Οι ποιητές του Βόλου

Οι ποιητές του Βόλου

Οι ποιητές του Βόλου 150 150 Editor

Ανθολογία ποιητών που κατάγονται ή διαμένουν στο  ν. Μαγνησίας και συμμετέχουν στο 8ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης.

DRAGICA – ANTA DZIPALO- PATSEA | ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΑΛΗΣ | ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ | ΗΛΙΑΣ ΚΑΛΛΕΣ | ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ  | ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΟΥΣΤΑΛΙΑΣ | ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ | ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΥΧΛΗ | ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΝΤΕΡΤΣΑΣ | ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ | ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΒΕΛΕΚΑΚΗΣ | ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ

DRAGICA – ANTA DZIPALO- PATSEA | Βιογραφικά στοιχεία

Η καταγωγή της Dragica είναι από την Γιουγκοσλαβία μια χώρα που δεν υπάρχει πια. Το πατρικό της σπίτι είναι στην Σερβία. Ζει και εργάζεται στο Βόλο

 

 

 

 

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Μια φέτα ψωμί και λίγο τυράκι.
Μια φέτα ψωμί και δεν έχει άλλο τυράκι.
Έτσι τρώγεται ο Αύγουστος,
με μπόλικο νερό και χωρίς ποίηση.
Καρπούζια και παγωτίνια να ξεχαστεί η έλλειψη τυριού
και οποιαδήποτε όρεξη να αλλάξω τον κόσμο.
Μια ύπουλη πείνα ενώ το στομάχι αντέχει
μόνο ψίχουλα ψωμιού και μια τεράστια δίψα
που δεν σβήνει μέχρι να νυχτώσει και πιω λίγο αίμα.

Δεν έχει ομορφιά ή έχει περίσσια, το αίμα δεν παγώνει,
αλλά έχει μια παιδική χαρά
αδιάφορη για ωράρια και κουδούνια.
Η ζωή είναι ωμή, η φύση τίποτε άλλο παρά κομμάτια παζλ
που δεν θέλω να συναρμολογήσω,
ζεσταίνομαι και δεν μπορώ να κουνηθώ
και κάθε αναμονή είναι η μοναδική αλήθεια.

Ό,τι είναι θα περάσει
κι ό,τι είναι δεν θα ξαναγίνει.
Λες και μετράει, απωθώ σκέψη,
παραδίδομαι στη δίψα,
στην αναμονή, στη λησμονιά,
όπως κάθε σαρκοφάγο
που έχει το θράσος να αποφασίζει
τι θα γίνουν όλα τ’ αλλά σαρκοφάγα και μη.

Ανελέητος o κάθε Αύγουστος,
κάρβουνα αναμμένα,
πυρωμένες πατούσες
και μια ανυπόφορη δύση
που μόνο κοράκια ερμηνεύουν σωστά.

Η ζάλη, και τι έγινε αν είμαι έξυπνη,
και τι έγινε αν είμαι χαζή,
και τι έγινε αν είμαι ή δεν είμαι,
η φύση είναι συναρμολογημένη
μόνο όταν έχει όλα τα κομμάτια του παζλ,
αδιάφορη για κάποιους σαν κι εμάς
που δεν καταφέραμε να συναρμολογήσουμε τα πάθη μας,
κολλημένοι στην τσάντα μαμάς χρώμα θαλασσί,
με απίθανους θησαυρούς από τοστ,
μπισκοτάκια και κρουασάν όταν,
μελανιασμένοι πια και τρέμουλο από μεδούλι ως τα χείλι,
βγαίνουμε από τη θάλασσα
και σκάβουμε εκεί, γεμάτοι πείνα…

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΣΤΗΝ ΠΑΝΟΝΙΑ

Ανέβαινα σιγανά την μοναδική ανηφόρα του χωριού στην Πανόνια.
Ακριβώς εδώ, στην είσοδο νεκροταφείου,
στο καθολικό παρεκκλήσι
και οστεοφυλάκιο κάποιας άλλης αυτοκρατορίας,
φέρναμε τα έλκηθρα μας το χειμώνα.

Ξεκινούσαμε από τα σπίτια μας, χωρίς γονείς,
στο δρόμο μαζευόμασταν
και μέχρι να φτάσουμε
γινόμασταν τσούρμο χαρούμενων παιδιών.
Στους νεκρούς μας (αριστερά καθολικοί, δεξιά ορθόδοξοι)
πάντα άρεσε η φασαρία μας στο χιόνι.

Οι χειμώνες ήταν μεγάλοι και περνούσαμε αρκετό καιρό εκεί.
Με τις πρώτες μέρες τις άνοιξης, το Μάρτιο,
τα χιόνια λιώνανε, και για κάποιο λόγο,
οι πρώτοι γάλανθοι και βιόλες,
φύτρωναν ακριβώς εκεί:
στην είσοδο του νεκροταφείου.
Οι δασκάλες μας, στις πρώτες τάξεις Δημοτικού,
μας πήγαιναν να τα μαζέψουμε στην πρώτη ανοιξιάτικη εκδρομή.
Τα βάζαμε στο herbarium μας, ως πρώτο φυτό της συλλογής.

Χρόνια τώρα, η Μεγάλη Παρασκευή με έβρισκε εδώ.
Φέτος πήγα από το άλλο δρόμο:
πέρασα από έλκηθρα και γάλανθους
για να βρεθώ σ’ εκείνο το σημείο του νεκροταφείου
όπου σμίγουν διαφορετικοί σταυροί
και ονόματα στέκουν κάπως μαλωμένα
με επίθετα ώστε να μην μπορείς να προσδιορίσεις
σε ποιο Θεό πήγε η ψυχή τους.

Εκεί, στη μέση, οι νεκροί μας είναι μπερδεμένοι.
Στο όνομα τους πολλοί δρόμοι και πολλές διασταυρώσεις.
Φέτος, εκεί άναψα το κερί μου.
Με ένα χέρι προστάτευα τη φλόγα
να μην σβήσει και τότε,
ένα άλλο χέρι με βοήθησε.
Ήταν ο ξάδελφος που με πήρε από τους πελαργούς.
Μου χαμογελούσε και σήκωνε τους ώμους.
Με το άλλο χέρι έδειχνε ένα κορίτσι με μοβ κασκόλ και λιλά παλτό.
Κοιτούσε πίσω από το μνήμα ενός παιδιού,
λίγο παραπέρα, στο λιβάδι των ‘δικών μας’ νεκρών.
‘Μας αναγνωρίζεις;’ – ρώτησε ο ξάδελφος –
‘εγώ που με λησμόνησες και εκείνη που δεν σε θυμάται…
’ Έβγαλα το παστέλ σάλι μου για να θυμηθώ.

Η ΕΛΕΝΗ

Ήταν ένα απ’ τα κορίτσια
που στα μέρη μου λένε:
‘σαν απ’ το βουνό βγαλμένος βράχος…’
Ψηλού αναστήματος, πολύ ψηλού.
Το μάτι γαλανό κι αποφασισμένο,
κοντό μαλλί ατίθασο
προκλητικό σε μπούκλες καλών κοριτσιών,
κορμί γερό και καλά κουμπωμένο,
εκεί που περνούσε – έκανες άκρη.

Βρέθηκα δίπλα της για τρία χρόνια,
αλλά τους πρώτους δυο μήνες δεν τόλμησα να την κοιτάξω κατάματα.
Η φωνή της δυνατή, με βαριά προφορά του τόπου,
ακόμα και όταν δεν μιλούσε σε μένα
(αυτούς τους δυο μήνες μου μιλούσε μόνο να με διατάζει
και να με γελάει που δεν καταλαβαίνω)
μου προκαλούσε ένα μείγμα φόβου και θαυμασμού.

Ελένη.
Δεν θυμάμαι ακριβώς πως έγινε:
κάποια στιγμή κλάψαμε αγκαλιασμένες
κι από τότε άρχισα να την καταλαβαίνω .
Ήμασταν στα πρώτα σκαλοπάτια των είκοσι μας χρονών
κι όλα ήταν μπροστά μας.

Η Ελένη χτυπούσε τη γροθιά της στο τραπέζι,
σειόταν η γη και εγώ κρατιόμουνα από τον τοίχο
βλέποντας την πως γελάει κάθε φόβο
και τα βάζει με κάθε ‘καλή συμβουλή’.
Ω, ήξερε πολύ καλά ότι τα κάνει μαντάρα,
αλλά ακολουθούσε ένα εσωτερικό της χείμαρρο,
ελεύθερη σαν πουλί, δυνατή σαν καταιγίδα.
Εμένα με πήρε υπό την προστασία της
για κάποιο δικό της λόγο το οποίο το καταλάβαινα μόνο
με μια προφορά που μας ήταν κοινή.

Μετά από τρία χρόνια πήρα ένα άλλο δρόμο
χωρίς να πούμε αντίο.
Πάνω από δεκαπέντε χρόνια μετά,
βρεθήκαμε (τυχαία) στα ΚΤΕΛ της πόλης του Νότου.
Καθίσαμε μαζί στο ίδιο λεωφορείο
και για άλλη μια φορά μοιραστήκαμε δρομολόγιο
με επεισόδια από ζωές που μοιάζουν
και διαφέρουν σαν τα δάχτυλα ενός χεριού.

Το πρόσωπο της έχει ρυτίδες που δεν γνωρίζω,
αλλά η ματιά απαράλλαχτη.
Τα μαλλιά της λίγο πιο μακριά από κοντά,
ένας μικρός συμβιβασμός.
Το κορμί λίγο γερμένο, αλλά ακόμα εκεί –
έτοιμη να χτυπήσει τη γροθιά της στο τραπέζι.
Την βλέπω που με βλέπει με ίδια κοινή προφορά.
Ως ένα σημείο οι δρόμοι μας πήγαιναν παράλληλα
και μετά, όπως συναντηθήκαν,
έτσι και απομακρύνθηκαν.
Αυτό είναι, αναρωτιέμαι;
Κατεβαίνοντας στη στάση της,
απαράλλαχτη όσο και διαφορετική φαίνεται,
μου υπόσχεται ότι την επόμενη φορά
θα έρθει εκείνη να με βρει.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ

Τραβώντας τη μοίρα μου απ’ την ουρά,
κρέμασα το καπέλο στον τοίχο
και έριξα το βέλος.
Ο τοίχος γκρεμίστηκε ολόκληρος
από μια στάλα δηλητήριο
που έσταξε με κρότο.
Φάνηκε ένας κόσμος
που λέει πόσο μεγάλος είναι και δελεάζει παιδιά
που στο δάσος βλέπουν πυγολαμπίδες.
Να μην πάω πουθενά
και να φτάσω παντού
ή να πάω παντού
για να δω ότι παντού είναι εδώ και τώρα;
Και στο τέλος τελικά να καταλάβω
ότι δεν υπάρχει φυγή από το πουθενά;

Θέλω να τα γράψω όλα και,
τελικά, δεν γράφω τίποτα.
Για το ρήμα ‘πράττω’ θα χρειαστεί
να ιδρώσω λίγο περισσότερο.
Μπορείς να δεις με τα μάτια μου όπως βλέπω εγώ με τα δικά σου;
Γεννήθηκα και ακόμα να ξεμπερδέψω
αν, τελικά, το ζήτησα ή όχι…

Η ΠΕΙΝΑ

Έχω έρθει από την προϊστορία
και από τότε μέχρι και σήμερα, αυτό που βλέπω,
δεν είναι πάρα ένα όνειρο.
Μόνο στο σήμερα έχω ευκαιρία να κάνω αποκρυπτογράφηση
αυτού του ονείρου, αλλά φοβάμαι να το πω.
Συμβιβάζομαι και δεν μιλάω
γιατί δεν ξέρω αν σε αυτή τη διάρκεια
έχω φάει άλλον άνθρωπο
ή έχω κάνει κάποιο άλλο έγκλημα
και τη γλύτωσα φτηνά.

Η σιωπή μου, στην πραγματικότητα,
είναι ουρλιαχτό ενός χορτοφάγου
που χόρτασε αίμα και κατάλαβε
ότι η πείνα δεν σβήνει με μπουκιές κανίβαλου.
Όσα ποιήματα να διαβάσω,
όσες λέξεις να μάθω σε διάφορες γλώσσες,
δεν με σώνουν από πείνα.
Το όνειρο παραμένει πορφυρό,
όσες θάλασσες και να πλημμυρίζουν
με το μπλε το κενό της μην αποδοχής.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Περνούσα από την παλιά πόλη
όπως κάποτε που τίποτα δεν είχε σημασία
παρά τα νιάτα μου.
Στην κεντρική πλατεία,
στην καρέκλα σκηνοθέτη – ο νονός μου.
Εγώ μεγάλη και ο νονός νέος.
Όπως δεν τον ήξερα ποτέ:
με μακριά μαλλιά, μαύρα και πυκνά,
χωρίς γυαλιά, μάτι ερωτιάρικο.
Από βαθιά σκιά πέτρινων σπιτιών
με αντίλαλο πλακόστρωτου
λέει ότι δεν με ξέρει.
Χωρίς θλίψη αλλά με απορία,
προσπαθώ να του ζωγραφίσω τη λαμπάδα.
Αδέξια είμαι και δεν με πιστεύει,
αλλά μου δίνει μια άλλη κόλλα χαρτιού.
«Στην επόμενη σκηνή θα γράψεις τη χρονιά στο οποίο έγινε το θαύμα».
Την έγραψα, με πίστεψε.
Από τότε είμαι χτισμένη
στα πέτρινα σπίτια και πλακόστρωτα,
μια σκηνή βουβής ταινίας με κεριά αναμμένα.

ΑΝΝΑ 1

Η σκέψη δεν μου ανήκει,
δεν είμαι εγώ.
Είναι μόριο του σύμπαντος
το οποίο με ακουμπάει που και που.
Μπορεί να ακουμπάει και τη δική σου ύπαρξη,
μπορεί και να σε αποκλείει.
Περισσότερες φορές, απλά,
η σκέψη αυτή δεν σ’ έχει – αδιαφορεί.
Δικό μου συναίσθημα,
δική μου συνείδηση είναι ο συμβιβασμός της σκέψης αυτής.

Ένα μωρό έκλαψε,
το τσιγαρισμένο κρεμμύδι από ανοιχτά παράθυρα.
Νάτοι οι συμβιβασμοί, σκέφτηκε η Άννα,
σηκώνοντας νωχελικά σαν γάτα στον ήλιο.

Αυτό τώρα είναι η σκέψη μου
όπως και αυτό το πρόσωπο που δεν φόρεσε κανένας άλλος.
Ακούω, οσφραίνομαι και … – άνοιξε πόρτα του ψυγείου
ψάχνοντας κάτι που θα κάνει την κοιλιά της να σωπάσει – πεινάω!
Αυτό, μάλιστα!
Οι αισθήσεις είναι ο μεγαλύτερος περιορισμός της σκέψης.
Αιωρούμενη ανάμεσα στο είναι και την αντανάκλαση του,
δεν έμαθα να κάνω τίποτα αρκετά καλά.
Τι θα γίνει, Άννα ;
Μπορείς να κλέβεις από τον κόσμο των ιδεών,
αλλά την κοιλιά πως την ξεγελάς;
Θα ‘πρεπε να πάρεις κάτι και να κλείσεις το ψυγείο.
Το ότι πεινάς δεν είναι πλάνη.
Οπότε: θα συνεχίζεις να βλέπεις τον εαυτό σου
που δεν είναι το είναι
(που δεν σημαίνει ότι θα σταματήσεις να πεινάς),
ή θα τον ζήσεις μ’ αυτά που έχεις;
– «Άνναααα… σηκώθηκες;
Φτιάξε μου έναν καφέ που το κάνεις τόσο καλόν…
με τα χεράκια σου, Άνναααα…»

ΑΝΝΑ 2

Η Άννα πάντα λέει αυτό που της έρχεται στο μυαλό.
Δεν υπολογίζει ότι οι άνθρωποι
δεν λένε αυτά που σκέφτονται,
αλλά υπολογίζουν αυτά που σκέφτονται
οι άλλοι και λένε εκείνα που νομίζουν
ότι οι άλλοι θέλουν να ακούσουν.
Ή σιωπούν.

Η Άννα δεν παίρνει στα σοβαρά
ότι περισσότεροι άνθρωποι λένε εκείνα
που οι άλλοι θέλουν να ακούσουν
γιατί και οι ίδιοι δεν θέλουν να ακούσουν
εκείνα που δεν τους αρέσουν.
Αυτά που της έρχονται στο μυαλό και τα λέει,
κι η Άννα νομίζει ότι είναι ωραίο να τα δείχνει.
Επειδή με αυτό τον τρόπο δείχνει ότι δεν είναι καλύτερη
από αυτό που είναι.
Αυτά που της αρέσουν ποτέ δεν παίρνει στα σοβαρά
κι όταν της λένε ότι δεν είναι καλό δεν θυμώνει.
Αδιαφορεί ότι οι άλλοι αποσιωπούν
εκείνα που σκέφτονται ενώ λένε ακριβώς αντίθετα,
εκείνα που τους κάνει καλύτερους
με αυτά που λένε.
Μετά, κάνουν ακριβώς αντίθετο απ’ αυτά που είπαν.

Θυμώνουν όταν στην ερώτηση
αν της αρέσει το καθιστικό τους απαντάει
ότι δεν θα κάθεται εκείνη εκεί,
αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κακοί και άχρηστοι άνθρωποι.
Στην ουσία, δεν απασχολεί τον εαυτό της
με τη σκέψη του καθιστικού.
Η Άννα δεν ξέρει ότι μπορείς να κάνεις οτιδήποτε
αρκεί να μην το πεις.
Ας είναι και κακό.
Η Άννα, όταν την κατηγορούν, προβληματίζεται.
Όμως, συνεχίζει να μην κρύβει αυτά που σκέφτεται,
όσο και δεν αρέσει σ’ αυτούς που την ακούνε.
Τώρα ανακάλυψε ότι αυτό την κάνει δυσλειτουργική.
Παλιά, την είπαν ότι έχει μια αρρώστια:
νευρική ανορεξία, ενώ τρώει κανονικά.
Πέρασαν χρόνια και δεν πέθανε της πείνας ούτε πάχυνε.
Δεν παίρνει φάρμακα.
Την Άννα την λένε αυτιστική τώρα.
Επιτέλους.
Την συγχώρεσαν τη διαφορετικότητα της.

ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ

Περνώντας την πόρτα μπήκα στη Μεγάλη Τρίτη.
Τα χελιδόνια που παράσταιναν θάνατο,
πέρασαν κι αυτά πριν κλείσει το πέρασμα.
Εκείνα πέταξαν κι εγώ σκόνταψα
κι έπεσα στο Τμήμα Μητρώου.
«Για να περάσεις πρέπει να αριθμήσουμε την ελπίδα σου
και να την βάλουμε σε φάκελο.»
Ως συνήθως, μάτωσαν τα γόνατα μου,
τα έδεσα με πιστοποιητικό γεννήσεως
γιατί ακόμα να πάρω το άλλο χαρτί.
Τα άσπρα πουκάμισα πιασμένα με μανταλάκια,
σταυροκοπιόντουσαν και περιμένανε σίδερο.
«Η ζέστη σκοτώνει τα μικρόβια,
η γαμήλια πομπή είναι παρακάτω, κοίταξε μην φταρνιστείς!» –
μου πέταξαν ρύζι και μου δώσανε πρόσκληση.
Κατέβηκα στην στάση αστικού,
γαμήλια πομπή προσπαθούσε να μπει στο μικρό,
έκτακτο λεωφορείο που δεν τους χωρούσε.
Που πήγαν τα πουκάμισα τους;
Τότε, ένας λιανός ασπρομάλλης φταρνίστηκε,
οι υπόλοιποι πέσαν απάνω του, τον σημάδεψαν με χρώματα,
τον ψέκασαν με δεν ξέρω τι και όλοι μιλούσαν ταυτόχρονα.
О καθένας ήθελε διπλάσια από αυτά που είχε
με το να τα πάρει από τον άλλον.
Ο οδηγός λεωφορείου κοιτούσε πάνω από τη μάσκα του
χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια του.
Έκλεισε την πόρτα πίσω από τα χελιδόνια
που πρόλαβαν και πήραν θέσεις,
πάνω στα μαλλιά παιδιών
που δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. «
Παιδιά, πόσο λάδι θέλει
να κρατήσουμε το καντήλι αναμμένο;»
«Πόση βενζίνη θέλει να μας πας στο παιδότοπο;»
Γίνανε άφαντοι.
Δεν είχα που να πάω.
Πήδηξα μέσα στο πηγάδι
που με το βαθύ κενό του κατάπιε το δικό μου
και με έλουσε με παστέλ ύδατα.
Συγχώρα με, φιλί μου αδειανό.

Ο ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ

Πίσω από τους μπαξέδες των σπιτιών στο χωριό,
ένα κανάλι γεμάτο φρύνους.
Ακούγαμε το ορχηστρικό τους του κάμπου
και ξέραμε ότι έρχεται το καλοκαίρι.
Με τη ζέστη το κανάλι ξεραίνεται,
οι φρύνοι στην απόγνωση – παντού.
Τα πεζοδρόμια γίνονται πίστες για τα ποδήλατα μας.
Κάνουμε αγώνες μαζί με τους φρύνους:
εκείνα – πηδηχτά κολωνάκια,
εμείς με τα πετάλια και χέρια πάνω από τιμόνι.
«Αν το πατήσεις – θα πεθάνει η μάνα σου!»
η κατάρα ποιος ξέρει από πού και από πότε
ταξιδεύει μαζί με τις ρόδες και παιδικές φωνές.

Στα δεκατέσσερα, στο μάθημα βιολογίας,
μαζεύουμε τα ‘θύματα’ από πεζοδρόμια
να τα πετσοκόψουμε.
Ομάδες – ομάδες στο εργαστήριο βιολογίας, ακόμα αθώα τερατάκια:
κάθετη κοπή να φανούν τα έντερα τους,
να τα βάλουμε στη γυάλα
για να μάθουμε τα εσωτερικά των πλασμάτων.
«Φίλα το εσύ πρώτη!» ο συμμαθητής μου.
«Και αν είναι κορίτσι;»
«Το παραμύθι δεν πάει έτσι…»
Φιλάω εκείνον – το παραμύθι πάει έτσι.
Πάω σπίτι και αναρωτιέμαι
αν η μάνα μου βλέπει πάνω μου το πρώτο φιλί.

Η επιστήμη δεν σκοτώνει την αγάπη για τα παραμύθια,
ούτε το αντίστροφο.
Έτσι ήμαστε – ανώμαλοι και ονειροπαρμένοι,
κακοτράχαλοι και ρομαντικοί.
Το μαθαίνεις από μικρός και μετά λίγο πιο εύκολα ισορροπείς.
Το τέρας είναι στο καθρέφτη σου,
το μαθαίνεις κι αυτό ξέροντας ότι έχεις έντερα μέσα.
Μεγαλώνοντας, όταν γουργουρίζει η κοιλιά σου,
ξέρεις τι συμβαίνει και λες πάλι καλά
που δεν είναι κανένας να σε πετσοκόψει
να δει τι έχεις εντός σου.
Βλέπεις το φρύνο στην αυλή,
του στέλνεις ένα φιλάκι στα πεταχτά
και του χαμογελάς:
δεν σε πετσοκόβω,
αλλά, πρίγκιπα μου, δεν σε πιστεύω.




ΝΙΚΟΣ ΒΑΡΑΛΗΣ

 

 

 

 

 

 

BUNKAI ΣΤΟ BASSAI DAI

του Κώστα Ψαράκη..

Το κοράκι κάθισε στην αρμό της πολυθρόνας
τότε οι ανατολικοί άνεμοι πέρασαν το χείλος του Μεσολογγιού
κι από μακριά ο άνθρωπος με μάτια του χαλκού μου χαμογέλασε.
κι έτσι βρεθήκαμε και πάλι σε αυτή τη στάνη με τα επίθετα.
Λοξοδρομήσαμε κάνοντας νόημα στο φεγγάρι
να πέσει μες στον ύπνο μας,
για να είναι βαρύς ως Όλυμπος.

Κι ήρθανε κοιμισμένοι οι φόβοι από το σίδερο
εδώ σε αυτό το σκληρό οδόστρωμα,
σε αυτό το βραχώδες κατάστρωμα
μια «καλημέρα» ισιώνοντας πριν από την τελευταία μάχη.
Και στάθηκες στον άνεμο σαν θρόισμα από πεύκο
ένας βράχος από μνήμη κι αλάτι.

Ο αέρας πέρασε από την σχισμή της σκέψης
και γνώρισες ότι μόνο η αστραπή ξέρει τη γλώσσα
γλίστρησες στο πόδι του γκρεμού, μια ρίζα.
Μέχρις εδώ ο άνεμος μύριζε ακόμα πεύκο
γύρισες τότε πλάτη κι άφησες την ρίζα αυτή του αίματος
αριστερά μια θάλασσα ίσιου σχεδίου
«τα είχατε αποφασίσει , λοιπόν πριν από μένα»

Η λέξη έκοψε στα δυο τη μνήμη με ένα τίναγμα
δεν άφησες εσώκλειστο τον θάνατο απόψε.
Η θάλασσα πάλεψε μέσα σου δυο βουνά
το ένα είναι η θέληση και το άλλο η μνήμη
μια μακριά λουρίδα αίματος και συ αντέχεις.

Το παράθυρο έκλεισε τρείς φορές εκείνο το βράδυ
τον πατέρα σου τον βρήκαν πεθαμένο στην αυλή
με τον αρχαίο δαυλό στο στόμα
έκρωζαν τα νεκροπούλια, μέχρι όρθρο.
Το άνθισμα του αλόγου σε κράτησε ορθό
μέχρι που είδες την κραυγή μέσα από το μαύρο
άντεχες ακόμη.

Δεν θα λογαριάσω τα δυο χτυπήματα στον ουρανό
το σύρσιμο στο βάλτο μέσα της σιωπής
τις πευκοβελόνες που έφερε ο αέρας πάνω στα μάτια σου.

Ήσουν νεκρός πια,
σαν όλους τους νεκρούς που δεν θυμούνται.
κι η πόλη σου ερείπια ωραία,
ένα δάσος σπασμένα φιλιά στη θάλασσα.
Δεν γνωρισθήκαμε ποτέ, δεν θα σε μάθω
σε μια βελόνα πεύκου όμως βλέπω τη ζωή σου
και το φως του φεγγαριού μου μηνάει
πως τα αρχαία τραγούδια ξεκίνησαν
κι όπου να ναι στο φως του φεγγαριού
θα συναχθούνε.

Ο κύριος Γιάννης

(στον Γιάννη Τσίγκρα)

Όλη νύχτα ξεφόρτωνε δάκρυα μητέρας
κυλούσαν από της Πορταριάς τις καστανιές
με πονεμένα πόδια από τον κάτω κόσμο του πολέμου,
τα «οϊ» της ζωής προάγγελος του τάφου.

Ο Γιάννης είχε μια πόλη μέσα του ασπρόμαυρη
μ’ εικόνες από βαφτίσια κι αγρυπνίες
με ποδήλατα – νταλίκες ανιχνευτές του κόσμου.
Στις λέξεις του λιβάνι κι ευχαριστία μυστική
των λειτουργών του νέου σύμπαντος
όπου μικροί ερωτιδείς σεμνύνονται γαλάζιου.
Το ότι ανέβαινα κρυφά στο ποδήλατο του Κρεμαστά
δεν το γνωρίζει γιατί δεν άνοιγα το ραδιόφωνο στην κάλτσα
βουβός μαζί του, στον ιδρώτα μέχρι Τρίκαλα.

Κι ούτε γνωρίζει πως στην οδό Χατζηαργύρη
ο πατέρας έχει δυο μεγάλα σακιά με λέξεις
που άλλες γινόταν λάχανα και άλλες δέντρα
και άλλες τίποτα γιατί το τίποτα
μέρος του όλου είναι.

Βεβαίως στα όνειρά μου περιτρέχω
το μικρό ναύδριο κοντά στα Αμπελάκια
χάνομαι μέσα στις οξιές
και βλέπω το Γιάννη να συνάζει ς στο κομποσκοίνι του ευχές
κάστανα ενός φωτεινού φθινόπωρου.
Βέβαια ο Γιάννης δεν τα ήξερε αυτά
για αυτό ακολούθησε τα δάκρυα της μητέρας του
και τη Μαρία το πέλαγος αυτό των αφανών.

Το γεγονός ότι δεν μένει στην Νεάπολη
καθόλου δεν με παραξενεύει
πάντα ήταν αλλού κι όσοι τον χαιρετούσαν
την εικόνα του μόνο χαιρετούσαν
λίγοι μονάχα έβλεπαν στα μάτια του μια λεύκα,
ένα μικρό Χριστό, ένα ξωκκλήσι.
Όσοι νομίζετε ότι πέθανε
κάνετε όπως πάντα λάθος
ο κύριος Γιάννης ταξιδεύει πια
στην αληθινή του πόλη
των άνω Βόλο των μικρών παιδιών
και των φυστικοστραγαλάδων.
Θα τον θυμάστε σημείο αμφιλεγόμενο, ένα παιδί
που ρίχνει τσέρκι στον ανήφορο.
Κι αηντε μας λέει, βραδιάζει πια
ορθρίζει ο Αλντεμπαράν
φυγέτε..

ΑΡΑΤΩ

Στον Κώστα Γανωτή

Μαζεύτηκαν στα μνήματα
μνήμες και πυρετοί και παιδική ηλικία
και πόλεμος και γλέντια
γερμένα εκεί στα κίτρινα του χέρια.
Κι ήταν το χώμα υγρό, γεμάτο πέτρες
κι επάνω στις πλάκες ο κόσμος έτριζε
ράγιζε τον ήσυχο ψίθυρο από τα στάρια
στην νύχτα εκείνη των υγρών ματιών.

Ο γιος κατέβηκε στο κτήμα του πατέρα.
ούρλιαξε μέσα στις ελιές, μετάλαβε
χώμα σκοτεινό
τον πήραν σηκωτό απ’ τα χαλάσματα.
Οι φίλοι και τα αδέλφια αδάκρυτοι
στάξανε μες στα μάτια του λιγάκι τσίπουρο
μπας και φιλιώσει μέσα του ο χρόνος.

Κι ήταν λέει εκεί
οι ηθελημένα εξόριστοι από πατρίδα
οι έχοντες μια χορδή,
οι απότιστοι των θρησκειών
και του εσμού της λέπρας.
Όλοι τρέμανε απαλά
μέσα σε ένα πνιχτό ζεϊμπέκικο
που ξέρει από χαλάσματα
και την λειψή την πίστη ακυρώνει.

Και τότε, λέει, ακούστηκε απ’ το χώμα
«υπάρχει πάντα ο σταυρός
αυτός που καταργεί
την έρημο του στήθους
μια λέξη αρκεί, μόνο, απλή
ένα «αράτω»

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΠΙΟ ΦΛΩΡΕΝΤΊΑΣ

Στο Βασίλη Ιορδανίδη

Επιλήσμων ως σύννεφο
με την παλιά μου βέσπα
θέλω να μπω στην ανηφόρα
της αέναης άνοιξης.

Στα βλέφαρα είναι αφημένο ένα «μη με λησμόνει»
που φτάνει ως στην άκρη της σιωπής
στην αόρατη ακολουθία.

Η μνήμη πάντα βρέχεται από νύχτα
τρέχοντας στα στενά από Πόντε Βέκιο
μέχρι σταθμό του τραίνου
ένα ποδήλατο που φεύγει ακόμα
μέσα στα όνειρα.

Έξω από τα Ουφίτσι υπάρχει μια σκιά από σίδερο
που στάζει δάκρυ στον ώμο του Δαβίδ.
Η πολιτεία του προφητάνακτα
είναι μια Φλωρεντία
και κουβαλάει στα χέρια της ομίχλη
απ΄ τη ζωή που πέρασε
ως αστραπή στον Άρνο.

ZΕΪΜΠΕΚΙΚΟ

Βασίλη Λαλιώτη

Γράφω σταλάζοντας χώμα στην παλάμη
γιατί η μικρή βερικοκιά γλύτωσε του χειμώνα
και γιατί η ευθύβολη βολή είναι καμπύλη πάντα.

Αχ είναι ωραία η στάχτη
έχει πάνω της δροσιά ημερήσιου πόνου.
Το ξέρω γιατί ξενυχτώ ακόμη στην προβλήτα
περιμένω μήπως έρθει αφάγωτο μέλλον
και χαιρετώ φίλους και γνωστούς που με συντρόφευσαν
και τώρα σαν νότες
τους παίρνει η μουσική και τ΄ όνειρο..

Η άλλοτε πάλι προτιμώ μια παλιά κιθάρα
που οι χορδές της έσπασαν από καιρό
αλλά έχει φυλαγμένα φλαμένκο από παλιά

Ανήκω σε όλα αυτά που δεν μου ανήκουν
έτσι μπορώ και ξεφεύγω όταν το πρωινό μου βγάλει δόντια.

Μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφάλισα μια ελευθερία στα όνειρα
να ανεβαίνω στις μεγάλες κορφές, να βλέπω αυλές
με γιούλια νεαρά και στοιχισμένους πυράκανθους
γιατί τα αγκάθια πάντα απαλύνουν την πληγή της ομορφιάς.

Κοίτα φίλε μου, καλέ μου φίλε
η θάλασσα είναι νύχτα βροχερή
κι ανθίζει από το κύμα της σταυρός
-κάτι σαν ζεϊμπέκικο μιας τρικυμίας μέσα μας –
κι εγώ ακολουθώ τυφλός χτυπώντας πάτωμα
ώστε να στάζουν λάδι στις πληγές
οι ελιές του πάνω κόσμου.

Η ΒΕΣΠΑ

Στη μνήμη του Giorgio Bettinelli

Μικραίνουν οι βδομάδες σαν παγωμένες παρενθέσεις
κρεμασμένες ανάμεσα σε παλιά σακάκια στις ντουλάπες .
Μέσα τους κυκλοφορεί η σιωπή μαζί με μπουκάλια μαύρου κρασιού
χρήσιμα για τα ταξίδια στα χέρια των νεκρών που κουβαλάμε.

Στο δρόμο οι κυρίες κηδεύουν μια κουβέρτα από ανθεστήρια
ξέφυγε κι αυτή από έναν λιμασμένο έρωτα
που άφησε πίσω της δύο σταγόνες αίμα,
κι ένα θλιμμένο πρόσωπο, λίγο αλάτι
σε φρυγανιά παιδί μου, καμένο λεωφορείο.

Μόνο με αυτά μπορώ να διακονήσω την άρρωστη σκόνη, όσο μπορώ.
Να στρώσω αέρα και από πάνω λιγάκι μυρωδιά από μηχανόλαδο.
Έχει ανάγκη ταξίδια ο άνθρωπος, φίλε μου.

Εδώ ο Παύλος δεν μπορούσε να σταθεί ούτε σε πέτρα.
Πως τώρα να παραιτηθώ
σε μια αμφίβολη έρημο και σου πω: χαίρε;
Αφήνω λοιπόν την σκουριασμένη ώρα και τις ανίκανες παρομοιώσεις.
Μέσα στο χολ ήδη στέκεται πληθωρικός ο θάνατος.
Χαμογελάει και τρώει το γλυκό του κουταλιού
που στην αμηχανία μου τον κέρασα.
Και κάθομαι δίπλα του και τον κοιτάζω,
του πιάνω το χέρι και θέλω να του πω : ευχαριστώ.
Καταλαβαίνει.

Στα παγωμένα μάτια του ήδη ίπταται ένα δάκρυ,
που ταξιδεύει μεσίστιο, στα όνειρά μου.
Άλλωστε τα όνειρα πάντα ταξιδεύουν με μια βέσπα.
Ν.Β,




ΦΟΙΒΗ ΓΙΑΝΝΙΣΗ | Βιογραφικά στοιχεία

Φωτ.: Brian Sneeden

Η Φοίβη Γιαννίση εργάζεται ως καθηγήτρια στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στον Βόλο, όπου και κατοικεί.
Η ποίηση της Γιαννίση έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το βιβλίο της Ομηρικά (Κέδρος: 2009) έχει εκδοθεί στα γερμανικά (μετάφραση: Dirk Uwe Hansen, Reinecke & Voß: 2016), ενώ η αγγλική του έκδοση (μετάφραση : Brian Sneeden, World Poetry Books) επιλέχθηκε από την Ανν Κάρσον ως ένα από τα καλύτερα βιβλία του 2017.
Το προτελευταίο της βιβλίο, η Ραψωδία, έλαβε το Penn Grant το 2017 για μετάφραση στα αγγλικά. Η ποιητική δραστηριότητα της περιέχει ακόμα εκθέσεις με εγκαταστάσεις και οπτικοακουστικά ποιήματα, καθώς και πάνω από 30 περφόρμανς ανάγνωσης.
H Φοίβη Γιαννίση ήταν διευθύντρια του λογοτεχνικού περιοδικού Μαύρο Μουσείο και σήμερα είναι μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού ποίησης [φρμκ].
Ιστότοπος: phoebegiannisi.net
Βιβλία ποίησης: Αχινοί (Μαύρο Μουσείο: 1995), Ραμαζάνι (Μαύρο Μουσείο: 1997), Θηλιές (Νεφέλη: 2005), Ομηρικά (Κέδρος: 2009), Τέττιξ (Γαβριηλίδης: 2012), Ραψωδία (Gutenberg: 2016), Χίμαιρα (Καστανιώτης: 2019).

 


Ραψωδία (Gutenberg: 2016)
Aπό την Ενότητα: “Τ_ΩΡΑ”
γ. ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Τειρεσίας
Ι
σπίτια στη θάλασσα
του σεπτέμβρη ο αέρας ελαφρύς
του πριονιού ο ήχος μακρινός
κήπος σκιές
κυρία στα μαύρα τον δρόμο σκουπίζει
ροδιές πλατάνι κυπαρίσσι
αγγελικούλα
κύριος με σκύλο
κάτω απ’ τις ελιές
καναπεδάκια κούνιες φερ φορζέ
δεκαετίες ’60 ’70
εξοχικών αυλές
πλούτος μέσα στο λίγο
χαλίκια πεινιρλί και πεύκα
η νοσταλγία με σκοτεινά φτερά
πάνω στο πέλαγο πετά

ΙΙ
ξαπλωμένη στο χώμα
ένα φίδι
μου γλύφει το πρόσωπο
κάτω απ’ τα τόσα βλέφαρα
βλέφαρα σιωπής
πλανιέμαι από της πλάσης
το ανεπαίσθητο τριζοβόλημα
των σύννεφων την καταδίωξη
των δέντρων την φυλλοροή
της ευτυχίας τη μαρμαρυγή
του κύματος το σπιθοβόλημα

ΙΙΙ
το ρόδο με τα χίλια βλέφαρα
το ρόδι
με τους χίλιους σπόρους

IV
τζιτζίκι φαγωμένο από μυρμήγκια

V
ο άνεμος και μία μύγα
σφίγγουν στην αγκαλιά τους
αγκάθια κισσό το χώμα του πένθους

VI
κλαδιά εσείς ελεύθερα
ζωή μέσα στο τώρα
και στο ποτέ

VII
ο κόσμος δεν είναι στα νύχια μίας πλοκής
τ’ αστέρια δεν σταματάνε να πλανώνται αόρατα
δόρατα της λησμονιάς
του υπάρχειν χωρίς να υπάρχεις

IX
κουπιά
του καραβιού φτερά

Πλατανίδια
κατά μήκος του δρόμου αν διαβείς
πεσμένα φύλλα θα δεις
το κύμα να γλείφει
γυναίκες δυο-δυό σε παγκάκια
στης αυλής το τραπέζι να αγναντεύουν τη θάλασσα
λόγια γεμάτες από το στόμα πηγή
τ’ αυτιά της φιλενάδας να βρέχουν
άντρες θα δεις σε σειρά να ψαρεύουν
να κόβουν βόλτες σε παλιά μηχανάκια πρα-πρα
την θάλασσα με καλάμια να ψάχνουν
-εκείνη όμως λίγα τους δίνει-
στη σχόλη οι άντρες
πως εργάζονται καμώνονται
ενώ μονάχα όπως όλοι
το αναπάντεχο περιμένουν
μία ψαρόβαρκα κόκκινη
δίνει στο κύμα το χρώμα
κατά μήκος της ακτής
περπατώ
ανάμεσα σε μυρωδιά
χώματος λάσπης πικρή
λάσπης αγρού λάσπης βυθού
μυρωδιά νυχτολούλουδου
βρεγμένης αυλής
σκύλος γαβγίζει
γκαρσόνι με δίσκο
τον δρόμο περνάει
ένα τριζόνι
γυναίκα μόνη
δεν έχω μυστικά από σένα

για αυτό θα εφεύρω
ένα βράχο γεμάτο σκιρτήματα*
μία θάλασσα ακίνητη σα λίμνη
έναν ουρανό
έναν ουρανό

*Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1945-1985, “Εκεί-τότε, Τώρα”.

το αυτοκίνητο
πετάξαμε το παλιό αυτοκίνητο
μας κουβαλούσε στα σωθικά του
ω είναι ζώο
ένα σοφό γαιδούρι
μας δέχτηκε μας ταξίδεψε σώους
άκουσε τους καβγάδες είδε τα φιλιά
τα παιδιά μας να μεγαλώνουν
όταν το σκραπ ξεφορτώνεται
στο λιμάνι
και των κινέζων τα παλιά αυτοκίνητα
μας φράζουν το στόμα
εισπνέουμε κόκκους
απ ́ τη δική μας σκουριά

Ο βαρκάρης

Ι
τον είδες τον βαρκάρη
μόνο
να σχίζει σιωπηλά
την θάλασσα
το ανοικτό εμπρός
πίσω αφήνοντας καθώς το σχίζει
αυτό που πάντα ανοικτό παραμένει
άραγε τι κοιτάζει καθώς ειρηνικά προχωρά
μέσα στο έξω
ακούει
τον ουρανό
να γυαλίζει
στο ανείπωτο φως του νερού
άραγε τι κοιτάζει
ο θνητός
ασκείται στον θάνατο
τον άνεμο
τον απόλυτο ορίζοντα
μόνο τα φύλλα της ελιάς μπορούν να καταλάβουν αυτό που μέσα του βρίσκεται
-άσκηση στο φώς!

ΙΙ
ασκήσου στο φως
πρόσωπο άνθρωπε θνητέ
σ’ εκείνο που πλέει
ψάρεψε τη σκιά σου στα μακρινά βουνά
τόσο μικρή ή τόσο μεγάλη
ακίνητος καθώς προχωράς
νομίζεις πως την αφάνισες
ενώ στην στεριά
απ’ όπου είσαι ορατός
ηχούν οι ρόδες
αμείλικτα να πατούν
κι ωστόσο ελαφρά να κυλούν
στο χώμα την πέτρα
ριζωμένη βαθιά στο απόλυτο σκότος
βαρκάρη στο όστρακο κλεισμένε
είμαστε όλοι δικοί σου
“καλλίτερα να με φαν τα ψάρια παρά τα σκουλήκια”




ΗΛΙΑΣ ΚΑΛΛΕΣ

 

 

 

 

 

 

 

Ημέρα Ποίησης

Η Ποίηση είναι η αύρα του ουρανού,
της θάλασσας ο κυματισμός,
η θαλπωρή της ηλιαχτίδας.
Είναι ο χτύπος της καρδιάς,
η μουσική αρμονία,
το πηλάλημα της σκέψης,
ο στοχασμός της ζωής.
Είναι το ακούραστο Άτι,
που σε κρατά στη ράχη του
σε μια περιήγηση, μέρα και νύχτα,
που σε πάει σε ποτίστρες μυστικές,
που εκείνο μόνο ξέρει.
Είναι το γάργαρο νερό,
που βάζεις στο παγούρι σου
και το δίνεις να πιουν και άλλοι.
Είναι η νηφαλιότητα σαν η μέθη κοπάσει.
Είναι η τρικυμία που, σαν περνά,
σε κερνάει με το ποτήρι της γαλήνης.
Είναι υφάδι και στημόνι
στο κρουστό πανί της ζωής.
Είναι δύναμη εσωτερική,
που ζητά ελευθερία.
Είναι το αίμα της καρδιάς,
που, με παλμική και ρυθμική ροή,
διαρρέει αρτηρίες και φλέβες,
για να ποτίσει όλα τα κύτταρα.
Είναι απέραντο λιβάδι
με λογής-λογής λουλούδια.
Είναι κλειδαριά της ψυχής και της σκέψης,
που ζητάει εναγώνια το ξεκλείδωμα.
Είναι το κλάμα του μωρού
στο στεγνό βυζί της μάνας.
Είναι η σπίθα που γίνεται φωτιά
και θαλπωρή σκορπάει.
Είναι τα κλειστά βλέφαρα
στην αγκαλιά του έρωτα,
το πέταγμα του περιστεριού
στης οικουμένης τα πέρατα
κρατώντας κλαδί ειρήνης.
Είναι ο καημός και η προσευχή της μάνας
για το ξενιτεμένο παιδί της.
Είναι σκαρί μισόπλευρα γερμένο
στο μάτι του κυκλώνα.
Είναι ‘’οι ανθρωπιστικές βόμβες’’
και το προγκισμένο ανθρώπινο κοπάδι.
Είναι το ασίγαστο ποτάμι,
που συνεχώς εκβάλλει στη θάλασσα.
Είναι η συμπαντική αρμονία,
η περισκοπική ματιά του Θεού,
που σου φωτίζει το δρόμο,
που σκορπάει το σκοτάδι
και όλα γίνονται φωτερά.
Είναι το χθες, το σήμερα και το αύριο.
Βόλος, 20 Μαρτίου 2014 Η.Κ.

Βόλος,21-3-2020. Η. Κ.
(από την ποιητική συλλογή «Αφουγκράσματα»
Εκδόσεις «Το Δόντι», Πάτρα.

Αυτοκριτική

Πήρα μολύβι κι έγραψα
τις πράξεις της ζωής μου.
Άλλες καλές τις έβρισκα
κι άλλες τις μισούσα.
Μα σαν τις χώρισα στα δυο
πιο δύσκολο μού ήταν
αν θα μπορούσα για να βρω
πώς έκανα τη μοιρασιά,
ξεχωριστό τι είχαν.
Νέα σειρά τούς έδινα,
τους άλλαζα τη θέση
κι έγινε Γόρδιος δεσμός,
Αλέξανδρο ζητούσε…
Μα ’κει στο βάθος της ψυχής
σαν κάτι φωναχτά
-τι άλλο θα μπορούσε;-
να έλεγε σε μένα:
«πάνε αυτές, περάσανε
και δεν τις φέρνεις πίσω.
Μα κάπου-κάπου να κοιτάς
μήπως ψυχές εσύ πατάς
και δάκρυα σκορπίζεις». Η.Κ.

Άγιος Λαυρέντιος,26-7-2012

Η αλάνα

Με τα γέλια και τις παιδικές ανάσες
ζούσε η αλάνα του χωριού.
Δε χορταίνανε τα παιδιά
με κόκκινες ζωγραφιές να τη γεμίζουν.
Τα ξεσκισμένα γόνατα και οι τρυπημένες παλάμες
κόκκινες, πλουμιστές ζωγραφιές τής χάριζαν
σε κάθε απροσδιόριστο αγκάλιασμά της,
θυσία στο βωμό της αλάνας
με προέκταση αδελφοποιητική.
Βιαστικό γλείψιμο στην αιμορροούσα απαλάμη,
τρίψιμο χαϊδευτικό στα απροσδιόριστα
χάσκοντα γόνατα και προς στιγμή
έπαιρνε τέλος η καθημερινή σπονδή.
Τσιλίκι, κρυφτό, αμάδα, κουτσό, καραούλι,
σκλαβάκια, όλα από εκεί ξεκινούσαν
και το τέρμα εκεί ήταν.
Περνούσαν οι τρανύτεροι και γέλια
στην τόση ανεμελιά μας σκάγανε,
κονταίνοντας το βήμα τους
με μια σκέψη πλανεύτρα
σε λιβάδια παρελθούσας εποχής.
Χτυπούσε παλαμάκια και κρατούσε το ρυθμό
σ‘αυτή τη συναυλία η αλάνα του χωριού.
Μα και τα βράδια όλα αυτά
στην αγκαλιά της τα κοίμιζε
και με λαγοπατήματα τρύπωνε στις παιδικές ψυχές
και ζούσε με τα όνειρά τους, της άλλης μέρας στολίδια.
Τα σκανδάλιζε, τα αναστάτωνε,
φώλιαζε στην αγκαλιά τους,
αγόρια και κορίτσια κρατώντας από το χέρι
και φούντωνε η φαντασία ερωτικά.
Τώρα ξεθώριασαν όλα αυτά, ξεχάστηκαν,
μαζί και η αλάνα του ρημαγμένου χωριού.
Κουράστηκε κι ο γκιώνης τις νύχτες να κλαίει την ερημιά
και οι κουκουβάγιες τρόμαξαν και πέταξαν μακριά.
Την αλάνα και τα παιδιά, φασκιωμένα μωρά
τα νανουρίζω στη σαρμανίτσα της ψυχής μου
με πλουμιστή κουβέρτα σκεπασμένα
μη μού κρυώσουν σε αλλαγή του καιρού
κι αναπάντεχα τα χάσω.
Η αλάνα με τα παιδιά της με δροσίζουν
με την αύρα τους και κρυφά χαμογελάω,
κάθε φορά που τα χαϊδεύω με το νου
και τα ανασύρω από το παροντικό παρελθόν.
Και πάλι προσεκτικά τα αφήνω στη γωνιά τους,
σαν το πολυκαιρισμένο σκαρί
στο βυθό της θάλασσας ναυαγισμένο,
που τρίζει σε κάθε προσπάθεια ανέλκυσης,
έτοιμο να θρυμματιστεί και οι θύμησες το ξεχάσουν.
Μια κουκίδα το ρημαγμένο χωριό
σε παλιό παραπεταμένο χάρτη,
μια κουκίδα τα παιδικά όνειρα…
Κι όμως μού γιομίζουν την ψυχή.
Συνταξιδεύουμε!..
Το ταξίδι σαν σας αρέσει,
πάρτε αθόρυβα θέση στην ψυχή μου.

Βόλος,18-04-2015 Η.Κ

Ζευγάς

(Αντίσταση στους δήθεν εταίρους)

Ζευγάς στον κάμπο κόλλησε,
το άτι γονατίζει
και από πάνω ο αγάς
βαριά καμουτσικίζει.

Τα μάτια σήκωσε ψηλά,
τα δόντια του τα τρίζει,
με μιας αδράχνει τον αγά
στο χώμα τον πλευρίζει.

Ολόρθη έχει την ψυχή
και σα θεριό μουγκρίζει,
χίλια κομμάτια τον αγά,
στα πέρατα σκορπίζει.

Φιλί στο άτι έδωσε,
του μίλησε εκείνο.
«Ψυχή και τον ιδρώτα μου
για σε μονάχα δίνω.

Βάλε υνί στ ‘ αλέτρι σου
και ζέψε με να πάμε,
τη γη μας να οργώσουμε,
γλυκό ψωμί να φάμε».

Βόλος, 10-5-2015.Η,Κ.

Βόλος, 17 -1 -2019

‘’Στέφανον εξ ακανθών’’

Κρεμάμενον πάνω στον Σταυρό
Εσένα βλέπω ,Θεέ μου.
Με το μυαλό μου περπατώ
σε χρόνους περασμένους.
Περνώ εκεί που πέρασες,
ακούω τη φωνή σου,
κουράγιο παίρνει η ψυχή,
σταματημό δεν έχει.
Και πλήθος μπροστά μου μαζωχτό
αλλόφρονα που κράζει:
‘’’Σταύρωσον, Σταύρωσον Αυτόν’’.
και ’’στέφανον εξ ακανθών’’
στην κεφαλή Σου βάζει.
Κρουνός το αίμα χύθηκε,
κόκκινη λέξη η αγάπη.
Μες στην καρδιά την έβαλα
κι άπλωσα τη σκέψη
να βρω εγώ το μέγεθος
και ‘κείνη να μετρήσω.
Στο χρόνο μέσα χάθηκα,
δεν έφτανε ο νους μου.
Δεν είναι ο τόπος αρκετός
και σύγκριση να κάνω.
Πόση αγάπη Εσύ κρατάς
κι η ανοχή σου πόση!…

Βόλος 8- 4 2015.Ηλίας Καλλές




ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ 

Ο Δημήτρης Καρακίτσος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Έχει εκδώσει τα βιβλία: “Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου” (ποίηση, Το Ροδακιό, 2012), “Βένουσμπεργκ” (διηγήματα, Αντίποδες, 2015), “Παλαιστές” (διηγήματα, Ποταμός, 2016), “Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε” (διηγήματα, Ποταμός, 2017), “Ζαχαρίας Σκριπ” (Ποταμός 2019), “Ιστορίες της Μάντσας (εκδόσεις Θράκα 2020)

 

 

 

 

ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Δ.Ι. ΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Το τραμ προχωρεί.
Κρατημένο από αγγέλους
Σωριάζεται και
Αρχίζει τα όνειρα
Απογευμα Τετάρτης.

Το τραμ προχωρεί.
Ο δρόμος αναγγέλει
Μια πορεία
Απέραστη. Ενώ
Τρεις επιβάτες κλαίνε.

Τους ακούγαμε
Να λένε για τη ζωή
Ότι κι αυτούς
Έριξε χάμω εκείνος
Που πήγαν και ψήφισαν.

*****

Η ΓΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΚΙΝΟΥ

Ο κελευστής υπέφερε από ρευματισμούς και
Τα πόδια του ήσαν πληγιασμένα.

Γιασεμί, γιασεμί ήθελε να μυρίσει
Και τριαντάφυλλο – ως τελευταίο απ’την πατρίδα

Στον τρελό και μαύρο πυρετό, στον παροξυσμό.
Άλλα μας έταξε ο σμαραγδένιος Βούδας

Όπου στη στεριά όλα πραγματοποιούνται.
Ορίστε, φίλε μου, το τριαντάφυλλο

Από’να τραγούδι των μηχανών του πλοίου.
Αν και τόσο φτηνό να σου θυμίζει τη ζωή.

*****

Η ΓΑΤΑ ΤΗΣ ΣΟΥΜΑΤΡΑΣ

Σουμάτρα πρωί.
Ένας χωρικός πετά
Την καρδιά του στο
Ποτάμι. Μια γάτα
Τρέχει να τη βρει.

*****

Η ΓΑΤΑ ΤΗΣ ΒΟΜΒΑΗΣ

Πες μου λίγα πραγματα
Για τα δέντρα και τις βανίλιες
Και τους χρυσούς σας τους θεούς
Και τα παιδιά στα μπανανόφυλλα
Και το καρνάγιο.

– Όχι, το βλέμμα σου αυτή
Τη στιγμή βρίσκεται σε
Μιάν ανάμνηση και σε μια
Χώρα της ανάμνησης
Και σε μια οικογένεια με
Οκτώ παιδιά κι ένα
Ποδήλατο.

*****

ΧΑΪ-ΚΟΥ

Με βοήθησες.
Ήρθες μ’ ένα καράβι
Παλιό. Ασημένιο.

ΜΑΔΡΙΓΑΛΙΑ ΓΙΑ ΚΥΚΛΟΘΥΜΙΚΟ ΒΑΡΔΟ

Α’
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗΣ, ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΝΥΡΕΜΒΕΡΓΗΣ

Πίσω από πάγκο καταστήματος ξύλινων παιχνιδιών
Με ματογυάλια, παπιγιόν και πλεχτή ζακέτα

Ο ποιητής Κωνσταντίνος Κρυστάλλης που ξανάρθε στη ζωή μετρά
Εισπράξεις. Ακούει Μπαχ, Τέλεμαν και Βολφ.

Η αγαπητικιά του κολλά τη μουσούδα της στο τζάμι.
Χνότα. Καρδιές. Με το δάχτυλό της ιστορεί ένα σ’ αγαπώ..

Το βράδυ θα του δώσει το κορμί της κι ύστερα
Θα κοιμηθούν μαζί βλέποντας ταινία ρομαντική.

Δίχως πρόβατα, και δίχως βουνά, δίχως βέλασμα αμνών, δίχως
Ευανθούλες, στάνες και δροσιά. Αλήθεια, πείτε μου,

Είναι ευτυχισμένος;

Β’

Η ΛΟΤΤΕ ΨΑΡΕΥΕΙ ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΠΕΝΙΤΣ

Η σκουριά που πέφτει είν’ από
Την καρδιά μιας κομψής πόρνης κάτω
Από τη μαγεμένη γέφυρα – άπλωσέ τη στο
Πηγάδι, χαμηλά. Στις χρυσαλίδες.

Ψαρεύει το καλκάνι του Γιουβενάλη
Ψαρεύει το καλκάνι του Γιουβενάλη.. ώ!

Η καλόκαρδη Λόττε μου

Που έγινε κορίτσι στα σαρανταδυό.

Γ’

Ο HANS SACHS ΣΤΗ ΡΟΤΟΝΤΑ, ΑΝΤΙΚΡΙΣΤΑ

Ο Χανς Ζαξ στη ροτόντα αντικριστά, το ξυπνητήρι
Χτυπά. Εκείνος, μασουλώντας μια
Ουρά γερμανικού χρυσόψαρου
Θυμάται τους άθλους του Περσέα και τους
Αντιγράφει. Τα μαλλιά του
Πασπαλισμένα ασημόσκονη αρπάζουν φωτιά.

Θαμώνες σαν τσακισμένη βελανιδιά
Που κοιμάται στο χιόνι. Με πράσινα μάτια.

Μα εσύ; Εσύ; Θλιμμένε συγγραφέα,
τι σκέφτεσαι;

ΠΑΤΡΙΚΙΟΙ ΚΑΙ ΠΛΗΒΕΙΟΙ

ΚΑΠΗΛΙΣ

Σὲ ταβερνεῖο ἔξω ἀπὸ τὴ Ρώμη, μιὰ ὄμορφη ἑταίρα καλεῖ τοὺς στρατοκόπους νὰ ξαποστάσουνε καὶ νὰ χαροῦνε τὴ ζωή.

Νὰ τραγουδᾶς κι ἂς εἶναι γιὰ τὸ γαίδαρο πού σου κλέψανε δύο ἀλῆτες
Ἢ γιὰ τὴ ρεματιὰ ποὺ σοῦ ’πνιξε τὴν ὡραία σκλάβα ξένε
Κι ἂν σὲ λένε Τίτυρο, Μέμνωνα ἢ Σαλέρνιο.
Ἡ ζωὴ κάνει ὅτι ξεχνάει τὴ δυστυχία γιὰ νὰ πέσει στὴν εὐτυχία.
Πιές, ζῆτα χορούς. Οἱ ὡραῖες μου γάμπες φωνάζουν: ζῆσε!

Μὲ λένε Σκύβαλι καὶ εἶμαι χορεύτρια
Μὲ ἕνα φλουρὶ θὰ σοὺ δείξω τὸ πράμα μου
Κι ὅταν θὰ ρεύεσαι ἀπὸ βαρυστομαχιὰ
Πατικώνοντας στὴν κοιλάρα σου κρέας μὲ σάλτσα καὶ κανέλλα.
Θὰ σὲ ἀφήσω νὰ μὲ πετάξεις στὸ κρεβάτι
Ξέρω ὅτι τὸ θές… Ὅμως λεφτὰ ἔχεις;

Χρόνια σὲ τοῦτο τὸ ἐπάγγελμα τῆς ἐρωμένης ἔχω μάθει
Νὰ περιγελῶ τὴ μιζέρια.
Χαίρομαι καθὼς ξεπουπουλιάζω ὀρτύκια καὶ τὰ τρώω μὲ λαιμαργία
Ἔχω δούλα νὰ μὲ πλένει μὲ ἄνθη κιτρολεμονιᾶς
Μιὰ Νουμίδα παρθένα, ἐρωτευμένη μὲ τὸν Ποστούμιο.

Ἂχ νὰ θέλατε τὴν ὀμορφιά μας μόνο!
Ἀλλὰ τί λέω, κοκκίνισες, πᾶψε νὰ κοιτᾶς πρόστυχα!

Ἡ Σκύβαλις δὲν ξέρει τί θὰ πεῖ ντροπὴ
Ἂν ἤσουν ἔξυπνος θὰ σοῦ ’δειχνα τὴ ζωὴ
Καὶ σὲ μιὰ κούπα κρασὶ θὰ σοὺ ’δειχνα τὸ θάνατο
Ποῦ γελάει καὶ λέει: ζῆσε, ἔρχομαι.

Προσπερνᾶς ζῶον, ἄξιος εἶσαι γιὰ τὰ ὄρνια
Ποτὲ νὰ μὴν τρυγήσεις τὸ δροσερό μου αἰδοῖο.
Γύρνα στὴ χαμοκέλα σου – σὲ γυρεύουν κατσαρίδες
Ἔννοια σου καὶ ἡ Σκύβαλις ἄλλον θὰ πιάσει ἐραστή…

Γιατὶ τὸ ξημέρωμα θὰ μὲ βρεῖ μὲ τὸν ὡραῖο Κορνήλιο
Ποὺ πεφταστέρια χαϊδεύουν τὰ μαλλιά του
Τὸ στῆθος του εἶναι ἀπὸ ζεστὸ μάρμαρο.
Καί, ἄχ! ἀπόψε, θὰ μὲ πληρώσει μὲ σπαθιές…

ΕΛΕΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΜΑΙΚΗΝΑ

Στιγμὲς πρὶν ἀπὸ τὸν ἐπιθανάτιο ρόγχο ὁ Μαικήνας ἀκούει τὸ ποίημα ἑνὸς νέου ποιητῆ.

Μπόρεσα νὰ γίνω φίλος σου Μαικήνα καὶ τώρα καὶ τοὺς δύο περιμένει
Ἡ αἰωνιότης. Ἀλλὰ ἀπὸ δρόμους χωριστούς. Μὴν κακοκαρδίζεις τῶν βλεφάρων σου
Τὸ μούδιασμα. Απλώνει ὁ χρόνος στὴν κεφαλή σου τὸ χρυσάφι τῆς ζωῆς.
Σὲ σαγηνεύει γιὰ νὰ ἀφεθεῖς στῶν ἡμερῶν σου τὸ ἔργο σὰν ἀθῶο παιδί.
Ἄλλοι χτυποῦν μὲ τὰ φτερὰ τῆς ψυχῆς τους σὲ ἀσύντριφτα τείχη
Κι ἄλλοι πέφτουν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ἐπειδὴ ἔλιωσε τὸ κερὶ
Ὅμως ἐσὺ εἶ¬χες τὸ ἱερατεῖο τοῦ χρή¬μα¬τος καὶ τὴ δόξα γιὰ γεν¬νή¬το¬ρες.
Αὐτοὶ σὲ τά¬ξα¬νε στὴν ὑ¬πη¬ρε¬σί¬α τῆς Ποί¬η¬σης, ἂν καὶ ὑ¬πῆρ¬ξες ἀ¬χα¬μνός.
Νὰ σὲ ὑπηρετοῦν ποιη¬τὲς δὲ ση¬μαί¬νει ὅ¬τι σὲ ὑ¬πηρέ¬τη¬σε ἡ Ποί¬η¬ση.
Ἐ¬σὺ εἶ¬χες ἄλ¬λες φρον¬τί¬δες, τὸ κα¬λέ¬μι γλι¬στροῦσε ἀπ’ τὰ χέρια σου Μαι¬κή¬να.
Τὸ πη¬γά¬δι τό ’βρι¬σκες πάν¬τα ξε¬ρό. Ἀ¬γά¬πη¬σες ἐ¬κείνους ποὺ πά¬ψα¬νε
Νὰ σ’ τὸ θυ¬μί¬ζουν. Ὅ,¬τι μᾶς εὐ¬χα¬ρι¬στεῖ μό¬νον
Εἶ¬ναι ἄ¬ξι¬ο; Ὄ¬χι. Ἕ¬να ὄ¬μορ¬φο ποί¬η¬μα δὲ φο¬βᾶται τὴ σι¬ω¬πή.
Τὸ κα¬κὸ ὅ¬μως εἶ¬ναι ὅ¬τι τὸ βό¬δι πα¬ρα¬μέ¬νει βό¬δι. Ποιός Ἀ¬χιλ¬λέ¬ας
Θὰ γο¬η¬τευ¬ό¬τα¬νε ἀ¬πὸ τὶς ὁ¬μη¬ρι¬κὲς βρι¬σιές. Μό¬νο ἕ¬νας Ἀ¬χιλ¬λέ¬ας βλάξ.
Ἡ κοι¬νω¬νί¬α μας εἶ¬ναι ἀ¬νοι¬χτὴ πλη¬γή. Σοὺ κλεί¬νω εὐ¬ερ¬γέ¬τη τὰ μά¬τια
Μὲ μιὰ ἀ¬θώ¬α εὐ¬χή, ἐ¬γὼ ὁ φί¬λος σου Φλά¬βι¬ος: μὴν κοι¬τά¬ξεις πί¬σω
Τρυ¬φε¬ρέ. Ἡ γῆ ξε¬ρά¬θη¬κε. Τὰ φύλ¬λα μα¬ρα¬θή¬κα¬νε…
Καὶ ὅ¬ταν στὸν Κά¬τω Κό¬σμο ἀν¬τα¬μω¬θεῖς μὲ τὸν Βιρ¬γί¬λι¬ο,
Πλύ¬νε του τὰ πό¬δια στορ¬γι¬κὰ μὲ μπόλι¬κα δά¬κρυ¬α τα¬πεί¬νω¬σης.

 




ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΟΥΣΤΑΛΙΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

ΔΕΝ ΜΕ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ

Δε με χρειάζεσαι
κεντάς
για το ηδονικό
για το ιδανικό
σωσμένο χαμόγελο

ΑΣ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ

Ας έρχονται οι νύχτες
οι μέρες με τα δικά τους καμώματα.
Ας έρχονται πικρά μικρά αριστουργήματα
τη ζωή ν’ αδειάζουν.

Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΕΧΕΙ

Γνωρίζω τις μεγάλες αταξίες, τις δολοπλοκίες,
τις αγωνίες, που οδηγούν τους ποιητές, στα έργα
τους αιώνες, που μακραίνουν τους λαβυρίνθους.
Γνωρίζω τους κόλακες, που διέξοδο αναζητούν,
τα ζιζάνια, που σέρνουν, καιρούς καχύποπτους.
Θύρες που ανοίγουν, τη φήμη και τη σκληρότητα.

Γνωρίζω τις δυστυχίες, που αναζητούν πατρίδα
με το γλυκό, γόνιμο πόθο, πιο δίκαιης συγκίνησης
απ’ το λίκνο τους μέσα, με τον ίδιο πονεμένο νου.
Γνωρίζω τα μεγάλα λιμάνια, τα φωτεινά χρώματα
τις ιδέες, που ενώνονται, με ποθητούς συνειρμούς
μέσα σε χαλάσματα ή μέσα σε μεγάλες σήραγγες.

Οι σημερινές αντοχές, μες στη ντροπή των λέξεων
με τα μεγάλα παθήματα, πατήματα των ρητόρων,
όλα θα φανερωθούν, κρυφές στιγμές των κανόνων
και των ύπνων, που θα χαθούν με όλα τα βάσανα.

Γνωρίζω της ζωής ίχνη, που ακολουθούν σώματα,
μοναδικά αρώματα, σε μεγάλα ύψη με τις πληγές,
με τ’ αναστήματα, των πόνων, που θ’ αναστηθούν.
Γνωρίζω τη μεγάλη πομπή πίστης συνεπαρμένης
και τις ψυχές, μέσα στο γόνιμο μύθο που κατοικούν,
μακριά απ’ τα κούτσουρα, τις ρίζες των τυράννων
μακριά κι απ’ αυτήν, την εκκολαπτόμενη υπεροψία.

Μέσα στο καμίνι, της γραφής δόλος δε θα υπάρχεις
μαζί μου, κρίνοι κι αγκάθια οι αλλόκοτοι θερισμοί.

Γνωρίζω τις γοητείες, τους αλαλαγμούς της Ιθάκης
και τα πέλματα, που ποδοπατούν όλη μας τη ζωή,
όλους τους προδομένους θιάσους πάλι χωρίς φωνή
χωρίς, ένας μόνο, ένας να βγάζει μεγάλη κραυγή.

Γνωρίζω με το μολύβι, γόνιμη την αγάπη μας, τώρα
λέξη μεγάλων θαυμάτων και μεγάλων βημάτων.
Πώς θα γεννηθεί, πώς θα τολμούν, όλα τα δάχτυλα
πώς, με μεγάλο το φως, τα μάτια, πάλι αγαπημένα.

Ιδανικά και ασημότητες μακριά που μας πηγαίνουν.
Πατούν σταθερά, χωρίς μάταια και χωρίς λαμπερά
κι ανασαίνοντας, με όλες τις ιδέες, που γυμνώνονται
για ένα πάθος μυστικό, που αιώνιο σέρνει το χορό.

Γνωρίζω μια άλλη γλώσσα και μια άλλη καρτερία
έτσι, που σε ποθούν, άστρο της πατρίδας ανταμοιβή.

Γνωρίζω, όσα έχω βασανίσει, όσα έχουν βασανιστεί.

ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ

Μπορώ να σ’ αγκαλιάζω
με το μεγάλο πάθος
για το καλό του ήλιου.

Έρχομαι μαζί σου
φωτιά από σφάλματα
στάχτη από μνήμες.

Το μέλι γλυκό στο στόμα
σαν προσφορά στο νεκρό.

Φλέγομαι που μαρτυρώ
φλέγομαι που σε κρίνω.

Φλέγομαι φλέγομαι
αιώνια σ΄ αγκαλιάζω.

ΕΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΠΟΡΟΣ

Στο δέλτα με την ομορφιά
θαλασσινών απόκτημα
ξίδι, νερό κι απότομα
ελεύθερη η γαλιφιά.
Μέσα σε ονειροπόλους
σταθμός αιωνιότητας
όλο το φως εχθρότητας
κι η αρχοντιά στους πόλους.
Με καίει το μεσημέρι
ήλιος ξανθός ο έρωτας
σπόρος κι ο αντέρωτας
βαθιά στο καλοκαίρι.

ΚΥΜΑ ΚΑΙ ΚΡΙΜΑ

Κινώ τα χείλη
Μάνα σε λέω
Μάνα σε λένε
τα μάτια
που δεν αλλάζω.
Κινώ τα χείλη
Μάνα σε λέω
Μάνα σε λένε
πονούν
τα μάτια.

Ηδονή των ποικίλων
βασιλεύεις
δεν πενθείς
δε βγάζεις μάτια.

Ματώνεις μοίρα
ασκητική μορφή
στον πικρό κοιτώνα.

Αθέατος δεσμός
της Ιθάκης κολάσεις
σπυρί σπυρί
του Οδυσσέα οι πράξεις.

Παράφορο δίλημμα
κύμα και κρίμα
ο ασκητής
της μνήμης των χρυσών..
Παράφορο δίλημμα
αιώνιων λάμψεις
άστρο
ή
σκιάχτρο.

ΚΑΤΑ ΣΥΡΡΟΗ

Δεν ακούω τον Αύγουστο
δεν ακούω στο ρέμα
το μικρό γρύλο
γλυκό αίμα
γλυκές λέξεις
υγρές σκιές.
Άγια ηδονή
μια χάρη
μια αιωνιότητα
μια συνθήκη
πίστη που τρέχει
στη φυσική πηγή.
Όλος ο βίος
μέσα απ’ τον έρωτα.
Όλα τα πράγματα
όλα τα θαύματα.
Δεν ακούω τον Αύγουστο
τον ποθώ μόνο
με όψεις
με κόψεις πολλές.

ΜΕΤΕΩΡΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

Ακούω απ’ το ονειρικό σου πέταγμα
στο τίναγμα της ώρας απόρθητης χώρας
τον αλλόκοτο ήχο μιας μουσικής του μαρτυρίου.
Όλο το φως σου βγαίνει, όλο απ’ τα μακάρια στήθη
άγιο γάλα, ο πόθος στρόβιλος τυφλός.
Ακούω απ’ τη σταύρωση του δέους της ομορφιάς
πλήθος μαζώξεις από αριθμούς, ως τα χαράματα ανελέητους δισταγμούς, που ορίζονται στο σύμπαν
οδηγοί της πυρωμένης αγκαλιάς.
Οδηγοί της αρέσκειας
στα άδηλα κενά της αρνητικής χάρης
δράματα που ενώνουν συμπάθειες από ανόρεχτα πλήθη ακούει η μέρα, περνάει μπλεγμένη με ολόλευκα κρίνα.
Ακούει η ευφροσύνη απ’ τη συντροφική φωλιά
πηγές του ανέμου μέσα από σπάργανα της ανάμνησης.
Ζωηρή πικρία των σφαλμάτων η πρώτη μορφή.
Σκορπίζεσαι ολόχρυσο νόμισμα.
Μάτια που λάμπουν
μαχαίρια καρφώνουν τη Σφίγγα
στα μεσημέρια της παρόρμησης τρέχουν,
ρεμβάζουν,
στη θέληση των βασανισμένων και του απαρέγκλιτου μέλλοντος.

ΟΙ ΓΟΗΤΕΙΕΣ

Μια γοητεία που πάντα με περιμένει
με τους στίχους της προδοσίας
με τους στίχους της ακμής,
ως τις μορφές τόσων κρυφών που ξανά γεννούν.
Όπως η θάλασσα στο μέλλον επιφάνεια του ονείρου
όπως τα χρυσά βάρη με τα κίβδηλα γυρίσματα
της επίδικης στιγμής μέσα το κόσκινο της λέξης,
η πλήξη που δεν ανοίγει στη θύρα της αμοιβής.
Μια γοητεία παραπάνω απ’ την καθολική διαμαρτυρία
με ένα κόσμιο, αληθινό ή ψεύτικα ιδανικό,
πλάϊ στην τεχνική της ζωής της ποθητής λαγνείας.
Μια γοητεία δρόμων τυχαίων, μουσικής γλυκιάς
ψέλλισμα, στην κατεύθυνση προς ένα ουράνιο τραμ,
που ξυπνά υποθέσεις απ’ τους σταθμούς της πολιτείας.
Κάτι καλό που κρύβεται, κάτι καλό οπωσδήποτε
σε μια τελεία χρωμάτων, σε ένα φορτίο αρωμάτων
οπωσδήποτε, πάνω από την ελκόμενη οπτασία, ως το
δίκιο της ευφρόσυνης παρουσίας, της παρατεταμένης.
Ολοένα πιο αστραφτερά τα βουνά πάνω απ’ το κέλυφος
και ο ήχος της μελωδίας που κρύβει ο λάγνος ουρανός
στο μαύρο σύννεφο, σε μια στροφή της πρώτης άλωσης
ουράνιων συντρόφων, σε μια άκρη μακριά απ’ το μαχαίρι.
Μια γοητεία μετά τη γέννηση της ερωτικής πανδαισίας
κάπου, κάποτε, όπου κυβερνά το άσωτο χέρι του Άτλαντα
κι ο άγγελος γεφυρώνει μετά στο λύκο, μετά στο πρόβατο
στον ήχο εκεί, στο φως περιβολιού που εικόνες θυμώνουν.
Κάτι καλό γεμίζει σύμβολα σ’ έναν δρόμο που αφθονεί
κι εγώ πουλί από μικρό παιδί με μάτι γαλανό κι αιώνιο.
Κάτι καλό απ’ αυτή τη σαγήνη, που ακμάζει και δε συγχωρεί.

ΧΡΥΣΟΣ Ο ΜΙΤΟΣ

Με υπογραφές αρχίζει ο πόλεμος,
με υπογραφές αρχίζει η πλεύση.
Όλα συντάσσονται με τη λύπη των ζωφόρων,
όλα με τις υπογραφές στους όρκους χαμένα,
όλα υποψήφια βλέμματα της προσμονής.
Με κρατάνε χείλη αιώνιας θάλασσας
με ρουφάει το φως τόσων θεών,
ύστερα στο πένθος δικής σου ομορφιάς
των ηδονών πάλι που νιώθουν τα πέρατα.
Με υπογραφές αρχίζει ο πόλεμος.
Κάθε ημέρα περισσότερο λάμπουν
οι σταγόνες των λιμανιών τα σπέρματα
οι παλιές ομορφιές που τόσο βαραίνουν,
παλιές δόξες με το ρεμβασμό των πελάγων.
Στην ανοιχτή θάλασσα που πάλι ξεθάρρεψα
παίρνω την πνοή κι απ’ τη γλυκιά φοβέρα
κρύβω το φόβο απ’ το πιο άγριο ταξίδι.
Δούλοι αιώνων με κοιτάγματα εχθρικά
με όλη την καιροφύλαχτη εισπήδηση,
πριν την αιώνια γαλήνη.
Μεγάλη η σπουδή, μεγάλη η νίκη,
ο μίτος του χρυσού πένθους ωστόσο.




ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

 

 

 

 

 

 

Τέσσερα ποιήματα από την συλλογή
Ιδεατή Ολότητα (εκδ.Αρμός , Νοέμβριος 2019)

Αποφθεγματικός λόγος

Αδίκησες κατά συρροή
τους δημιουργούς λογοτεχνικών έργων .
Θέλοντας να οικειοποιηθείς
και να φέρεις στα μέτρα σου
τα λόγια τους ,
κατακερμάτισες
και χρησιμοποίησες αποσπασματικά
τα έργα τους ,
καταστρέφοντας την ουσία τους.

Ακριβώς όπως περιστασιακά
και με ευκολία αδίκησες
κατακερματίζοντας τη συνολική εικόνα
όσων επιπόλαια έκρινες
από μία τους πράξη.

Εξομολόγηση εις τρίτον.

Αν με ρωτούσε κάποιος ξαφνικά,
«γιατί την αγαπάς;»
ίσως να αιφνιδιαζόμουν,
να μπερδευόμουν
από την αμεσότητα,
ή την αδιακρισία
για κάτι τόσο εσωτερικό,
της ερώτησης.
Το έψαξα και το ξαναβρήκα.

Ο Μπόρχες μιλάει στη θάλασσα,
εγώ μιλώ σε εκείνη.
«Και ξέρω γιατί σ’ αγαπώ..
κι ότι οι δυο μας γνωριζόμαστε εδώ και αιώνες…
Ω! πρωτεόμορφη, βγήκα από μέσα σου!
Κι οι δυο μας αλυσοδεμένοι
και περιπλανώμενοι•
κι οι δυο μας με ακόρεστη δίψα γι’ άστρα•
κι οι δυο μας φως, αέρας, δύναμη, σκοτάδια•
κι οι δυο μας με τις απέραντες επιθυμίες μας…»

Η συνάντηση με το κείμενο αυτό
με βοηθάει, με γλυκαίνει,
με καθησυχάζει και,
μιας και ο λόγος για εκείνη
με διεγείρει.

Είπε
κι έστρεψε ολάκερος
προς το φως της.

Ίσαλες βραδιές
Στον οπτικό ορίζοντα
η πόλη
ντυμένη στα καλοκαιρινά
με βραδινή αμφίεση .

Σχεδόν ακύμαντη η θάλασσα.
Μόνο ασημένιες και χρυσαφιές πτυχές
δηλώνουν την παρουσία
του υγρού στοιχείου,
λίγο πιο μπροστά από το πλήθος
που με τα βραδινά καλοκαιρινά ρούχα
σε πολύχρωμο φόντο
προσπαθεί να ταράξει
τα νερά
και τα συναισθήματα
της μισοκοιμισμένης πόλης .

Κύκλοι ζωής

Κύκλοι.
Κάποτε κλείνουν.
Όσο η ζωή συνεχίζεται
νέοι κύκλοι ανοίγουν

Λυπάσαι μόνο
για τις χαμένες μέρες και ώρες.
Εκείνες που δεν προστάτευσες
και που σπατάλησες σε αδιέξοδα .
Λυπάσαι και για τα χαμένα χρόνια.
Εκείνα στα οποία δεν επένδυσες σωστά
και κοιτώντας τα με ψύχραιμη ματιά,
αποστασιοποιημένα,
σου προκαλούν συναισθήματα ματαίωσης.

Ξέρεις τι θέλεις
Τολμάς .
Μπαίνεις σε κύκλους .
Αποχωρείς.

Πέντε αδημοσίευτα ποιήματα

Οριακά
Κάποιες φορές
μια στάλα αισιοδοξίας είναι αρκετή
για να φαίνεται πάλι
το ποτήρι
μισογεμάτο .

Εγκλεισμός
Ελπίζαμε στο φως .
Αυτό που θεραπεύει ψυχή και σώμα
Αλλά ο κακός καιρός
ανέτρεψε τις πολυπόθητες εξόδους.

Ελπίζουμε στο φως .
Αυτό που θα επανέλθει .

Σύντομα;

Έρως-Θέρος
Όσο πιο βαθύ
το θέρος

τόσο πιο βαρύς
ο έρως.

Ελληνικό καλοκαίρι
Γη
Θάλασσα
Ουρανός
Τρεις διαφορετικές λωρίδες
στον οπτικό ορίζοντα.
Ισόποσες δόσεις ομορφιάς
και ισορροπίας .

Καταγάλανος ουρανός
Γαλαζοπράσινη θάλασσα
Κατάξανθη άμμος
Παράδεισος αισθήσεων
και συναισθημάτων

Ή, άλλως,
Ελληνικό καλοκαίρι

Αποκριάτικη Μάσκα

Το βλέμμα που αποτυπώνει
έκφραση
συναίσθημα
χαρακτήρα
προσωπικότητα
κρυμμένο καλά
πίσω από μια μάσκα .

Το βλέμμα που προειδοποιεί
για την πρόθεση
προστατευμένο καλά
πίσω από τα χρώματα .

Φοβάται ότι
την ώρα που θα αποκαλυφθεί
θα έχουν πέσει
και οι μάσκες
των άλλων .
Το Οξύμετρο δημοσιεύτηκε στο Λόγω Γραφής τον Απρίλιο

Οξύμετρο
Εναποθέτεις το χέρι
στο μικρό θαυματουργό εργαλείο
του πνευμονολόγου.
Φοβάσαι ότι μπορεί να είσαι
πιθανό κρούσμα.

Το οξύμετρο διαψεύδει.
Το οξύμετρο επιβεβαιώνει
ότι αναπνέεις.
Ότι δεν χρειάζεσαι βοήθεια.

Το ζωτικά σου όργανα
λειτουργούν ομαλά.

Παίρνεις βαθιά ανάσα.
Δεν πάσχεις από τίποτε άλλο
εκτός από ένα βαθύ, απύθμενο άγχος.
Το ίδιο -ίσως και περισσότερο-
απειλητικό με τον αόρατο ιό.

Χαλαρώνεις.
Κοιτάς το οξύμετρο
με μια δόση ειρωνείας
υπό την επήρεια
του πρόσκαιρου θριάμβου
ότι για σήμερα τη γλίτωσες.
Θες να αναμετρηθείς μαζί του…

Τι θα σε σώσει
από την δύσπνοια, λοιπόν;

Έτσι όπως το κοιτάς σου ψιθυρίζει:
Όταν θα λήξει η καραντίνα,
να θυμηθείς να εκπαιδεύεις
την αναπνοή σου τακτικά.
Να είναι βαθιά, αναζωογονητική
να παίρνεις όλο το οξυγόνο που στερήθηκες.
Να θυμηθείς όσα αυτή η πανδημία
σε έβαλε να σκεφτείς.

Είναι ο εγκλεισμός
που σου κόβει την ανάσα.
Ο τρόμος, η αβεβαιότητα
και ο κάθε ύπουλος εχθρός.

Αυτό να θυμάσαι.




ΜΑΡΙΑ ΜΠΟΥΧΛΗ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ανοίγω τα χέρια
ώσπου να νοιώσω πως έγινα σταυρός,
ένας σταυρός από σάρκα και χυμούς
που μέσα του ταξιδεύουν σα μικρά σκαριά
οι σκέψεις των αγγέλων και των δαιμόνων
κι οι αμφιβολίες των πρώτων ανθρώπων.
Σαν κι αυτούς έχω διάπλατα ανοιχτά τα μάτια
καταπίνοντας λαίμαργα τα χρώματα
και με ορθάνοιχτα ρουθούνια εισπνέω
τον αλατισμένο αέρα.
Νοιώθω ψηλότερη από το ύψος μου
και συγχρόνως συμπιεσμένη σα βρεγμένο χαρτόνι.
Στις σπηλιές μου εισέρχονται με δισταγμό τα κύματα
εναποθέτουν τρίμματα από βότσαλα
κι ύστερα αποτραβιούνται μετανοιωμένα
για να ξανάρθουν με ορμή
μεταφέροντας πεπλανημένους αστερίες και αχινούς.
Στο στόμα μου θορυβούν μασημένα αυτάκια της Αφροδίτης
κι ένας ιππόκαμπος βρήκε ανοιχτό τον αιμάτινο δρόμο
για την καρδιά μου.
Αυτό είναι ένα στρείδι χωρίς μαργαριτάρι, στέρφο
που φώλιασε στους μετωπιαίους κόλπους μου.
Την τελευταία στιγμή πρόφτασα ν’αρπάξω τον κάβουρα
που δάγκωσε καρκινοβατώντας τη γλώσσα μου.
Τα φύκια τα ‘πλεξα κορδέλες στα μαλλιά μου.
Τώρα πια είμαι ένας σταυρός που πάνω του
κρέμασε η θάλασσα τα δώρα της.
Ταλαντεύομαι και κουδουνίζουν τα όστρακα
γελώ και φέγγει το πλαγκτόν,
αναπνέω και ξεθυμαίνει η φάλαινα,
κάνω να πω ένα τραγούδι κι έρχονται όλο περιέργεια
οι δέλφινες.
Είμαι ένα βήμα πριν την πλήρη μετουσίωση μου,
είναι μια πρόβα ζωής και θανάτου,
μεταμορφώνομαι σε απολίθωμα.
Πάντως, ο κάτασπρος γλάρος
στάθηκε πάνω στο κεφάλι μου πατώντας στο ένα του πόδι
και καθόλου δεν έχει τη δική μου αμφίβολη υπόσταση,
ραμφίζοντας το μικρό ψαράκι .

2ο

Χλωρή αγάπη, απαίδευτη, αδοκίμαστη!
Πόσο ν’ αντέξει, λιγνό κοριτσόπουλο!
Άμαθη, βρέθηκε νωρίς-νωρίς σε τρίστρατο
και χάθηκε χωρίς ν’ αφήσει ίχνος …
Βλέπεις δεν της δώσαμε ούτε ψίχουλο
να ‘χει να ρίχνει πίσω της και να θυμάται.
Έφυγε και μας άφησε κωπηλάτες
σε ποταμό που ρέει ανάποδα
και πουθενά δε φτάνει …μήτε σε πηγή,
μήτε σε θάλασσα …
Τι καημός να τη σκέφτομαι χαμένη
σε πολιτεία γκρίζα και ξένη!

3ο

Όσοι αγαπήσανε πολύ, γρήγορα θα μισήσουν!
-το λέει και το τραγούδι!
Η φώκια στη σπηλιά δεν κινδυνεύει από έρωτα
μήτε ο δέλφινας που σχίζει τα νερά της Αλόννησου.
Μόνο στον άνθρωπο έλαχε η τύχη και το ανάθεμα…
Μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο…
ότι κι αν είπαμε πήγε χαμένο!…
Ακουμπώντας στο παράθυρο αναπαύω τα μάτια
ισιώνω την ψυχή μου ψιθυρίζοντας το σκοπό
που λέει ο κάμπος το χειμώνα στις λεύκες του ποταμού.
Η ανάσα μου βάφει υγρασία το τζάμι
μα έπαψα να χαράσσω το όνομά σου.
Μήλο μου και μανταρίνι
Ότι πεις εσύ θα γίνει! έλεγες …θυμάσαι;
Αλισάχνη σκέπασε το νεκρό γλάρο…
Το ποτάμι πεισματικά δε γυρίζει πίσω …ούτε κι εσύ!
Φοβάμαι την αλληλουχία των όμοιων ημερών
Την επανάληψη των ίδιων άδειων χαμόγελων
Και τη δική μου εκούσια προσαρμογή στην μονοτονία…

4ο

Τα παραθύρια των παλιών σπιτιών
μιλούν τη γλώσσα των ανθρώπων.
Ανοίγοντας διάπλατα στη χαρά
καμαρώνουνε τα περιβόλια,
συνομιλώντας με τις ανάλαφρες κουρτίνες,
έτσι που τα μελισσάκια και τα μυγιαλούδια
μπερδεμένα μπαίνουν στα δωμάτια ,
ζουζουνίζουν κι ύστερα εξαφανίζονται
πασπαλισμένα με την ζάχαρη των κουραμπιέδων.
Τα παραθύρια των παλιών σπιτιών
γνωρίζουνε από καημό και θρήνο,
σφαλίζουν ερμητικά κρατώντας μέσα
το τελευταίο ανέμισμα του μαντηλιού
και το λίκνισμα της κοριτσίστικης κοτσίδας,
σαν άρωμα ακριβό κι ευαίσθητο.
Αν ξέρεις ν’ αφουγκράζεσαι, θ’ ακούσεις
ως και τα λιθαράκια που πετάξανε
στα ξύλινα παντζούρια κάποτε τ’ αγόρια,
μα και τα τιτιβίσματα των σπουργιτιών
που φώλεψαν στο κάσωμα την άνοιξη.
Στις ποδιές τους μεγαλώνουν απαρατήρητα
τα ομορφότερα αγριολούλουδα ,
εκεί στις γωνίτσες που μαζεύεται η σκόνη του δρόμου
και οι ερωτευμένοι γάτοι σαλτάρουν όλο κέφι
στριμώχνοντας τη γατούλα του σπιτιού.
Τα παραθύρια των παλιών σπιτιών
φοβούνται του βοριά το φύσημα
και στο χαστούκισμα του κλαίνε απαρηγόρητα.
Να το θυμάστε εσείς που λείπετε μακριά τους ,
πως πριν πεθάνουν, περιμένουν τα δικά σας χάδια.

5ο

Τα κουρασμένα σπίτια με τα κεραμίδια
όταν βρέχει ανησυχούν, σχεδόν αγωνιούν,
μη δεν μπορέσουν να φυλλάξουν
ο,τι οι άνθρωποι τους εμπιστεύτηκαν…
το τραπέζι με το κροσσωτό τραπεζομάντηλο,
τα στρωμένα κρεβάτια όπου αναπαύονται
το παιδικό αρκουδάκι και οι πάνινες κούκλες,
τις κρεμάστρες με τα πουκάμισα και τα φουστάνια
και την ιερή καταφυγή της αγάπης.
Έχουν καημό μεγάλο τα κουρασμένα σπίτια
σαν πλησιάζει το φθινόπωρο που κλαίει,
σταλάζοντας τα δάκρυα του ανάμεσα
από τα ραγισμένα κεραμίδια.
Τότε επιστρατεύουν τις μικρές αλουμινένιες λεκανίτσες,
τα κατσαρόλια με τα μαύρα αυτιά και τα πλαστικά τάπερ,
ώσπου σπάνιες τσίγκινες μελωδίες να ανηφορίσουν
νανουρίζοντας τον ύπνο των ανθρώπων,
ώσπου και η γάτα που δεν αγαπά το νερό
να κουλουριαστεί ησυχάζοντας στα πόδια του παιδιού.
Το δικό μας σπίτι αναστέναζε συχνά απαρηγόρητο
κι εμείς αδειάζαμε το πρωί τις λεκανίτσες με τα πικρά του δάκρυα
ποτίζοντας το παρτέρι με τα μυρωδικά της μάνας …

6ο

Με φτερά ορθάνοιχτα πέταγε ο γλάρος!
έπλεε στην αόρατη διαφάνεια,
εκεί που διασταυρώνονται τα εφηβικά όνειρα
με τους πόθους των ξάγρυπνων εραστών,
διασχίζοντας νέφη από μυγάκια που έχασαν το στίγμα τους,
πάνω από τα μονοπάτια με τα αλατισμένα σχίνα
και τα γαυγίσματα των κυνηγόσκυλων…

Κανείς δεν έβλεπε το μοναδικό του πόδι
που σαν κουπί κρέμονταν στο πλάι του κορμιού!
Ένας κουτσός γλάρος είναι ανήμπορος να βαδίσει
και να χαράξει ιερογλυφικά στην άμμο,
ίσως ανήμπορος να ζευγαρώσει αν ερωτευτεί!
…Μα εκεί ψηλά πετά ξαλαφρωμένος
κοροϊδεύοντας την αιωνιότητα των κορακιών
που άσχημα κράζουν κι άχαρα πετούν.
Ένας κουτσός γλάρος …είναι πάντα ένα γλάρος!
Κι ένας έρωτας είναι ένα αστέρι στον ουρανό
όπως εκείνα που έχουνε πεθάνει χίλια χρόνια πριν
κι ακόμα ταξιδεύει το φως από την έκρηξη τους
που ίσως έχει σημάνει και το τέλος τους…

7ο

Λάβδανο βάνουν στις πληγές να γειάνουν,
τις καθαρές πληγές που αιμορραγούν…
τις κακοφορμισμένες κανένα γιατρικό δεν πιάνει!
ούτε της μάνας η ευχή.
Ο χρόνος είναι άχρονος κι ο χώρος απροσμέτρητος,
το χώμα είναι υπόσχεση και προσμονή
και το κορμί ένα κέλυφος από σάρκα είναι μόνο,
που περιμένει την Καλήν ημέρα, να λογαριάσει
το πού, το πότε και με ποιον, θα ξεγελάσει τη μοίρα του.
Όλα τούτα, δεν τα ξέρει το μικρό μαύρο σκιούρι
που αναπηδά σα λάστιχο, ζαλισμένο από έρωτα και πείνα !
Μήτε ο βάτραχος που κοάζει στη σκιά του νεαρού καλαμιώνα!
Αμφίβια η ζωή του, αμφίβιο και το πάθος του.
Μόνο η θάλασσα όλα τα ξέρει και τα μολογά!
φλοισβ-όχι, φλοισβ-είχα, φλοισβ-έχασα
φλοισβ-έλα , φλοισβ-αχ και να ‘ξερες!

8ο

Μύριζε βροχή, σύκα και σταφύλι η αρχή της μέρας
ενός Αυγούστου που λιγώνει μαζί με το φεγγάρι του.
Τυλιγμένα στα σεντόνια έμειναν τα όνειρα της νύχτας,
όποια κι αν ήταν, έσβησαν σαν τα ίχνη των γλάρων στην άμμο!
Βαδίζοντας οι ώρες στη σειρά, αποκάλυψαν
μια μέρα σαν όλες τις άλλες, μονότονη και βαρετή.
Αυτή η πολλά υποσχόμενη ευκαιρία μας για Ζωή
συνθλίφτηκε ανάμεσα στα σαγόνια της επανάληψης.
Ίδια βήματα, στους ίδιους δρόμους, οδήγησαν στα ίδια γραφεία ,
με τους ίδιους ανθρώπους, τους ίδιους κώδικες επικοινωνίας
της ίδιας μονοσήμαντης πραγματικότητας.
Κι αν ήταν να γίνουμε καλλίτεροι …δε γίναμε!
Κι αν ήταν να πάμε παρακάτω …δε βρήκαμε τρόπο!
Κι αν σε συνάντησα ….ήταν πολύ αργά για μας!
Κι αν θυμάμαι τα όνειρα της νύχτας που πέρασε
είναι για να τα συνεχίσω τη νύχτα που έρχεται!

9ο

Σιγά να βηματίζεις, σιγανά
ωσάν να εφόραες σανδάλια από φύκια!
Τα πρώτα σαλιγκάρια οσμίστηκαν την υγρασία
και δεκάδες μικροσκοπικά περισκόπια
μια χαμηλώνουν …μια υψώνονται
κι είναι η αυλή ωκεανός για ακριβό ταξίδι.
Αν ήξερα τον τρόπο θα στον έλεγα!
Πώς γίνεται να κολυμπήσεις δίχως να βραχείς…
πώς να περάσεις δίχως να καείς,
χορεύοντας πάνω στις φωτιές
των γητεμένων αναστενάρηδων…
Αν ήξερα τον τρόπο θα στον έλεγα!
Πώς γίνεται να φύγεις ξαφνικά
όταν όλα δείχναν πως ήρθες για να μείνεις!

10ο

Έτσι να κάνεις, λίγο ν’ αφεθείς
ρωγμή- ρωγμή, ραγισματιά…
να την που φύτρωσε εντός σου
εκείνη η αγριοσυκιά
που ξέρει να οσμίζεται την εγκατάλειψη.

Ποτέ σε καρπερά χώματα
μόνο σε τοίχους ξεφλουδισμένους,
σε χαλάσματα μπαζωμένα
και τα κλαδιά της να ξεπηδούν
από παράθυρα που χάσκουν
και πόρτες που κανείς δε διαβαίνει,
καταραμένη να σηκώνει χωρίς καμάρι
το μπλαβισμένο κορμί του Ιούδα.
-μα στις μέρες μας ασκεί μια κάποια γοητεία
στις κυρίες που ξέρουν από γλυκά του κουταλιού.

Καιρό τώρα άκουγα τριξίματα,
στον ύπνο μου γευόμουνα πικρόγαλα
και στα μαλλιά μου ανάμεσα
μικροί σχοινένιοι κόμποι μπλέκονταν τα σύκα της…
Που πια είναι αργά θαρρώ!
Τη συνήθισα την παρέα της…

Γι αυτό σου λέω …μην αφήνεσαι!
Ποτέ μην κοιμηθείς στον ίσκιο της
κι όταν ραγίζεις από μέσα σου
να επισκευάζεσαι νωρίς!

 




ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΝΤΕΡΤΣΑΣ

 

 

 

 

Ήλωση

Στην μνήμη ενός Αδερφού

Ι

Ν’ ανοίγουνε τους δρόμους τους όλες οι θάλασσες
και να νοιώθουμε τα κύματα της καρδιάς να σπουν στα χείλη.
Γλυκό ενίοτε το ναυάγιο ως γεύση.
Τρεμάμενοι που πλέον δεν φοβόμαστε άλλο πια,
που μες στη σιωπή μας σπαθιά με πυρωμένη μνήμη
χαϊδεύουνε τον ομφάλιο λώρο της ανάγκης.
Στα αποπνικτικά μας όνειρα
οι κερασιές να ζητούν ερέβη για να θρέψουν
το όργιο της ανθοφορίας τους.
Να μας ζητάει εντός της επιμόνως η γιορτή
και το πρώτο βήμα μας να το πυρώνει το ρίγος της αβύσσου,
Κρόνος που τρώει τα παιδιά του.
Το επόμενο όμως, αν δεν χαθούμε σ’ αμφιβολίες και σε δισταγμούς,
χορός σωμάτων εκστατικών στα χαμομήλια μίας πατρίδας που τόσα χρόνια
δεν βρήκε να δώσει λίγο ρυθμό στις λιγοστές χαρές μας,
να βγούμε απ’ τον λαβύρινθο με μια ανάσα μόνο.
Μες στα ποιήματα του Κάλβου να βρεθούμε, λέει, ξαφνικά
και να σε λένε Πολυξένη.
Εκεί που οι πέτρες έχουνε φλέβες και αίμα ζητούν κατεπειγόντως,
να γίνουνε βουνά
ή
τύψεις από κείνες
που κάνουν τον άντρα Άφοβο κι Αγέρωχη τη γυναίκα.

ΙΙ
Στη λύπη σου η λύπη μου δικαιολογεί την ύπαρξη της
και ψάχνει απ’ τον ορίζοντα να γίνει πιο μεγάλη.
Ποιητική του εγκλήματος που μένει για πάντα στο
στο μαύρο πηγάδι του μυστικού.
Λευκή ισοπαλία που θρέφεται εξίσου
απ’ τη νίκη και την ήττα.
Πυρετός , ασπίδα στην πραγματική αρρώστια.
Στη λύπη σου η λύπη μου ωριμάζει και γλυκαίνει,
καρπός του θέρους που μόνο στα χείλη σου ελπίζει
και πυρπολεί τα όρια μου που σχηματίζουν
του χειμώνα την καρδιά.
Άγγελοι.
Άγγελοι βγαίνουνε απ’ τις χαίνουσες πληγές
της μάχης που δεν δόθηκε ποτέ
και βρίσκουν επιτέλους γήπεδο
στα χίλια χρώματα των μαβιών ματιών σου.
Δίπλα σου οι πιο σκληροί μου αντίπαλοι
θα γινόταν οπαδοί μου.
Δίπλα σου off side δεν θα ‘βγαινα ποτέ.

ΙΙΙ

To είδωλο μιας λεηλατημένης πολιτείας,
Τσιτσάνη μου απόψε είμαι, μες στο ιλιγγιώδες κάτοπτρο
μιας αρχαίας μέρας που την κρύβει η αιμάσσουσα Νεφέλη .
Εκεί φευγαλέα αναγνωρίζω τα ερείπια μου
μες σε λειμώνες που καρποφορούν σπασμένα μέλη αγαλμάτων
και ελαφρώς οξειδωμένα
αν κι η βροχή δεν βρίσκει καμία μουσική στον ουρανό μου
για να χορέψει.
Γαλάζια τέφρα με σκεπάζει και βίαια γερνάω
σε δευτερόλεπτα που ανάποδα μετρούν
και σημαδεύουνε τη νιότη,
θέαμα που ωστόσο κρατάει μακριά
αρχαιοκάπηλους και πλιατσικολόγους.
Η ποίηση τον θρήνο μου κατέχει.
Η ποίηση είναι η παιδική καρδιά του μηδενός μου.
Η ποίηση με υλοτομεί και ίσκιους με γεμίζει.
Ο θάνατος ακούραστος καραδοκεί δαίμονες κι αιώνιους εχθρούς
να πλέξει νέες ρίμες.
Η δρόσος τους να διώξει από πάνω μου τον ύπνο
ως νίψιμο πρωίας και προσευχή.
Κι έτσι γιορταστικά θνητός
μες στις θνητές μου μέρες
γιορταστικά να βγω να περπατήσω
με το λευκό μου ακόμη αφόρετο κουστούμι.

ΙV
Γράφω μανιωδώς- σιωπώ εντέχνως,
ερήμην της θελήσεως μου ενδεχομένως.
Θα πάρω τον λόγο ξανά μετά από χρόνια,
με το σχισμένο πρόσωπο των λιγοστών λέξεων
που θα ‘χω φυλάξει για παν ενδεχόμενο.
Ρακένδυτος, κατά πάσα πιθανότητα,
μέσα σε δρόμους πολύβουους, εμπορικούς.
Ο χλευαστής κι ο χλευασμένος των βιτρινών.
Ή αυτοκράτωρ.
Πορθητής του Χρόνου.
Μακάριος μες στο χαρέμι της ελπίδα και της υπομονής.
Γεννήτορας απειράριθμων τέκνων
που ουδέποτε θα μ’ αναγνωρίσουν.

V

Μια ροδιά μέσα, βαθιά στο αχ, στην αρχή του πόθου.
Και ακόμη μία στο διαυγές, έσχατο όριο της σκέψης.
Να γίνει το πρόσωπο του Άφατου τοπίο,
εκβλύζοντας ποτάμια πορφυρά.
Να ‘ρθει η θάλασσα να κυκλώσει
το θρόισμα των ύπνων.
Να φορέσει το καινούργιο της χρώμα.
Να με κάνει νησάκι.
δίπλα στην ατιθάσευτη Ισλανδία των ονείρων σου,
την Μυτιλήνη.

VI

Προσκυνητής στα νεκροτομεία των λαθών
που τα ‘λεγε πλούτη.
Ρόμβος ακλόνητος και πεισματάρης
στους παραληρηματικούς κύκλους της ζωής.
Υποτονθορύζοντας τη συσκότιση του τυχαίου
σχεδόν ως ευλογία
Υποδεχόμενος τους κόντρα ανέμους
με δάνειες προσευχές και με ζεμπέκικα βαριά.
Παράχορδος τόσο πολύ καθώς κοιτούσε στα μάτια το κακό
που ήθελες κατεπειγόντως να τον κάνεις φίλο κι αδερφό.
Αν η τροχαλία της συνήθειας δεν τον κονιορτοποιούσε
κατακρημνίζοντας τον αίφνης στο λεκιασμένο τεφτέρι
του μαυραγορίτη ,
εάν η χαρακτική των χαρισμάτων του
δεν στρεφόταν με τέτοιο μένος στο καθαρό του βλέμμα
ήταν βέβαιο πως θα γινόταν άγαλμα
που με χέρι απλωμένο παντοτινά
θα τάιζε τις αγρύπνιες μας ανελλιπώς.
Αγάπησε.
Αγάπησε πολύ, παντού κατάγματα.
Οι ιαχές του μοιραίου πάνω του
ουδέποτε εισπράξανε τον αντίλαλο τους
ως έξαλλο πανηγυρισμό.
Ετάφη ταυτόχρονα
σε πολλά γυναικεία σώματα
και στο μικρό κηπάκι του, των καχεκτικών ρόδων εραστής.
Πίνουν νερό στο όνομα του πλέον
όσοι να τον δικάσουν βιάστηκαν.
Όμως αυτός διψά ακόμη.
Ο ίσκιος του τριγυρνάει στα ξέφραγα αμπέλια μας
και μας χλευάζει τρώγοντας τους ώριμους ροδίτες.
Της ευγένειας ανήμερο θεριό.

VII
Εσείς Μητέρα Ποίηση τι λέτε;
Να τη φονεύσω ή να την κρατήσω εντός μου
ωσάν αιώνιο ρόδο μισάνοιχτο;
Να πιω τα μάτια της
ή να ξεπλύνω τις παλιές μου αμαρτίες
στα ορμητικά νερά της;
Να την ονειρευτώ ή να χτυπήσω την μικρή της πόρτα
με έναν στίχο γιορταστικό και δακρυσμένο;
Να γίνω θύμα της ή να αφεθώ στην ομορφιά της
τη στιγμή ακριβώς που το βάθος της νύχτας
θα μοιάζει απροσμέτρητο κι ανατριχιαστικό πολύ,
σαν τα ποιήματα που ακόμη δεν έχω γράψει
ενώ αυτά ήδη μου γρατσουνάνε τη ψυχή
με το γερακίσιο, αρπαχτικό τους νύχι;

VIII

Ωγυγία για λίγο, Ωγυγία για πάντα, Φεδερίκο.
Η καρδιά σου χτυπάει παντού.
Ραγίζει η δήθεν αντισεισμική σιωπή μας .
Κρεπάρει.
Φοβερός ο τρόπος της αγάπης σου.
Το ματωμένο σου πουκάμισο
υψώθηκε σαν φλόγα
κι έσβησε την κίτρινη βροχή- την λάσπη.
Κι ωστόσο πάλι δειλιάσαμε.
Τώρα περπατάς ανάμεσα στις λεύκες,
δεν εμπιστεύεσαι πια τις λέξεις,
η ποίηση σου είναι ετούτη η ομίχλη
που μιλάει με στεναγμούς,
το στόμα της που δεν έχει ηλικία
αλλά μαντεύει με ακρίβεια τις ηλικίες
ολονών μας.
Ο αέρας υπνοβατεί μαζί σου
ανάμεσα σε άδειες κλεψύδρες.
Σε ψάχνουμε και θα σε ψάχνουμε για καιρό ακόμη
γιατί οι πρωτοχρονιές των ποιημάτων σου
παιδεύουν το μόνο καθαρό κομμάτι της ζωής μας,
την αφέλεια μας,
και δεν μας αφήνουν να μάθουμε ποιοι είμαστε.
Η φωνή σου κατέρχεται στους γκρεμούς μας,
όλες τις βεβαιότητες μας υφαρπάζει ,
αφήνοντας όμως το χώμα νοτισμένο.
Εκεί βεβαίως θα ζητήσουμε να γίνει κάποτε η ταφή μας
όταν ο κίβδηλος οβολός οριστικά μας καθυποτάξει
και μας κλέψει την τελευταία ικμάδα της θέλησης μας.
Ωγυγία για λίγο, Ωγυγία για πάντα, Φεδερίκο .
Μας σβήνει αυτό που δεν θελήσαμε να γράψουμε ποτέ
και καμία φορά βλέπουμε τα όμορφα σου χέρια
σαν καθαρά φτερά στις πλάτες της εικασίας.
Δεν μπορούμε να πάμε πουθενά, πάροχοι
της πικρής ειρωνείας δίχως καταναλωτές.
Αιχμάλωτοι είμαστε των παρενθέσεων
και της παραλήγουσας ισοβίτες.

IX

Νενικήκαμεν, θα πει, πέφτοντας ξέπνοος
στα πόδια σου ο αγγελιοφόρος, βασιλιά
αλλά εσύ μη βιαστείς να χαρείς,
το μαντάτο μόνο καλό δεν θα ‘ναι.
Οι κρήνες μας ξερνούνε λάσπη
και οι στρατιώτες μας τρώνε ο ένας τον άλλο
και καγχάζουν.
Στα μάτια τους δεν ξημερώνει πια ποτέ,
το βράδυ είναι λέξη άγνωστη
που αντραλεύει κι άλλο το τρικυμισμένο τους κρανίο
και την καρδιά τους την έχουν τρυπήσει τα σκουλήκια.
Μετράνε στους φλοίσβους έναν δικό τους χρόνο
κι όταν θα φτάσουν στην ανείπωτη ώρα
τα καμπαναριά θα πέσουν
κι εσύ θα είσαι τυφλός κι ανάπηρος επαίτης.
Δεν θα ξέρεις αν αύριο θα ζεις
θα έχεις μάθει ωστόσο
να διαβάζεις τα αγγέλματα σωστά.
Νενικήκαμεν, θα ψελλίσει ο μαντατοφόρος βασιλιά ,
κι ο ορίζοντας της σκέψης σου
θα κλείσει από παντού βαμμένος αίμα
όσο κι αν οι κόλακες σου κάνουνε αέρα.
Τάχιστα θα ‘ρχισει να σου μαθαίνει
την αλφάβητο αλλιώς ενώ το χρυσό σου στέμμα
θ’ αρχίσει να θαμπώνει τόσο
που η νύχτα σου θα τρώει τα ίδια της τα σπλάχνα
καθώς θα βλέπει τη νύχτα που θα ‘ρθει να την αλλάξει.

X

Στο τελευταίο δάκρυ του Φθινοπώρου θα σε βρω
με μεθυσμένους ανέμους στο γέλιο σου.
Κάθε σου βλέμμα θα κλείνει
τους παλιούς λογαριασμούς μου με τη στέρηση
και θ’ ανοίγει καινούργια χάσματα στις επιθυμίες μου.
Η αγάπη κάποιες φορές είναι ανάλαφρη
σαν το άχνισμα ενός απρόσμενου χιονιού
που σβήνει τα πάντα κι ανοίγει μπρος μου
μια λευκή σελίδα, πεδίο για τον καινούργιο τρόμο.
Νίκες και ήττες θα ενταχθούν στις ρητορείες
της λαβωματιάς που δεν λέει να κλείσει
και καίει τους ύπνους μας.
Εσύ όμως θα έρθεις με το τελευταίο δάκρυ του Φθινοπώρου.
Διάφανη, μόνη και παρηγορητική,
αιθάλη μεγάλων ταξιδιών που συνεχώς
μένανε στην άκρη του μυαλού.
Θα πέσεις στ’ ανυπολόγιστα βάθη της ζωής μου,
θ’ αλλάξεις τα χρώματα, θα σ’ αλλάξουν τα χρώματα.
Σ’ αγκαλιάζω και τα φύλλα πέφτουν ολόγυρα
και επινοούν καινούργια δέντρα στα σύμφωνα μου.
Θα χορέψουμε με τον ίσκιο τους
κι ίσως ξανάρθει η βροχή.
Κανείς, κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει.
Κανείς, κανείς, δεν πρόκειται να θυμηθεί.
Άλλοι διαλέξαν τη γλύκα του λωτού κι άλλοι τον μύθο του.
Γίνεται ξένος στον τόπο του κανείς με άπειρους τρόπους.
Κι εμείς αφήσαμε τα καινούργια κλαδιά μας και
τα μπουμπούκια τους να μας συστήσουν στην εποχή
που εξιλεώνει όσους αγάπησαν τόσο πολύ
που απ’ την καρδιά της πέτρας πήραν τη λέξη που τους έλειπε
και το κρυστάλλινο ποτάμι της.
Άλλοι προσκύνησαν και ήπιανε τον κουρνιαχτό
κι άλλοι είπανε την λέξη πατρίδα
πρώτη φορά όταν συναντηθήκανε με το νερό.
Τόσο πολύ σ’ αγάπησα.
Τόσο πολύ.
Κι όσο
κι αν θρυμματίζομαι
νοιώθω
να μπορώ
ακόμη περισσότερο.
Τόσο που σύντομα
δεν θα μπορείς καν ούτε να με συλλαβίσεις.




ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΤΑΚΤΙΚΟΣ

 

 

 

 

 

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΣΚΑΡΙΑ

Τα παλιά ξύλινα σκαριά
με τσακισμένα πρόσωπα
έξω από τα νερά τους βουλιάζουν
στην οδύνη των ελαιώνων,
γιατί έτσι πρόσταξαν οι νικητές.
Αυτά τα μισοπεθαμένα καΐκια
δεν κοιτάζουν πια τη θάλασσα.
Κατά την μακρά επιθανάτια σιωπή τους
μεταλαβαίνουν την ύστατη επαφή
με τους ξωμάχους,
που τα σκεπάζουν με λιόπανα,
που ξεκουράζουν τις ιδρωμένες φανέλες τους
στις πρύμνες,
που κρύβουν στο σκελετό τους προσφάι.
Τα τσακισμένα ξύλινα σκαριά βουλιάζουν
κάτω από τα φυλλώματα της λήθης,
επειδή οι νικητές, οι έμποροι,
ήπιαν κάθε σταγόνα θάλασσας
από το κορμί τους.
Τώρα έχουν λησμονήσει
το ντούκου-ντούκου της μηχανής τους,
το ντούκου-ντούκου των αργαλειών.
Το όνομά τους, ξιφολόγχη στο πλευρό τους,
το λησμόνησαν κι αυτό.
Το έξυσαν δριμείς χειμώνες
ή και οι γάτες, που ακονίζουν
τα νύχια τους στο ξύλο.
Και συ που πλησιάζεις,
αν χαϊδέψεις τρυφερά
τα πονεμένα τους μάγουλα,
αν είσαι τυχερός και βλέπεις όνειρα,
μπορεί να σου φανερώσουν
κάποια ξέθωρα γράμματα
κρυμμένα πεισματικά από τον ήλιο
για να μαντέψεις τα υπόλοιπα, που λείπουν…
Ας πούμε —-λαος,
μπορεί από το φιλόλαος
και σε άλλο ελευ—–
ίσως έλευση ή ελευθερία,
ποτέ δεν θα μάθεις σίγουρα.

Τα γέρικα καΐκια απόστασαν πια να τρέχουν
από νησί σε νησί,
από λιμάνι σε λιμάνι,
απ’ το γιαπί στο εργοστάσιο,
απ’ τη θάλασσα στο βουνό,
από κορφή σε κορφή.
Κι όταν κάποτε,
για μια μονάχα μέρα,
λευτέρωσαν τα πόδια τους από τις αρβύλες
κι όταν κάποτε,
για μια μονάχα μέρα,
έριξαν τη χλαίνη από τους ώμους
για να κοιμηθούν επιτέλους
σε μπαμπακένιο σύννεφο,
ξύπνησαν πρωινό Κυριακής σε ξέρα
χωρίς ειρήνη, χωρίς ανατολή.
Μόνο το κύμα δάγκωνε τα βράχια
και τις λέξεις που ανέπεμπαν
ψηλά, στην απέναντι στεριά.
Μόνο αέρας φονιάς έσκιζε
το πανί του αντίσκηνου
και τα γράμματα της μάνας.
Το καθημερνό τους ψωμί
υποκόπανος και βρισιά,
το καθημερνό τους αγώι
απελπισία και θάνατος.
Κι αν κάποτε γύρισαν πίσω, τι;
Είχε ξεθυμάνει απ’ τα ξύλα τους
η αψάδα της θάλασσας,
καθώς ξεθύμανε και η μυρωδιά
του γαρίφαλου, που άνθιζε
στα δάχτυλα του Μπελογιάννη.

Μα εσύ, που θυμάσαι
και περιμένεις το δειλινό,
αν το θέλεις πολύ,
απόψε, αύριο ή μετά από χρόνια,
ίσως ξεκρίνεις στον ορίζοντα,
κάτω απ’ τον ήλιο που κατεβαίνει,
μια βάρκα γεμάτη με νέους ναύτες,
που βάζουν πλάτη
να εμποδίσουν τη δύση,
να κρατήσει πιότερο η μέρα,
να γνωρίσουμε καλύτερα τον κόσμο.

ΘΛΙΨΗ

Δεν είναι τα πέταλα των αλόγων,
που χτυπούν στο καλντερίμι.
Είναι η θλίψη, που μαζεύτηκε με τον καιρό
και χτυπάει στα μηλίγγια μου,
ακολουθεί κατόπιν τις φλέβες μου,
βρέχει το σώμα μου
και πάει και κουρνιάζει στο μαξιλάρι μου
μαζί με τα χοντρά δάκρυα της βροχής.
Λυγίζω πια κάτω από το βάρος
των μελισσών που βουίζουν μέσα μου
και λεηλατούν τη μνήμη μου
για να χτίσουν άλλη, δική τους.
Κι αυτές οι πεταλούδες,
παρόλο που δεν μιλούν,
τι ασήκωτο φορτίο αποθέτουν
στους ώμους μου. Λυγίζω.

Τυραννικό και βαρύ το φως του μεσημεριού,
δεν μπορείς να του κρυφτείς.
Περιμένω το βράδυ να τραβήξω τις κουρτίνες,
να κλείσω έξω από το δωμάτιο
το δανεικό φως του φεγγαριού,
το τραγούδι των γρύλων,
που γαντζώνονται έξω από το παράθυρο.
Περιμένω γυμνός να τυλιχτώ
στην ιαματική σιωπή της νύχτας.
Ούτε τις ανάσες των πουλιών ν’ ακούω,
που κοιμούνται
πάνω στα κρυφά μου χειρόγραφα,
μέσα στις παλιές μου φωτογραφίες.

Μόνο ένα θυμωμένο μου όνειρο να βλέπω,
το ίδιο να βλέπω κάθε βράδυ.
Ένα χαμόγελο,
το δικό μου χαμόγελο κυνηγώ,
που αρμενίζει στα πικρά χείλη της θάλασσας.
Μα πώς να το φτάσω
με λυγισμένο τον ιστό της ράχης μου;
Με ποιου ανέμου τα κουρέλια
θα φέρω πίσω
ένα αβύθιστο χαμόγελο;
Πότε, που αύριο πάλι θα ξημερώσει;

ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Οι ποιητές,
όχι εκείνοι, που ζουν ανάμεσα
στα πολλά φώτα και στους καθρέφτες,
όχι εκείνοι, που συνομιλούν με τους Ολύμπιους
ούτε εκείνοι, που σιτίζονται στο Πρυτανείο.
Οι άλλοι, οι φτωχοί ποιητές,
αυτοί, που γυρίζουν μεσημέρι από τη δουλειά
κρατώντας στο χέρι ένα διχτάκι
με το ψωμοτύρι τους κι ένα τσαμπί σταφύλι,
κερδισμένο αίμα μιας ακόμα ημέρας.
Αυτοί, που περιμένουν καρτερικά να σουρουπώσει
για ν’ ανοίξουν την πόρτα τους,
να φιλοξενήσουν λυπημένο το ηλιοβασίλεμα,
ερωτοφόρο τον Νοτιά.
Αυτοί, οι δικοί μας ποιητές,
όταν νυχτώσει για τα καλά,
βγάζουν το πουκάμισο
και με το στέρνο γυμνό
ξαπλώνουν στο μονό τους κρεβάτι
και περιμένουν.
Έρχονται, λοιπόν, η μια μετά την άλλη
σιωπηλά, αθόρυβα
οι πεταλούδες.
Χιλιάδες πεταλούδες
μικρές, μεγάλες, πολύχρωμες,
απ’ όλες τις εποχές,
απ’ όλους τους τόπους
και παίρνουν τη θέση τους
πάνω στο γυμνό στέρνο των ποιητών.
Άλλες έρχονται με τις λάγνες νύχτες του Ιουλίου,
άλλες καταμεσής στις ακίνητες νύχτες του Δεκέμβρη.
Κάθε βράδυ και άλλες,
κάθε βράδυ και απ’ αλλού.
Από την Κίμωλο ή από τη Σιέρρα Μαέστρα,
από την Μαύρη Θάλασσα ή από το Πόρτο Κάγιο.
Κι εκείνες, που δραπέτευσαν
από τα γένια του Τσε
σώζοντας το τελευταίο του χαμόγελο
και οι άλλες, που έκλεψαν
από τα κρύα χείλη του Λόρκα
το τελευταίο του ποίημα
τραγουδημένο με δώδεκα τουφεκιές.
Απιθώνουν πάνω στο στέρνο των ποιητών
φθόγγους και βόγγους,
συλλαβές και φωνές,
που συνέλεξαν από την Πανανθρώπινη Ωδή,
όπως απίθωσαν την γύρη τους
στα κλειστά βλέφαρα του σκοτωμένου Δυσσέα.
Δροσίζουν τους γυμνούς ποιητές,
όπως με το φτερούγισμά τους δρόσισαν
δυο ζεστά ακέφαλα κορμιά
κάτω στο φαράγγι του Φάγγου.
Όταν φέξει πάλι,
οι φτωχοί ποιητές βγαίνουν στο κατώφλι τους
μ’ ένα κανάτι λέξεις
και κερνούν τους περαστικούς,
που κοντοστέκονται για καλημέρα.
Λέξεις άκρατες,
λέξεις καινούργιες
κι ωστόσο πολύ παλιές, πολλές ξεχασμένες,
λέξεις φτιαγμένες από την βραδινή γύρη,
που κόμισαν οι πεταλούδες.
Πού να τις θυμηθώ όλες…
Θυμάμαι από το Άλφα την Αρχαία Αγορά,
από το Δέλτα το Δίκιο του Δήμου,
το Φρόνημα από το Φι
κι από το Ωμέγα την Ώρα.
“Ώρα καλή” εύχονται στους περαστικούς,
που κοντοστέκονται για καλημέρα.
“Ώρα να πιαστούμε ξανά από τη Ζωή”.
Κι από το Ζήτα
πάλι τις ίδιες λέξεις κερνούν
οι δικοί μας ποιητές.

ΑΣ ΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΜΕ

Ας ετοιμαστούμε κι εμείς.
Το υφάδι της Αθηνάς
δεν είναι πια λευκό.
Με τη βαμμένη τρίχα του ασβού
ο ποιητής το ιστόρησε
από τη μια του άκρη
ως την άλλη άκρη του στοχασμού.
Λαού φτωχού τη δόξα έγραψε
κι από κει ως την άκρη της αγάπης πήγε
κι ανέβασε από τις κροκάλες
στα χείλη του τον κόχυλα
κι έστειλε το αναφιλητό του αίματος
να χτυπήσει στ’ αυτιά μας
και ύστερα ήρθε να δειπνήσει μαζί μας
με παραμύθια και μήλα στη χόβολη,
γιατί εμείς κοιτάζαμε άπραγοι
το άπειρο νερό
ως την άκρη της θάλασσας,
λες και περιμέναμε μαντέματα.
Μάτην.
Δεν έχουμε νιώσει ακόμα
πως η Κασταλία χρόνο με τον χρόνο
στερεύει από νερό και χρησμούς,
επειδή όλο και λιγότερες μανάδες
λούζουν σ’ αυτήν τα παιδιά τους.
Περιμένουμε, λέμε,
να ακουστεί λαού βουλή,
ανάγκη να ακουστούν λαού τα ρήματα.
Ναι, αλλά κι οι σκοτωμένοι να μη μιλήσουν;
Ο ήλιος, βλέπεις, όλο και ξεμακραίνει από μας.
Όλο και λιγοστεύει το φως του.
Χρέος δικό μας να κατέβουμε
τα σκαλιά του νεκρομαντείου,
να μας πουν αυτοί που έδωσαν ζωή,
να πάρουμε ευχή
από αυτούς που έδωσαν αίμα,
να σιγουρευτούμε πως η Πάραλος
θα έρθει λάμνοντας σιωπηλά
να φέρει στα κελιά μας
ζυγό μαντάτο:
“Βαρύς χειμώνας σας ακουμπά,
για ζείτε για πεθαίνετε,
διαλέξτε αέρα”.
Κι εμείς ας ετοιμαστούμε επιτέλους.
Από τους δεκάξι αέρηδες
τον Ζέφυρο να πάρουμε με το μέρος μας
να μας φυσάει προς την ανατολή.
Και να δώσουμε όρκο στον Ναυτίλο,
να χορέψουμε μπροστά του
με τα χέρια μας πιασμένα σταυρωτά.
Έχουμε φουρτούνα μπροστά μας
κι έχουμε χρόνια να ταξιδέψουμε,
όμως την τέχνη της θάλασσας
ποτέ δεν την λησμονήσαμε.

ΤΟΥΤΟΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Τούτοι οι νεκροί, που δείπνησαν μαζί μας,
που κάθισαν στην τάβλα μας απόψε,
μια μόνη έγνοια είπανε πως είχαν,
μα όχι για τα ορφανά παιδιά τους,
που νηστικά, ξυπόλητα τ’ αφήσαν
να ‘χουν για χρόνια σύντροφο τον τρόμο
κι ούτε για τις γυναίκες τους, που πάψαν
να τραγουδούν και γύρισαν στο θρήνο
και ο πολύς ο θρήνος τους μεγάλο
τραγούδι έγινε για την ειρήνη.
Μήτε για σπίτια νοιάστηκαν, γι’ αμπέλια,
για δέντρα, για χωράφια που τους κάψαν
κι αυτούς στο απόσπασμα ορθούς τους στήσαν.
Και είπαν, στο φως εδώ αν ξαναγυρίζαν
ούτε ντορό θ’ αλλάζαν ούτε λόγο.
Φωτιά στα σπίτια οι ίδιοι αυτοί θ’ ανάβαν,
τ’ αμπέλια τους θα καίγαν μοναχοί τους
και τα παιδιά ξυπόλητα θ’ αφήναν
ξανά και τις γυναίκες τους να κλαίνε.
Μια μόνη και μεγάλη έγνοια είχαν
πριν τους ξανάβρει ο θάνατος στον τοίχο
να μη δεχτούν τα μάτια να τους δέσουν.
Κατάματα να βλέπουν το τουφέκι
κι άφοβα η ματιά τους να βαδίσει
πάνω στην κάννη που τους σημαδεύει
μέχρι να βρει του σκοπευτή το μάτι
το ανοιχτό κι ίσως ν’ ανταμωθούνε,
πριν τραβηχτεί η σκανδάλη, οι ματιές τους
και μοιραστούν μαζί τον ίδιο πόθο,
το όνειρο μια ζωή να χτίσουν άλλη
προτού ένα ακόμη βόλι τους χωρίσει.

ΙΧΩΡ

Σ’ αυτό εδώ τ’ ακρογιάλι, που κατέβηκα,
έλυσα της Σφίγγας το βαρύ αίνιγμα
κι άλλο βαρύτερο, μετέωρο της έβαλα:
«Από τι είμαι πλασμένος;»
«Από χώμα, είπε, από νερό, από μέταλλο…»
Λάθος έκρινε.
Δεν είμαι βώλος, που κυλάει
στα πόδια του ένας κάνθαρος
ούτε πηλός, που γίνεται άδειο κανάτι,
νεκρό ακροκέραμο.
Δεν είμαι σίδερο πάνω στο αμόνι του Ήφαιστου.
Είμαι πιο σκληρός από το ατσάλι,
πιο καθαρός από το χρυσάφι,
πιο φονικός από τον υδράργυρο.
Δεν είμαι θάλασσα
κι ας ερωτεύομαι τα καράβια.
Ούτε φωτιά ούτε βροχή ούτε αέρας.
Γίνομαι, όμως, θάλασσα,
με άγρια κύματα πνίγω την υποταγή,
με ευδία ταξιδεύω την ελπίδα.
Γίνομαι άνεμος
να διώχνω μακριά τον φόβο των παιδιών.
Γίνομαι βροχή
να ξεπλένω το βλέμμα των ποιητών
από τη θλίψη των στίχων.
Γίνομαι σήμαντρο να ραγίζω τη σιωπή,
φλόγα κεριού να κλέβω το σκοτάδι.

Ένας ράφτης είμαι και καρφιτσώνω
φωτάκια στο στερέωμα,
ονόματα και λέξεις βελονιάζω.
Κάθε βελονιά κι ένα γλυκοχάραμα.
Το αίμα που μ’ εξουσιάζει δεν το κατέχω,
είναι αόρατο και άπιαστο,
ίσως από μέλι και δηλητήριο,
από θυμό και από έρωτα.
Τις καταδικές μου νύχτες,
μες στα γενναία μου όνειρα,
βυθίζεται η ακοή μου σε αρμονίες,
που ήρθε ο καιρός να τις τραγουδήσουμε.
Η όρασή μου χάνεται σε χρώματα,
που μ’ αυτά θέλω να βάψουμε τον κόσμο.
Το ξημέρωμα μου φανερώνει
πως είμαι από αιθέρα,
από φως που συγκρούστηκε με φως.
Μου δείχνει πώς να ζυμώνω το πρόσωπό μου.
Με το σάλιο μου, με το δάκρυ μου.
Με το αποτύπωμα της παλάμης μου
να το σφραγίζω.

Η Σφίγγα πέτρωσε πια
στην προθήκη του μουσείου.
Της τέλειωσαν τώρα τα αινίγματα.
Άλλα διλήμματα δεν της έμειναν
να δέσει στα πόδια μας.
Εσείς κι εγώ είμαστε ολόιδιοι,
δεν το νιώθετε;
Είμαστε κομμάτια από το ίδιο φως,
ο Ιχώρ τρέχει στις φλέβες μας.
Είμαστε ελεύθεροι να ζωγραφίσουμε τη ζωή
με το υπερούσιο αίμα μας.
Ελεύθεροι, αρκεί να το διαλέξουμε.




ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΕΒΕΛΕΚΑΚΗΣ

 

 

 

 

 

 

ΕΝΤΕΚΑ ΛΕΞΕΙΣ ΧΑΡΙΣΜΑ (2017)

1

Θα το μπορούσε, λοιπόν, ο κόσμος τούτος, κι ο άλλος κι ο παράλλος, κτιστός μαθές* και άκτιστος, ακέριος να χωρέσει μες σ’ έντεκα λεξούλες… Αφού,
όπως είπε ένας σοφός, χωρά σε μια σελίδα, γιατί να μη χωρά και σ’ έντεκα λέξεις; Σ’ εκατό;… Σε τρεις;…
Για παράδειγμα: Σε παίρνει χελιδόνι σε πάει στον ουρανό· κόβεις εκεί τριαντάφυλλο, στο χώμα το φυτεύεις. Το θέρος σου εμπιστεύεσαι σ’ ένα τής
λεύκας φύλλο μεσημβρινό, κι απάνω του τ’ αφήνεις με άμμο, αέρα, θάλασσα, κοχύλια και πετρούλες – σ’ αυτό το χάρτινο κουτί από γάλα τα μαζέψατε.
Με όλα ετούτα ζεις τον κόσμο, τον χρόνο σου που πλέον διαρκεί…
Κι άσ’ τα ρολόγια στην αδιάφορη ησυχία τους, γρυ δε σκαμπάζουνε ετούτα από χρόνο αληθινό…

*μαθές: δηλαδή, βέβαια

4

Τ’ αρμυρίκι δεν ονειρεύτηκε ποτέ του να ξυπνήσει τριαντάφυλλο. Εσύ, γιατί σ’ αφιόνι αλλάζεις της μάνας σου το γάλα;…
Κουτί διάφανο ολοστρόγγυλο ο κόσμος μυρίζει κι ακούγεται στου γαλαξία τα πέρατα, ωσάν το καλάμι φυσά… Αέρας τόνε πάει τόνε φέρνει στην
παλάμη σου εντός. Κι η θάλασσα το ίσο σού κρατεί, παρέα και τ’ ακάματα τζιτζίκια.
Πιάνεις κι εσύ και τραγουδείς – μες στην απρόβλεπτη εκείνη της άμμου ησυχία. Το χελιδόνι τραγουδείς που μήτ’ αυτό αλλάζει φύση και οδό. Ρολόι ο κόσμος να κυλά, ακοίμητος ο χρόνος, ποτές μην ξεκουράζεται, εκείνος ο μονόρχις, ο Βιονικός – κι ο κακομοίρης ο άνθρωπος να σέρνεται στο χώμα…
Δεύτερη του ανθρώπου έκπτωση, άσωστη κι ετούτη η εκατομμυριοστή σελίδα του…

5

Σα να βγήκαμε, λέει, απ’ τη θάλασσα της οσίας μάνας κι από την κεφαλή του δία πατέρα. Τριαντάφυλλου αγκάθια, τσιμπούμε ένας τον άλλο- ησυχία δεν μας βρίσκει ποτέ… Έτσι ζούμε στον τόπον αυτό που ’χει τις χάρες όλες…
Στο ίδιο δε ξύλινο παραλληλόγραμμο κουτί θε να χωρέσουμε κάποτε όλοι το σώμα μας, σαν το ρολόι σημάνει τη στιγμή, χώμα να γένουμε και
πάλι πρόσφορο. Θα ‘χουμε προ πολλού ξεχάσει το γάλα της μητρός, και δεν θα ’χουμε στην μέσα τσέπη μας καν μιαν χούφτα άμμο από την ύστερη
Αγια-Φωτιά…
Το σίγουρο: θα ’χουμε αφήσει πίσω (κι εμπρός) μας μια σελίδα αγάπης αχειροποίητη, κομμένη από τα διάφανα ημερολόγιά μας.
Είθε την ώρα ’κείνη τη στερνή (και πρώτη) ένα χελιδόνι να βρεθεί να μας κατευοδώσει με την ευχή τ’ αέρα.

6

(1965-1975, από τις πρώτες μνήμες)

Το γάλα μάς το ’φερνε μες σε γυάλινο μπουκάλι ο κυρ Γιώργης που ’χε την ΕΒΓΑ της γειτονιάς, πέρα, στη Βίλα με τα πεύκα· κι εμείς, σ’ ησυχία δεν τον αφήναμε: σαν καβάλαγε το τρίκυκλο για να συνεχίσει τη διανομή, τρέχαμε και κρεμιόμασταν απ’ τον ουρανό της καρότσας του και κοκάλωνε το μηχανάκι (τέσσερις-πέντε ήμασταν!) και μούγκριζε απ’ το πολύ το γκάζι, και τον ελευθερώναμε μόλις αυτός κατέβαινε να μας κυνηγήσει·
ο ωραιότερος κήπος στη γειτονιά ήταν της φίλης μου της Πόπης (κόκκινος από τριαντάφυλλα, ντροπή παιδική)· παίρναμε το δύστυχο το φυλλαράκι απ’ το τριαντάφυλλο, τ’ αποθέταμε στον κύκλο που σχηματίζαμε με δείκτη και αντίχειρα κι ύστερα του δίναμε μια με την άλλη παλάμη – ίσα για ν’ ακούσουμε το κλακ εκείνο από το σκάσιμό του·
σα φτάναμε στον κάθετο δρόμο προς Λούτσα, εκεί να καμάρωνες λεύκες!…, με τον ΟΤΕ, μικρούλης αέρας με την αδελφούλα του την αύρα έκαναν μες από τ’ ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου και μας καλωσόριζαν-
θυμάμαι ακόμη (και συγκινούμαι) μια φορά π’ ανέβηκα ψηλά και πήδηξα στην άμμο, κι από το πέσιμο μου κόπηκε η ανάσα· μα και το χώμα που έφαγα την άλλη που ξέφυγα απ’ τον γύρο στην παιδική χαρά του Πικιώνη·
το κουτί απ’ τα μπισκότα ΣΕΡΑΛ, μεταλλικό, μάζευε σ’ αυτό η μάνα μου κουμπιά· δεκάδες όμορφα κουμπιά ωσάν θαλάσσης Βότσαλα-
το πρώτο μου ποίημα σε μια σελίδα μικρού μπλε τετραδίου – για ένα εκκλησάκι έλεγε όπου πάν’ τα χελιδόνια και στήνουνε φωλιές·
το πρώτο μου ρολόι, τέλος – κόκκινο «καντράν» (ως λέγαμε τότες περήφανοι!) και δείκτες ολόλευκοι…

13

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Στων λέξεων μέσα την έμφυτη ησυχία ο μικρογράφος ζει. Όσων γνωρίζει μα κι αυτών που αγνοεί. Η αγωνία αυτών των τελευταίων (κι η γνώση, κυρίως, πως ποτέ δεν θα τις μάθει…) είναι πια το καθημερινό το μαύρο γάλα του. Ίδιο χελιδόνι, ωστόσο, χτίζει φωλιές σελίδες και τις κατοικεί.
Στης ψυχής τα ερμάρια φιλοξενεί πολλά κουτιά με χρώματα· πιάνει χρωματίζει ανάλογα κάθε στιγμή με μουσικές και χρώματα. Πότε γίνεται χώμα για ν’ ανθίσει ένα τυχαίο σωστό τριαντάφυλλο και πότε αέρας για να πετάξει ένα σίγουρο χελιδόνι. Τρελαίνεται, ωστόσο, να νιώθει χρήσιμος σε μι’ άχρηστη κοινωνία.
Στα συρτάρια του βρίσκεις πολλά ρολόγια σκονισμένα -κάποια παίζουν, άλλα με τον καιρό εμαργώσαν-, κι ας μετρά ο ίδιος τον προσωκρατικό χρόνο του με τις λέξεις της άμμου και τις μνήμες της θάλασσας…

19

Έντεκα λέξεις μού ’δωσαν κι ένα μήνα χρόνο για να εννοήσω, τον κόσμο να κατανοήσω. Αφορμή μου οι ιστορίες που θα συνθέσω μ’ αυτές. Τις έχω
σημειωμένες στην πρόχειρη σελίδα της φλέβας μου· κάθε τόσο τις κοιτώ τις συμβουλεύομαι. Ο χρόνος είναι ο μήνας όπου τα σύκα δένουν το γάλα τους.
Τη μια είμαι δειλινό, σε κόκκινο απάνω καΐκι με τ’ όνομα «ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ» και ματίζω τα δίχτυα· την άλλη, αέρας και πειράζω την άλλη παιδική μου φίλη, τη θάλασσα. Μένει λίγο πιο κάτω από ’δώ. Έρχεται και μια φίλη της φίλης μου, η άμμος, δίπλα μένει κι αυτή, μόλις ένα κύμα τις χωρίζει, και παίζουμε όλοι μαζί, και την πειράζω κι αυτήν.
’Φχαριστιέμαι ν’ ακούω τις μικρές τους γκρίνιες. Σ’ ησυχία δεν τις αφήνω, κι άμα χορτάσω απ’ τις φωνούλες τους, τρέχω κόβω στον ξεροπόταμο κάτι
λουλουδάκια που τα λέμε «ρολόγια» και χαρίζω από ένα στην καθεμιά. «Ιδού πώς να τα χειρίζεστε…» εξηγώ «…πώς να τα γυρνάτε προς τα μέσα,
κατά το μέρος της ψυχής, δηλαδή…»
Εκείνες τα παίρνουν τα γράμματα κι αμέσως πετυχαίνουν αιωνιότητες και χαίρονται, χαίρονται κι ακούγονται σ’ όλην την Αγια-Φωτιά.
Οι δυο τους δε -είναι και πονηρούλες- κρύβουν ένα μυστικό από μένα*: έχουν σ’ ένα στρογγυλό μεταλλικό κουτί -φερμένο απ’ τας Ευρώπας- μαζεμένα πολλά τέτοια «ρολόγια» και μόνο τα χελιδόνια αφήνουν να τα δουν και να θαυμάσουν – κι αυτά, μονάχα από ψηλά και στα γρήγορα. Γιατί
άμα τα κοιτάς πολλήν ώρα, τα «ρολόγια» αυτά τα φυσικά ξεκουρδίζουν και γίνονται φτηνός χρόνος καθημερινός κι απάνθρωπος, πά’ να πει ψεύτικος…
Και μετά, άντε για να ’βρεις σπόρους εύκαιρους και χώμα πρόσφορο, κουράγιο πάν’ απ’ όλα, φωτισμένα απ’ τ’ αποπάνω εωθινό παραθυράκι της
Αγίας Φωτεινής, για να φτιάξεις, αν στέρξει, τέτοια θεσπέσια «ρολόγια»…

*εσχάτως οπού πασκίζω να μάθω τη γλώσσα των πουλιών, έστησα αυτί μια μέρα κι άκουσα δυο χελιδόνια να λένε για το μυστικό…

28

Τ’ Αυγούστου τριαντάφυλλο καρφώνει με τ αγκάθι του τον χρόνο ακριβώς στο στήθος του ρολογιού κι ευθύς γίνεται άσπρο σαν το γάλα που δίνει μικρό παιδί σε δυο γατάκια κόκκινα.
Αέρας Βλέπει το συμβάν, μανίζει απ’ τη χαρά του και πολεμά κι αυτός και παίζει με του κόσμου όλου τα πλάσματα – αθώα κι ένοχα. Πετά τον άμμο σε τραπέζια και καφέδες, σε σελίδες αντηλιακές ξαπλωμένων στην κάψα βιβλίων και κάνει σκόνη το χώμα των πυρωμένων αγρών.
Η θάλασσα μονάχα και τα χελιδόνια (πιο πολύ απ’ όλα τα πουλιά) ’φχαριστιούνται το παιχνίδι αυτό – κουτί τούς έρχεται τούτη η απρόσμενη φυγή απ’ τη μονότονη ησυχία της μοίρας τους…

29

Νωρίς το πρωί, στην παραλία εύρισκες την καλύτερη ησυχία. Μα σήμερα, αέρας λιβυκός άρπιζε τη θάλασσα· μεγάλα κυανογάλαζα τριαντάφυλλα
σχηματίζονταν εμπρός στα μάτια του παιδιού (εντυπωσιασμένα!) που ρουφούσε το γάλα του χαζεύοντάς τα απ’ την ξαπλώστρα – χαλούσαν εκείνα
στη στιγμή, και άλλα φτιάχνονταν στη θέση τους όλο αυτό γινόταν.
«Το νερό μυρίζει χώμα…» σχολίασε ο πατέρας κι η μητέρα τσάκισε το βιβλίο στη σελίδα που διάβαζε: «Εμένα μου πέφτει βαρύ ετούτο το νερό»
γκρίνιαξε. Ακούμπησε το Βιβλίο στην άμμο, κι έβγαλε απ’ την τσάντα του μπάνιου το κουτί με τις κηρομπογιές κι ένα μπλοκ ιχνογραφίας τα ‘δωσε του παιδιού.
Μαμά! Μπαμπά! Χελιδόνια!- Εκεί!…» δείχνει το παιδί κατά τη θάλασσα, «Πίνουν νεράκι!…»
Κάθισε και ζωγράφισε και κάθε τόσο έλεγε την ώρα από το μπλε ρολόι που μόλις του είχαν αγοράσει: ήταν το πρώτο του αδιάβροχο.

34

(Για ποια κοινωνία;…)

Καλύτερο, πες, το αρμυρίκι από τον άνθρωπο – η σκιά του σώζει ενώ του ανθρώπου… Το χελιδόνι μετρά ορθότερα απ’ ό,τι το ρολόι – στιγμές μετρά, και όχι τζάμπα ώρες· αρμυρίκι και χελιδόνι ξέρουνε αμφότερα πως στ’ ουρανού τη μεγάλην οθόνη όπου παίζεται η διαρκώς ανανεούμενη ταινία
της αιωνιότητας -ούτε εικόνες, ούτε λόγια, μόνο μουσική-, η ζωή μας είν’ ένα διάλειμμα (εμείς, οι ψευτάνθρωποι το ξεχνάμε…)
Λυπημένο, γι’ αυτό, το ψωμί που βουτάς μες στο γάλα – σαν τη μάνα σου. Άμμος η ψυχή, τι ψάχνεις, την ξεσηκώνει αέρας δυνατός. Χώμα κι η σελίδα αυτή – λες να πετάξει αίφνης κάνα σκαστό τριαντάφυλλο;… Στο πέτρινο κουτί του ζει καθένας, να ’χει την ησυχία του…
Μα για ποια κοινωνία μού μιλάς, ρε φίλε;…

43

Και του χελιδονιού το γάλα έχει αυτός ο τόπος – ευλογημένος, πράγματι!… Και βάλθηκαν όλοι, τρελάθηκαν;! να τον ξεκάνουν… Το τριαντάφυλλο
να ξεκάνουν, να μολύνουν τη θάλασσα, να δηλητηριάσουν τα χώματα, τον αέρα!… Και όλ’ αυτά, για το χρήμα και τη δόξα…
Άσε, το λοιπόν, κι εσύ την ησυχία σου, παράτα τώρα τη σελίδα αυτή, και βγες έξω! Έβγα απ’ το κουτί σου πια! Τρέχα! φώναξε! Το ρολόι τρέχει,
κυλά ο χρόνος, δεν είναι ατέλειωτος (κι ας νομίζεις τ’ αντίθετο) σαν τον άμμο… Για να μείνει λευκό του παιδιού σου το γάλα, έστω, γι’ αυτό!
Ξεκούνα πια! Για τ’ όνομα του Θεού!…

44

Ωσάν τον άμμο, ξαναειπώθηκε, οι ιστορίες που είναι να γραφούν μ’ αυτές τις έντεκα λέξεις – τις διαλεγμένες μέσα από μιαν παράξενη, θαρρείς
μεταφυσική προοπτική ωσάν κι εκείνη του Giorsiο de Chirico.
Ησυχία Βασιλεύει εδώ κάτω, στ’ Αυγούστου το μεσημέρι. Ένα χελιδόνι περιδιαβαίνει στον κήπο του παράδεισου. Κρατεί στο χέρι ένα κουτί, μαζεύει ξυλαράκια κι άλλα μικροπράγματα από χάμω. Ένα τριαντάφυλλο (το χώμα του το Βοηθά να ονειρεύεται) χαζεύει από ψηλά μα ενίοτε κοιτά και κατά το ρολόι που στεγνώνει ξεχασμένο στο κλαρί ενός πεύκου.
Κι ένας αέρας που ανάλαφρα φυσά, ίσα για τρεμίζει λίγο η κάψα, παίζει με τις σελίδες του αφημένου στο περβάζι Βιβλίου. Μισό χιλιόμετρο
πιο κάτω ανθίζει η θάλασσα, που άλλες μέρες, ολίγες ευτυχώς, τα κύματά της είναι από γάλα…

59

Δεν ξέρω πούθε αρχίζει πού τελειώνει ο αέρας’ κι ούτε ποτέ θα μάθω… Ούτ’ ακόμη πού τελειώνει ο άμμος, πού κινά η θάλασσα… Στο ασχημάτιστο μέσα μου πανόραμα του κόσμου, ωστόσο, ένα είναι όλα. Εντός τους κι εγώ, π’ όταν θεϊκή με κατακλύζει ησυχία, μου είναι μπορετό, μυρίζοντας ένα τριαντάφυλλο, θαυμάζοντας το χελιδόνι που περνά, νά ’μπω κι εγώ μες στην ψυχή του άλλου όντος, έστω για λίγα δευτερόλεπτα (όσο ένα όνειρο), και
να νιώσω, να υποψιαστώ λέγε καλύτερα, τη δική του ύπαρξη!…
Αυτό μου υπαγορεύει, ασύνειδα το πιο πολύ, το γάλα που με Βύζαξε η μάνα μου, το χώμα που μου δίνει ετούτη η γης για να πατώ, κι ο αέρας,
άμα πετυχαίνει, για να πετώ!…
Δύσκολα χωρούνε όλ’ αυτά σε μια σελίδα, πολύ πιο δύσκολα φυσικά απ’ ό,τι ένας ελέφας σ’ ένα ξύλινο κουτί ή κι ο χρόνος ακόμη στο πιο αξιόπιστο ρολόι της αγοράς…

60

Άμα εκατέβηκα εκείνο ίο πρωί από το δέντρο των ονείρων (το είχα μάλιστα καμωμένο πυρογραφία σ’ ένα ξύλο απάνω του Ιούνη), είχα στα χείλη μου
μια γεύση από νερό τριαντάφυλλο και το σεντόνι κάθιδρο από τ’ Αυγούστου την ψυχρίτσα.
Κάνοντας το χέρι μου να πιάσει, σαν κάθε πρωί, τα γυαλιά, έπεσε πρώτα απάνω σε κάτι πιο αιχμηρό. «Τ’ είν’ ετούτο πάλι;» ψέλλισα κι έβαλα
αμέσως τα γυαλιά. Τι έκπληξη ήταν αυτή!… Ένα κουτί επάνω στα Βιβλία του κομοδίνου, ένα κουτί που τα πόδια του ήτανε μες στο κόκκινο χώμα· κι
εντός του μια σειρά παράξενα αντικείμενα που, αφού έριξα σε όλα μια γρήγορη ματιά, άρχισα να τα περιεργάζομαι ένα προς ένα: Ένα βαλσαμωμένο χελιδόνι, μια τσαλακωμένη σελίδα (από μια καταχώριση προσκλητηρίων γάμου που είχαμε στήσει για τον φίλο μας τον Σπόρο), ένα ρολόι με δείκτες από άμμο κι όλη η πλάκα του χρόνου μια θάλασσα, ένας αέρας παγωμένος ακίνητος, ωσάν το γάλα κατάλευκος (ήταν αυτός που είχε παγώσει
τις καρδιές μας καλοκαιριάτικα…) – ως κι η έκπτωτη ησυχία μας ετούτου του κακότυχου εφετινού μήνα ήταν εκεί (μα πώς εμπόρεσε, αλήθεια, αυτή για να ντυθεί την ύλη;…)
Μην απορείς, λέω του εαυτού, καμιά έννοια η ιδέα δεν είναι στο βάθος της τόσο αφηρημένη όσο φαίνεται…
Και θυμούμαι ευθύς τα γέλια των Μακάρων εκεί απάνω με τ’ άθλιά καμώματά μας…

64

Άμμο και θάλασσα, χελιδόνι μου, στον αέρα σου φύλαξε, από τριαντάφυλλο δυο σελίδες παραμύθι για των μικρών το βραδινό το γάλα, κι άμα ανταμώσεις στο χώμα κουτί, άσ’ το στην ησυχία του κάνα ρολόι παλιορόλογο θα κρύβει…
Οπού εσύ, καλύτερα απ’ όλους το κατέχεις: το καλοκαίρι είν’ η λέξη με τα πιο πολλά συνώνυμα!…

65

«Άλλος κόσμος η θάλασσα στον κόσμο μέσα…» μουρμούρισα σαν επιστρέψαμε στην πόλη. Κι ήτανε, πράγματι, σα να ’χαμέ βγει εκεί, στο Σουτραλί, μεσημεράκι απόγεμα δεκάξι του Ιούλη, έξω απ’ αυτόν
τον κόσμο!… Απίθανο, μα αληθινό!…
Άμμος του γνωστού κτιστού κόσμου δεν υπήρχε, μήτε χελιδόνια που σκίζουν τον αέρα του ματιού σου προτού προλάβεις να πεις κύμινο… Χώμα μονάχα, κι αυτό πίσω μας, στη μικρή παιδική χαρά.
Τα τριαντάφυλλα μας κοιτάζαν πίσω από τους φράχτες των κήπων κι ανασαίναν κι εκείνα μαζί μ’ εμάς ετούτην τη δροσερήν αύρα.
Μια ησυχία ολόγυρα, κάτω από κάθε ψάθινη ομπρέλα κι από ’νας-δυο λουσμένοι, κι ούτε μωρά να σκούζουν και μαμάδες να ουρλιάζουν για το γάλα
και το κολατσιό της μέρας’ μα ευτυχώς, ούτε και κάγκουρες* -αέρας κοπανιστός!- που κάνουνε του κόσμου τις ανόητες φιγούρες για να προσελκύσουν των κοριτσιών τα Βλέμματα…
Τρεις φορές επέσαμε στη θάλασσα, τριπλό το μπάνιο αυτό λοιπόν!… Κοιτούσαμε το ρολόι, από μισή ωρίτσα κάθε φορά…
Στο ενδιάμεσο, τρώγαμε ροδάκινα και διαβάζαμε δυο-τρεις σελίδες απ’ το Βιβλίο…
Κατά τις επτά, Βαδίσαμε ίσαμε την Αγριά και κάτσαμε σ’ ένα ταβερνάκι. Σαλάτα, γαύρος, μπύρες – στο κύμα επάνω…
Κι άμα το λεωφορείο μάς εκατέβασε στην πόλη, ξαναμπήκαμε και πάλι στο λιθόχτιστο κουτί μας…

*κάγκουρας: πιτσιρίκας που ντε και καλά να σου τραβήξει την προσοχή με οποιοδήποτε μέσο (οδήγηση, ηχορύπανση, εμφάνιση ίου ιδίου και του οχήματος του κ.λπ.) πάντοτε χωρίς μέτρο και πάντοτε κακόγουστα.

66

(Τ’ αέρα)

Έλα, κάθισε εδώ, στ’ Αέρα το Πέρασμα, καταμεσήμερο, στο σκαλοπατάκι. Και λέγε πως ο ίδιος είναι αέρας π’ ανεβάζει ψηλά τα χελιδόνια στην
Άφησσο’ κι ακόμη, ο ίδιος αυτός που με το γάλα του (τι δρόσος, αλήθεια!) τρέφει τα πνευμόνια σου.
Αυτός, βέβαια, του κόσμου όλου γυρνά τις σελίδες. Κι άμα αγριέψει, στην Περίσσα πες, παίρνει τη βίτσα του την άμμο και σας κανοναρχεί.
Ετούτος δεν είναι πάλι π’ ανακουφίζει, στην κάψα μέσα, τα τριαντάφυλλα; Που κάνει το δέρμα της θάλασσας μόλις ν’ ανατριχιάζει;…
Μα σίγουρα δεν είν’ αυτός που σπρώχνει μπρος τον χρόνο στα ρολόγια – έχει μιαν ησυχία ετούτος ’δώ ο αέρας, πιο καλή κι από ’κείνην που βρίσκει το σώμα άμα με το χώμα γίνεται πάλι ένα…
Και δεν είναι, σίγουρα, αυτός που ρίχνει από τον ουρανό στο φρυγμένο κεφάλι σου τα μαύρα μπιρμπιλόνια: θεόσταλτο ένα πουλάκι (να ’τανε χελιδόνι;) ήρθε σε καλησπέρισε στης κρεβατίνας απάνω τα φυλλώματα. Κουτί σου ’κάτσε εσένα όλο αυτό, οπού δεν σου ’ρχονταν ιδέα καμιά πώς να ταιριάζεις ένα τετράγωνο πράμα με τον αέρα…

76

Ένα χελιδόνι παίρνει τις μνήμες σου όλες τις παιδικές, σ’ ένα κουτί μικρό -κοσμήματα- τις βάζει και μηνά τ’ αέρα του «’Τοιμάσου! Κι έχουμε ταξίδι
μακρύ μπροστά μας, τόσα χρόνια να περάσουμε, Βουνά-ποτάμια-λίμνες, εσύ κι εγώ, θάλασσα με τους άμμους τους, κι εκεί ψηλά να του τις πάμε,
τις περιμένει – ότ’ είν’ αυτές τ’ ολίγιστο γάλα τού καφέ του, αυτές κι η σπάνια ησυχία του, κι ο χρόνος του που ξαναβρίσκει μακριά από του κόσμου
τα ρολόγια· και είναι ακόμη η σελίδα που δεν θα καταγράψει ποτέ όσα ανέγγιχτα νιώθει· το τριαντάφυλλο εκείνο το έφηβο -αύριο θα της το δώσει!-, και το στερνό του χώμα…»

11 ΛΕΞΕΙΣ, ΒΟΛΟΣ 2017, ΕΚΔ. ΔΙΑΦΟΡΟΣ




ΛΙΝΑ ΦΥΤΙΛΗ | Βιογραφικά στοιχεία

 

 

 

Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών. Ζει στον Βόλο κι εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Βιβλία της: Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας, νουβέλα, Καστανιώτης, 1997. Τώρα είναι αργά, μυθιστόρημα, Απόπειρα, 2011. Μυθική μέρα, ποιήματα, Ενδυμίων, 2014, Παράξενο Καλοκαίρι, διηγήματα, βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016. Το 2018 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της, Ισόβιο Πρόσωπο, εκδόσεις Μελάνι.

 

Πρώτη δημοσίευση, περιοδικό Δέκατα- Ξένο σώμα

1. Ετερότητα

Κι όλα εκεί αρχίζουν και τελειώνουν
σε ένα σώμα
που το ρούφηξες λαίμαργα
πριν το αλώσει το σαράκι του χρόνου.

Αν σε χτυπάει ο λίβας και καίγεσαι
από τις πρώτες μέρες του Αυγούστου
ενώ λες ο φόβος θα ξεριζωθεί
καμμένος μαζί με τα σπαρτά του
κι ο καιρός που περνάει
χάνεται
θα θυμηθείς πως
εσύ είσαι το σώμα μου
κι εγώ η απόσταση
που μας χωρίζει
όπως εκείνο το βράδυ
που το φεγγάρι πιάτο στον ουρανό
έλεγε δεκαπεντασύλλαβους
και τραγουδάκια του συρμού μες στην
αλμύρα.

Τότε με σκέπασες όλη τη νύχτα
με το δέρμα σου
κάτω από τα αστέρια
του αδύτου φέγγους
και ως εκ θαύματος
έγινε η νύχτα μέρα-
μόνο ο φόβος αξημέρωτος-
κρυφά κοιμόταν.

Τώρα κοιτώ την παλιά φωτογραφία μας
αυτή δεν είναι ξένο σώμα, είπες

μα αν δεν υπήρξε τίποτα
απ΄ όλα αυτά και συ
ήσουν μόνο ένας άλλος,
ο άγνωστος άνθρωπος
που δεν μπόρεσα να καταλάβω
ο τρόμος και ο φόβος μου
κι η ελπίδα που χώριζε
τη γη από τον ουρανό
ή η άγνωστη χώρα
που οι ταξιδιώτες χάνουν
τον τελικό προορισμό τους
την ώρα που η αφή τρόπο δεν έχει
ούτε πυξίδα
και τρόπαιο κανένα δεν υπάρχει,
τι νόημα έχει;

Τι μένει από το σώμα
που αγάπησες
αν όχι μια άξεστη μνήμη
κι αυτή μόνο για λίγο
αντιφεγγίζει τη σκηνή εκείνη
που στο σώμα μου επάνω
ερχόσουν να παίξουμε
το πιο ωραίο παιχνίδι μας
που παίζεις αλλού τώρα-
σ΄αγαπώ σε ξεχνώ σ΄αγαπώ
και μετά-

Ιερουσαλήμ Ιεριχώ
Ιερουσαλήμ Ιεριχώ.

Κρίμα
που το χώμα του Σαββάτου
δεν θα αναστήσει τα χαμένα χρόνια
βλέπεις, περνάει γρήγορα ο καιρός
ποτάμι είναι και τρέχει να προλάβει
τα γυρίσματά του τα αλλόκοτα
το φόβο που μας απομάκρυνε
από την οικειότητα
καθώς γίναμε πιο ξένοι ακόμη
δυο περαστικοί τυχαίοι
που τα υγρά τους συναντήθηκαν
κάποτε
έδωσαν χέρια
ανταλλάσοντας φιλιά κι
υποσχέσεις

πριν μάθουμε να μη μας νοιάζει
αν με ένα σώμα
επαναλάβαμε τα ίδια λόγια
(σ΄αγαπώ σε ξεχνώ σ΄αγαπώ)
τώρα που η φωνή έχει πια στερέψει
πηγαίνοντας
σε τόπο χλοερό και άγνωστο-

νομίζω πάντως-

κάπου προς Ιερουσαλήμ
ή Ιεριχώ

Από το βιβλίο μυθική μέρα, 2014, Ενδυμίων

2. Αίθουσες

Τα πρωινά,
όταν μεταμορφώνεσαι σε ξυπνητήρι,
όταν γίνεσαι αναλώσιμο γραφείου,
συρραπτικό
Ή φθαρμένο ντοσιέ,
τιμολόγιο σε κάποιο γκισέ
νιώθεις το μηδέν ολοστρόγγυλο
να γλιστράει μέσα στα δάχτυλά σου.
Ένα χρυσόψαρο λάμπει στο στομάχι σου,
το πελώριο παγόβουνο
που πλέει προς το Βορρά
αλλά δε λιώνει,
δε λιώνει η αναπνοή σου,
από την ανυπομονησία
σε μια στριφογυριστή σκάλα.
Ο ελεύθερος χρόνος
αστείο για ανιστόρητους,
σκέφτεσαι βγαίνοντας βιαστικά έξω
ενώ το φεγγάρι

τρυπάει την κοιλιά του,
πιάνει κουβέντα με την τρελή γιαγιά σου
που περνάει τον καιρό της
σε κάποιο ίδρυμα
βλέποντας νοικιασμένες ταινίες.

Χώμα και νερό

Το δέμα μην ξεχάσεις μόνο,
είπε φεύγοντας.
Ας μη μπλέκονται οι πεθαμένοι
με τους ίσκιους
ή με τους ζωντανούς.
Μπες στην πόλη,
στο ποτάμι της κίνησης,
όποιος δεν κυλάει γρήγορα
στεγνώνει στις όχθες του.
Επιστρέφω τώρα
στα γυαλιστερά νερά.
Τα οστά διπλωμένα στη μέση
θα ταχυδρομηθούν
αύριο στο χώμα.

Στη γωνία

Περιμένουν απόλυτα σιωπηλοί
μη τυχόν και πεταχτεί από το ράφι
μια μεγαλόσωμη προιστορική γυναίκα Ή
γλιστρήσει από το κάδρο ένας γέρος,
κάποιος πεινασμένος σκύλος
Κι ενωθούν άθελά τους στο σκοτάδι
με τον διογκωμένο αρμό του τοίχου.

Οι σωστές αποφάσεις παίρνονται το καλοκαίρι

Ο φόβος έφταιγε,
οι φίλοι που ομοιοκαταληκτούσαν
με τους μεταστάντες,
τα μάτια της γάτας στο σκοτάδι,
από τότε
έκλαιγα με τον τρόπο των φυτών,
αθέατα σταγονίδια
στις μασχάλες των φύλλων,
γελούσα ζώντας την επαρχία μου
σε άλλη πόλη,
ανοιγόκλεινα το τέταρτο του αιώνα
σε σχήμα αχιβάδας,
μιλούσα για το ανυπόμονο μέλλον
και τη μαύρη τρύπα
λίγα μέτρα κάτω από τα πόδια μου

Από το ισόβιο πρόσωπο, Μελάνι 2018

Ισόβιο πρόσωπο

Ψεύτη ντουνιά

τι σε μέλλει εσένα
αν έχει
λίγο ζουμί παραπάνω
αυτή η ιστορία

αν άρχισε
εν έτει
χίλια εννιακόσια εβδομήντα
τέσσερα
στα τέλη Γενάρη

αν η μαθητική ποδιά
σκίστηκε
ένα μεσημέρι
στην αλιφασκιά
ή αν το πάτωμα ράγισε
από πρόσωπα ισόβια
που βρήκαν ανοιχτή
την πόρτα
και μπήκαν

αν ακόμη
ο γύρος του ήλιου
έκλεισε
μες το χιόνι
σε μια σιδηρά πειθαρχία,
κρυμμένη καλά
κάτω από την υποψία
ενός ψιθύρου.

Στο κέντρο του κάδρου
ο ουρανός
ήταν για όλους
μια πληγή ανοιχτή

το μικρό μαυρόπευκο
έγερνε λοξά

κάποιοι κορόιδευαν
το φεγγάρι
που φώτιζε

-κρεμασμένο στα μανταλάκια-

μια άλλη εκδοχή
του αιώνα

Υποθετικός λόγος

Αν αυτή η ψυχή
που είναι
να βγει
αρνείται

αν αυτή η νύχτα
με πουλιά και κομμάτια
ουρανού
καθυστερεί

είναι που η

κρύα μάζα
της σκιάς
διακεκομμένη από τις
υδρορροές

λάμπει
μπαίνοντας,

από κει που κανένας
αλώβητος
δεν γύρισε

(ακόμα)

Σχολή Ικάρων

Φυσικά όλες οι μέρες
είναι δικές μας

αργά περνούν
αργά μας τρώνε
κι η εβδομάδα γίνεται
ο κόσμος που στάζει
από το κομμένο μας πρόσωπο

μάτια αστραφτερά λευκά-
σχίζες κάρβουνου-
δάχτυλα απ΄ τον αυχένα
ως τη μέση

τραβούν το σκοτάδι
πάνω μας

λίγο πριν αλλάξει
η Σελήνη
τέταρτο
κι επτά ήλιοι αγκαλιασμένοι
κρεμαστούν
στα σύρματα της οροφής
σαν να πρόκειται
να πετάξουν

(Κι εμείς
μαζί τους)

Διόραση

Όλων των ημερολογίων
οι χαμένες μέρες

αν χτυπούσαν καμπανάκι
εκεί που το ξημέρωμα
βιαστικό
υψώνει τη θάλασσα
στο μάτι
και τη διασχίζει
με των πελμάτων το ρυθμό

ο χρόνος θα έμπαινε
με μια λάμψη
τουλάχιστον στιγμιαία

να αντικρίσω
ερήμην μου
μέσα στην αστραπή του-

ένα πολλά
υποσχόμενο

μέλλον-

Σπάνιο φως

Κι οι λάμπες κάποτε
θα αστράψουν
από έρωτα

με χέρια σπλαχνικά
ενθυμούμενα

της μάνας μου
το χάδι.

Βουνά και θάλασσες
αίφνης,
θα τα χάσουν

με τούτο τον εξαγνισμό

Πρώτη δημοσίευση περιοδικό diastixo

Θέρος

Χρόνο έχω
να βλέπω τη θάλασσα
τα βουνά
τα μυρμήγκια που
έχουνε φτιάξει λόφους
απ΄ όπου θα περάσω
μια μέρα σαν τη σημερινή
χωρίς να ξέρω
αν το καλοκαίρι είναι
το κουμπί που λείπει
απ΄ το ρούχο του πατέρα
όταν συνέδεε τις εποχές
με τα τραγούδια
τη νύχτα με τα
χρώματα των αργιών
και το σκοτάδι που μιλούσε
μονίμως
μέσα απ΄ τους καθρέφτες
με αναγραμματισμούς

Χειμαζόμενο θαύμα

H μέρα στη νύχτα θα πει
να απλώνεις το νέο δέρμα
στην προσμονή του άλλου

Κι όπως το χειμαζόμενο θαύμα
πλησιάζει
να ξυπνάς κοιτώντας
σ΄ ενσταντανέ των αλλαγών
έξω απ΄ το παράθυρο
του αδύτου φέγγους

να περνούν λίγο λίγο
τα άσπρα μεσάνυχτα