία οργανώνει και παρουσιάζει τις βραδιές ποίησης.
ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΕΓΩ
Έχει ευρυχωρία η εξομοίωση
Δεν θα σ’ ερωτευτεί όμως
κανένα παραμύθι
και τι θα την κάνεις τόση πραγματικότητα;
Από τη νέα ποιητική συλλογή «ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ ΣΙΩΠΗΣ»
ΣΧΕΔΟΝ
Σχεδόν νύχτα
Σχεδόν φθινόπωρο
Ένα φως
σχεδόν άστρο της Βηθλεέμ
κι ένα αλύχτισμα σκύλου
σχεδόν κλάμα
Ενδογενής προσήλωση εικόνας
καθ’ ομοίωση της διάθεσης,
Εγώ κι Αυτή
Εγώ έως Αυτή
Το συμβολικό όμοιο με το πραγματικό
Ευτυχώς το σώμα δεν τελειώνει στην επιδερμίδα
Αφήνομαι
Σχεδόν ωραία
Σχεδόν εγώ
Από τη νέα ποιητική συλλογή «ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ ΣΙΩΠΗΣ»
ΧΩΡΙΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΛΗΞΗΣ
«Η επιθυμία είναι η ουσία του ανθρώπου»
Μπαρούχ Σπινόζα
Δικούς μας πόρους εξαντλούν
για την εκπλήρωση τους
Και πριν προλάβεις να χαρείς
μόλις η μια ολοκληρωθεί
καινούρια τη διαδέχεται
αυτόκλητα
Αντίδωρο χαράς
μόλις που προλαβαίνεις
Ωσάν ταινίες μικρού μήκους
προβάλλονται στον νου μας ασταμάτητα
αναζητώντας επίμονα εκπλήρωση,
κάθε φορά,
-οι επιθυμίες!
Πάω για ένα τσιγάρο
Από τη νέα ποιητική συλλογή «ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ ΣΙΩΠΗΣ»
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ
Τρέκλιζε η Αλήθεια
Από πού ήρθε και ποιοι τη στενοχώρησαν;
Σκόνταψε στο χαλί της σχετικότητας;
Την άρπαξε το συμφέρον απ’ τα μαλλιά;
Πες μου, Αλήθεια,
πόση αλήθεια κρύβουν τα λόγια σου,
την υπεράσπιση στο ποίημα να συντάξω
«Γνωρίζοντας την ανικανότητα των λέξεων να αποκαλύπτουν
ο εκφέρων μπορεί να ισχυρίζεται
ότι αλλιώς το εννοούσε
και οι άλλοι να ισχυρίζονται
πως αλλιώς το εισέπραξαν.
Δεν βρίσκω πέρασμα»
Μας τρομάζεις Αλήθεια
Δεν μας αρέσεις
και προσποιούμαστε
Από τη νέα ποιητική συλλογή «ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ ΣΙΩΠΗΣ»
ΕΞΟΦΛΗΣΗ
Μαμά δε φταις
Ούτε κι εσύ μπαμπά
Έχω πλύνει με αλισίβα τα παράπονα
στο πλυσταριό με την τουλούμπα
Τι δοσιλογισμός κι αυτός του ασυνείδητου
να τα προδίδει όλα στα όνειρα!
Ευτυχώς που τα βλέπουμε μόνοι μας
Από την ποιητική μου συλλογή «ΘΥΡΙΔΑ ΜΝΗΜΗΣ»
ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΙΕΡΟΥ ΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ
Ο φόβος
Άλλοτε
ακίδα στο πέλμα
και αδυνατείς να προχωρήσεις
Χαλασμένος σηματοδότης
που ακινητοποιεί τη χαρά
Χύτρα ταχύτητος
που εξαερώνει την ελπίδα
Ένα «μη» βουλιμικό
που σωματοποιεί την παρουσία του
αυξάνοντας
τους χτύπους της καρδιάς
Κι άλλοτε
Αίσθημα ιερό και άβατο
Αν δεν φοβόμασταν
πόσο χειρότεροι θα ήμασταν…
Από τη συλλογή «Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ»
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΤΩΝ ΧΕΙΛΙΩΝ
Τα χείλη μας
Όταν λικνίζονται στο αεράκι
της άλλης παρουσίας,
Όταν φυτρώνουν πάνω τους χαμόγελα
από του έρωτα το λίπασμα
Όταν φιλούν την ημέρα στο στόμα σου
και τη νύχτα στο κορμί σου
Άνοιξη δείχνει το ημερολόγιό τους
Όταν δαγκώνει τα χείλη η σιωπή τους
για να μη μιλήσει
Όταν αδυνατίζουν οι λέξεις
και πλέει πάνω τους το νόημα
Χειμώνα κουβαλάνε
Τα χείλη
Δεν υπακούουν στους νόμους της φύσης
Οι δικές τους εποχές,
έχουν άλλη εναλλαγή και διάρκεια
Από τη συλλογή «Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ»
ΥΠΟ ΣΚΙΑΝ
Τα αισθήματα τρεκλίζουν
σαν τραυματισμένα ποιήματα
Όλα τελείωσαν ανορθόδοξα
σαν να προλόγισε ο επίλογος
Χωρίς υπόστεγο η θλίψη της
Βρέχεται από μνήμες
Κάταγμα υπέστη ο ύπνος
κατά τη μετακόμιση της αγωνίας
και αργεί να φτάσει τα βράδια
Αίσθημα καύσωνα
Σαράντα βαθμοί υπό σκιάν απουσίας του
Προσπαθεί να στρίψει το τιμόνι η λύπη
Από την ποιητική μου συλλογή «Η ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ»
ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ
Στα σύνορα της σκέψης μας
συχνά σκαρφαλώνει
ελαφροπατώντας
-το παρελθόν
Βάφει με χρώματα νοσταλγίας
τις δαντελένιες μέρες
των παιδικών μας χρόνων
πλεγμένες πόντο-πόντο
με το βελονάκι
από τη μητέρα μας
Μεγαλώσαμε
Ισοϋψείς με τη μοίρα μας,
παλεύουμε μόνοι μας
Όμως οι δαντέλες της
θέλουν κι αυτές
το κολλάρισμά τους πότε-πότε
για να μνημονεύουν
την αεί παρουσία της
Ο εκδότης χρόνος
ας τις στρώνει
σε βιβλία ποιημάτων
Από την ποιητική μου συλλογή «ΕΚΔΟΤΗΣ ΧΡΟΝΟΣ»
ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΕΣ
Και τα όνειρα προσγειώνονται,
όταν λιγοστεύουν τα καύσιμα χρόνια
Θηρίο η ζωή
Γι’ αυτό σου λέω
όταν χειμάζεται
να μπήγεις βαθιά τα νύχια σου στο ωραίο,
να πετιούνται πίδακες οι στιγμές
Από την ποιητική μου συλλογή «ΑΠΟΤΣΙΓΑΡΑ ΛΟΓΙΑ»
Βάσω Χριστοδούλου | Σύντομο βιογραφικό
Η Βάσω Χριστοδούλου γεννήθηκε στα Τρίκαλα το 1982. Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Η πρώτη της ποιητική συλλογή ‘’60 αποχρώσεις του μαύρου σε φόντο λευκό’’ δημοσιεύθηκε το 2012 απ’ τις εκδόσεις ”λογείον”. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε διαδικτυακά περιοδικά, εφημερίδες, ανθολογίες και ιστολόγια. Πέντε ποιήματά της από την πρώτη της συλλογή έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά για λογαριασμό του περιοδικού «La dimora del tempo sospeso». Τον Απρίλιο του 2019, δημοσιεύθηκε η δεύτερη ποιητική της συλλογή ”Sati” από τις εκδόσεις Κύμα. Αρθρογραφεί και παρουσιάζει νέους ποιητές στο ιστολόγιό της ”τα αδέσποτα”.
1.
Γονείς ήρωες
μας μεγάλωσαν με όλη την αγάπη
που δεν πήραν ποτέ.
Πήραν όμως δάνειο
να μας βάλουν μέσα
για το γαμημένο κεραμίδι στο κεφάλι
για τον ήχο που κάνει η ασφάλεια
όταν κλειδώνει η πόρτα από μέσα.
Γίναμε κόκκινο δάνειο
γίναμε μαύροι απ’τη δουλειά
κι ας βάφουμε πολύχρωμους
τοίχους, μαλλιά και νύχια.
Μας ξεσπιτώνουν οι τράπεζες
με όλα τα γράμματα κεφαλαία.
Ανέστιοι εμείς
ο ξένιος Δίας μια ζωή
εξεταστέα ύλη
-ψέμα παντού.
Μας ανοίγουν την πόρτα τους οι πρόσφυγες.
Συνεννοούμαστε με τα μάτια
και λέμε ευχαριστώ με αγκαλιές.
Η προσφυγιά ενώνει.
Είμαστε όλοι καταληψίες
και πρόσφυγες
λίγα τετράγωνα παρακάτω
απ’το κεραμίδι που έπεσε τελικά
στο κεφάλι μας.
Με λένε Βάσω
είμαι 37 χρόνια πρόσφυγας
απ’τη στιγμή που με ξεσπίτωσε η μάνα μου.
2.
Ας παραδεχτώ επιτέλους
ότι ο έρωτας δεν είναι παρά μια έλλειψη
ενός υπερτιμημένου Άλλου
και του βιαίως υποτιμημένου Εαυτού.
Η κατάληξη εμπεριέχει ακρωτηριασμό.
Ο λειψός, η λειψή, το λειψό.
Μαζί με λίγο σαλεμένο νου.
Το μόνο μαζί που θα σε ταλαιπωρεί στο εξής.
3.
Με μια απάθεια
ιλιγγιώδη απάθεια
κυνηγώ το λιοντάρι του δωματίου.
Τον βασιλιά των ζώων.
Ζώο κι εγώ
δεν του αναγνωρίζω ζωώδη ένστικτα.
Το πολύ να μου γδάρει τη θλίψη
που’ χω για πρόσωπο
και να με κατασπαράξει.
Ό,τι βρει δηλαδή από κάτι απομεινάρια
ανθρώπινης ιδιότητας.
Εκείνο φοβάται πιο πολύ
κρύβεται πίσω από μια ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.
Γιατί με φοβάται τόσο;
Νύχια δεν έχω
τα τρώει η αγωνία κρυφά
και τα δόντια μου
ίσα που αλέθουν την πραγματικότητα.
Γιατί με φοβάται τόσο;
Τα παιδιά της ηλικίας μου
έχουν παντρέψει τον φανταστικό φίλο τους.
Εμένα ο δικός μου πότε θα γίνει άνθρωπος;
4.
Μέρες τώρα παρηγοριέμαι
με κάτι που αχνοφυτρώνει
στη δυστοπία
πολυχρηστικών αντικειμένων.
Μήνες τώρα με διαολοφέρνει
μια ψευτοευτυχία
ερωτικών συντρόφων.
Διαλύομαι
σε αντίλαλο αποχαιρετισμού
σε αέναο περιδίνισμα αυτοκαταστροφικών πλασμάτων.
Πόσο διαρκεί η απιστία στην πράξη
και πόση ενέργεια σκορπάς
να με πείσεις τώρα που προσκυνάς
τα γόνατά μου.
Χρόνια τώρα επαληθεύω αφαιρέσεις
εγώ,
το ξεχασμένο κρατούμενο.
5.
Τυλιγμένη
στον πλακούντα της μάνας μου
σχεδόν αγέννητη
απέθαντη άρα.
Γράμματα ολοστρόγγυλα
καλλιγραφημένες κραυγές
σιωπές ορθογραφημένες
-πώς μπαίνουν οι νότες σε σειρά-
μουσική μες στο μυαλό μου
μες στον ύπνο μου.
Τα μαλλιά μου σίγμα τελικά
πλέκονται με τα φωνήεντα
στα μάγουλά μου.
Μια υποψία ορθοφωνίας
άνευ διδασκάλου
το σώμα μου.
Γυαλίζω όπως πέφτουν πάνω μου
τα φώτα της πόλης
-κούμπωσαν τα πόδια μου
στα στενά σου σοκάκια-
Η βροχή με γλείφει αψυχολόγητα
δε νιώθω το παραμικρό
ζώνες ερωτογεννείς
σε χειμερία νάρκη.
Στάλα δε μ’αγγίζεις
μα εγώ ως το κόκαλο βρεγμένη.
6.
Μητρότητες
ζωώδη ένστικτα
ορμές
αφορμές για πιώμα
για λιώμα
για χώμα στα δόντια.
Μητέρα δε θα γίνω
γεννήθηκα κόρη γονέων
-έχω δυο θαυμάσια παιδιά-
Πού να’ξερα
ότι ο κόσμος βάζει ταμπέλες
με την ίδια ευκολία
που βάζει το πουλί του.
Πού να’ξερα ότι ζητά
δηλώσεις μετανοίας
κι ακούσιες εξομολογήσεις.
Πού να’ξερα
ότι τίποτα αφιλοκερδώς
κι η ανιδιοτέλεια
είναι απλά μια δύσκολη λέξη
σε διαγώνισμα τριμήνου.
Βιολογικά ρολόγια
μου χτυπάνε την πλάτη
με περισσή κατανόηση
-γαμημένο τικ τακ-
Μου χτυπάνε την πόρτα
στο σπίτι που δε μένω.
Κουδούνι δεν έχω
μόνο ένα χεράκι μπρούντζινο
παραγγελία γιαγιάς ημίτρελης.
Τέσσερα χεράκια την πήραν
-δεν ήταν βαριά-
Δεν έτρωγε απ’τα φαγιά των λογικών
μην και τρελαινόταν.
Υπήρξε μητέρα του πατέρα μου
για λίγο
για όσο της επέβαλε η ανάγκη
του τρία
για όσο βύζαιναν τα αγόρια της.
Να μια σωστή μητρότητα.
Την σκέφτομαι όταν μωβ.
Δεν την γνώρισα.
Ίσως να είναι
η μόρα που μου τραβάει τα πόδια
κάθε βράδυ στις τρεις.
7.
Στα ύστερα του κόσμου
ασφυκτιά η νιότη μου γερασμένη.
Πρέπει να σκεφτώ καλά
τι μέλι πικρό γενέσθαι.
-πώς παίρνεις μια απόφαση
όταν δεν μπορείς ούτε το χάπι
του θυρεοειδή να πάρεις;
Ξεχνάς τα βασικά
ενώ θυμάσαι με τρομακτική λεπτομέρεια
τις χαρακιές του προσώπου
εκείνου με το δισύλλαβο όνομα.
Κάποτε ο χρόνος αρνείται
κι η ανάσα σιγοντάρει
ως άπειρος υποβολέας.
Κυνηγώ με απόχη μπαλωμένη
κάτι όνειρα που δεν έχω.
Με κυνηγά ένα δισυπόστατο μετανιώνω
και μια εφηβεία που αναλώθηκε
σε δήθεν επαναστάσεις του κώλου.
Αν ποτέ ανοίξω σπίτι
θα το κλείσω την πρώτη νύχτα
θα του βάλω φωτιά,
με μένα μέσα.
8.
Τα δεκάλεπτα της καθημερινότητας .
Ένα τσιγάρο
Κατούρημα στα όρθια
Κάτι περισσεύματα
απ’το τάπερ της μάνας μου
Μια αναμονή στο μετρό
Το υπόλοιπο στην τράπεζα
Λίγο να γείρω
να ξαποστάσει
το δισέλιδο σαρκίο μου.
Κι ό,τι μείνει, της τρέλας.
9.
Ζητάς απαντήσεις
ρωτάς λάθος.
Τι σου φταίω κι εγώ
που έγινα ειδήμων στα διλήμματα.
Έλα μια βόλτα
εκεί που κρέμονται σφαχτά
στα τσιγγέλια
και στάζει το τυχαίο.
Θα με βρεις σε βιτρίνα κρεοπωλείου
περίοδο Χριστουγέννων
που οι άνθρωποι θυμούνται
ότι είναι οικογένεια
που σε λίγο θα βρίζει ο ένας τον άλλο
λόγω ανεπάρκειας.
Θα με βρεις σοφό φαντάρο
σε πόλεμο που δεν άρχισε
με το όπλο υπό μάλης.
Σημάδεψε στο πρόσωπο
να μη μείνει ίχνος ομορφιάς
σε κόσμο δύσμορφων πλασμάτων.
Η διαθήκη μου.
10.
Φαντάσου, λέει ένα τραγούδι,
η αγάπη να είναι απλά μια λέξη
και τίποτ’ άλλο.
Τι εξαπάτηση, θεέ μου!
Και τώρα πώς θα χαθώ,
αν το σ’αγαπώ είναι αναγραμματισμός τυχαίος.
Πώς θα γειτονεύσω με την ιδέα του θανάτου
καθώς ανοίγεται εμπρός μου
η προοπτική να σ’αποκτήσω.
Πώς θα δικαιολογήσω τη ματαιότητα της ύπαρξής μου
αν δεν κατηγορώ την αγάπη
για τη θεοποίηση της φθαρτής σου υπόστασης.
Τι πλάνη, εκείνε μου!
Αν ποτέ σε ξαναδώ στο νου μου
φερμένο από κατάχρηση,
σ’απάγω θα σου πω
και τίποτ’ άλλο.